Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Ο κλέφτης και ο ψεύτης...


Authentic copyright.
Για να τελειώνουμε μ’ αυτήν την ιστορία: ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ότι ο δημιουργός / συν-δημιουργοί και οι εταιρείες παραγωγής και διακίνησης κάπως θα πρέπει να επιβιώσουν, άρα θεμελιώνεται ένα καταρχήν ηθικό δικαίωμα οικονομικής απόδοσης απ’ τη διαχείρηση των έργων τους. Φαντάζομαι ότι κανείς μας δεν πρέπει να έχει αντίρρηση σε αυτό, είτε «νομιμόφρων», είτε «πειρατής». Αλλά διερωτώμαι: γιατί αποτελεί ηθικό ζήτημα η οικονομική απολαβή ενός δημιουργού αλλά όχι το ύψος της απολαβής αυτής; Ας μη μπλεχτούμε στους λαβύρινθους μιας συζήτησης περί καπιταλιστικού συστήματος , αν και το τελευταίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα της κουβέντας μας. Θα σας ρωτήσω απλά και σταράτα: πάνω σε ποιαν ηθική βάση στηρίζεται - αν όχι ο έκλυτος – ο υπερπολυτελής τουλάχιστον βίος της πλειοψηφίας των επώνυμων καλλιτεχνών και παραγωγών, μείζονων και ήσσονων εξίσου; Γιατί δε μπορεί να είναι ηθικό μονάχα ό,τι μας συμφέρει!

«Εξ’ ορισμού» σχεδόν, εκλαμβάνουμε ως δεδομένη την παραδοχή ότι ένας επώνυμος τραγουδιστής, ηθοποιός, συγγραφέας ή κάτι άλλο θα πρέπει να χέζεται στο τάλαρο. Από πού προκύπτει αυτό; Γιατί αυτή η πρώην κακομοίρα J. K. Rowling (συγγραφέας του Harry Potter) θα πρέπει σώνει και καλά να περάσει απ’ το ένα άκρο στο άλλο: απ’ την πλήρη ένδοια στην 144η θέση του πλουσιότερου ανθρώπου στη Βρετανία; Η πιθανότητα να διεκδικήσει απλά μια άνετη και δίχως οικονομικό άγχος ζωή δεν παίζει καθόλου ή θεωρείται αδικία; Αδικία σε σχέση με τι; Με την αξία του έργου της ή (μάλλον) με την αξία της διαφημιστικής προβολής και της εμπορικής εκμετάλλευσης, δηλαδή παράγοντες άσχετους με το έργο καθαυτό;

Τι περισσότερο προσφέρουν όλοι αυτοί στον κόσμο από το φούρναρη, το χτίστη, τη νοσοκόμα, την οδοκαθαρίστρια; Πρόσφερε η Χάρις Αλεξίου (παρ’ όλη την αγάπη που χαίρει εκ μέρους μου) κάτι περισσότερο στην κοινωνία απ’ τον άσημο, ειδικευόμενο γιατρουδάκο, που φορτωμένος εκατοντάδες εφημερίες στις πλάτες του και άμισθος για μήνες, αποδέκτης γκρίνιας και απαξίωσης, συνεχίζει παρ’ όλα αυτά; Χάρη στον δεύτερο, εγώ προσωπικά τουλάχιστον, εξακολουθώ να έχω τη χαρά και τη δυνατότητα να ακροάζομαι την πρώτη. Στην αντίστροφη περίπτωση απλά θα είχα πεθάνει πριν από δέκα χρόνια και η φωνή της Αλεξίου θα μου έσπαγε κυρίως τα νεύρα, γιατί εκείνη θα εξακολουθούσε να είναι ζωντανή και να τραγουδάει σα να μην τρέχει τίποτα! Πρόσφερε ο – καθ’ όλα εξαιρετικός ηθοποιός – Άντονι Χόπκινς κάτι περισσότερο στην κοινωνία από πολλούς δασκάλους και καθηγητές, τους οποίους θα θυμόμαστε ισόβια για μια τους κουβέντα, για μια τους συζήτηση, για τον τρόπο και το ήθος τους μέσα στην τάξη και οι οποίοι τα έφερναν βόλτα μ’ ένα οριακά αξιοπρεπή μισθουλάκο;

Οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί γενικότερα δε προσφέρουν τίποτε περισσότερο σε μια κοινωνία (πολύ συχνά θα έλεγα αφαιρούν κιόλας) απ’ ότι πλείστα άλλα μέλη της ∙ ούτε κάτι λιγότερο φυσικά, αλλά κάτι διαφορετικό. Καθε προσφορά, κάθε αλληλεπίδραση μέσα στο κοινωνικό σύνολο καλύπτει και διαφορετικές ανάγκες μας. Το ηθικό ζητούμενο εδώ δεν είναι ποιος αξίζει ή πρέπει ή δικαιούται να κερδίζει τα περισσότερα. Δεν υπάρχει ούτε γραπτός, ούτε άγραφος ηθικός νόμος που να λέει ότι το «ταλέντο» θα πρέπει να πληρώνεται περισσότερα χρήματα. Αυτά είναι ψευδο-διλήμματα που συγχέουν το ηθικό με το εμπορικό ζητούμενο. Το ηθικό είναι να μπορεί ο καθένας να ζει με αξιοπρέπεια, από τη μέρα που γεννιέται μέχρι κι εκείνη που αφήνει την ύστατη πνοή του. Αν σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του, στερηθεί για διάφορους λόγους αυτή την αξιοπρέπεια τότε υπάρχει ηθικό έλλειμα. Αν όμως σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του, στερηθεί την πολυτέλεια και τη λιμουζίνα αυτό δεν υπονοεί καμία ηθική ασυναρτησία, παρά μόνο οικονομικές και νομικίστικες μαλακίες. Κανείς δεν έχει ηθικό δικαίωμα στην πολυτέλεια και την υπερβολή, τελεία.

Όταν η δική μου ζωή στερείται στα σημεία της αξιοπρέπειας που προανέφερα, για ποιο λόγο να στηρίξω οικονομικά ένα καταφανώς υπερκοστολογημένο προϊόν, προσφερόμενο από ανθρώπους με λύμενο όχι απλά το πρόβλημα της ζωής τους, αλλά τριαντα-εφτά ζωών ακόμα; Υπόσχομαι – με το χέρι στην καρδιά – αν από όλους όσοι θα μπορούσαν νομικά να διεκδικήσουν οικονομικές απολαβές από μένα, φτάσει ποτέ η στιγμή για κάποιον από αυτούς να πεινάσει ή να μην έχει πού να μείνει, υπόσχομαι τότε να του αποδόσω απ’ το υστέρημά μου όλα όσα του «χρωστάω» μέχρι τελευταίας δεκάρας. Έως τότε όμως το μόνο που θα έχει να λαβαίνει θα είναι ο απεριόριστος θαυμασμός και η αγάπη μου, εξίσου πολύτιμα παρ’ ότι δε χαίρουν της ίδιας εκτίμησης.

Το κοινωνικό συμβόλαιο...


More authentic.
Ας πάρουμε τώρα, για παράδειγμα, την αυθόρμητη σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ ενός πλανώδιου οργανοπαίχτη κι ενός περαστικού. Δώστε τώρα βάση στην απλότητα και την αμφίδρομη τιμιότητα: η μουσική αρχικά παρέχεται δωρεάν! κάτι σα δώρο. Στη συνέχεια ο περαστικός αν του αρέσει το αποτέλεσμα (ή για διάφορους άλλους προσωπικούς του λόγους) αφήνει τον οβολό του, το ύψος του οποίου επαφίεται επίσης στην καλή του θέληση, διάθεση, απόλαυση, ηθική ευθύτητα κλπ. Δηλαδή μια σύμβαση μεταξύ δύο ελεύθερων ανθρώπων, που στέκονται τίμια ο ένας απέναντι στον άλλο, με επίσης ελεύθερους όρους και δίχως καμία δέσμευση. Ακόμη και μια επίσημα οργανωμένη συναυλία διαφέρει παρασάγγας: υπάρχουν φορές που πληρώνεις παράλογα ποσά, ανεγγύητα και ανεπίστρεπτα, πριν την εκτέλεση της συναυλίας. Γιατί ρε φίλαράκι δηλαδή; Να μη δούμε πρώτα τι θα μας προσφέρεις; Πόσες φορές δεν έχει αποχωρήσει κανείς από μια συναυλία / μαγαζί / κινηματογράφο εντελώς απογοητευμένος, με κάποιο αίσθημα κοροϊδίας;

Το πρόβλημα λοιπόν επεκτείνεται και πέραν του οικονομικού ή/και του ποιοτικού σκέλους και στην μονομέρεια των όρων της αγοραπωλησίας. Ο καταναλωτής είναι εντελώς παθητικός κι αμέτοχος, ο λόγος του απαξιωμένος και αδιάφορος, η αγάπη του προς το παρεχόμενο είδος γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης με ξεδιάντροπο κι εκβιαστικό τρόπο. Η πειρατεία είναι η αντίδραση ενός καταναλωτικού κοινού, το οποίο ουσιαστικά δεν λειτουργεί αδιάφορα κι ανήθικα (στο μεγαλύτερο μέρος του), παρά διεκδικεί τη δύναμη λόγου που του είχε στερηθεί επί δεκαετίες. Είναι μια μορφή εκδίκησης, μια μορφή απονομής αναδρομικής δικαιοσύνης. Και βάλλει κυρίως (αλλά όχι μόνον) κατά των εταιρειών παραγωγής και διακίνησης, παρά εναντίον των ίδιων των δημιουργών. Αυτοί αποτελούν τις παράπλευρες απώλειες.

Στο κάτω-κάτω είναι κοινό μυστικό πώς κι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης από τις εταιρείες (κυρίως τις δισκογραφικές). Όταν αναγκάστηκαν να επιτρέψουν στις τελευταίες να τους τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί, προκειμένου να τους προωθήσουν, γιατί το έκαναν τότε αδιαμαρτύρητα αλλά ζητάν τώρα τα ρέστα από εκείνους που είναι επίσης «θύματα» της ίδιας κομπίνας; Γιατί στρέφονται στον πιο «αδύναμο» κρίκο; Μάλλον ακριβώς γι’ αυτό: δε δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει, έστω και τ’ αποφάγια του. ΟΚ ρε φίλε, αλλά μη το γλύφεις κιόλας! Ή μην πας να δαγκώσεις το δικό μου!


Authentic Clopyright.
Δικαίωμα = δίκαιο, μα...

Αντιγράφω από την ιστοσελίδα της ΑΕΡΙ:

«Η πνευματική ιδιοκτησία που αποκτά ο δημιουργός πάνω στο έργο του περιλαμβάνει δύο απόλυτα και αποκλειστικά δικαιώματα: (α) Το δικαίωμα της εκμετάλλευσης του έργου (περιουσιακό δικαίωμα) και (β) Το δικαίωμα προστασίας του προσωπικού του δεσμού με το έργο (ηθικό δικαίωμα)».

Για το πρώτο δικαίωμα, θεωρώ – αλλά το θέτω υπό συζήτηση – ότι η αντίγραφη που γίνεται ελεύθερα, δηλαδή όχι για ιδιαίτερο οικονομικό όφελος, δε στερεί από το δημιουργό κανένα δικαίωμα εκμετάλλευσης. Αυτό που κάνει απλά είναι να μειώνει το ύψος των οικονομικών του απολαβών, αλλά αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο στη διαχείρηση ενός έργου, αποτελεί όμως εμπόδιο στην (πιθανή) αισχροκέρδειά χάρη σ’ αυτό. Δεν καταλαβαίνω γιατί το καλλιτεχνικό προϊόν χρίζει τέτοιας ιδιαίτερης μεταχείρησης, δηλαδή να μπορεί να εκμεταλλεύεται τους όρους της ελεύθερης αγοράς κατά πώς το συμφέρει, μονομερώς, και όχι κάτω από μια ισορροπία προσφοράς-ζήτησης. Υπενθυμίζω πως ελλείψει του πειρατικού δέους, δε θα είχαμε δει ούτε για πλάκα αλλαγές στην οικονομική στάση των δισκογραφικών και των κινηματογραφικών εταιρειών και την κατακόρυφη πτώση των τιμών σε ένα σωρό προϊόντα τους. Ακριβώς δηλαδή όπως θα έπρεπε να δουλεύει η ελεύθερη αγορά: δράση-αντίδραση. Αργά πια για πισω-γυρίσματα; Κανείς δεν ξέρει τι νέες ισορροπίες θα φέρει το μέλλον.

Για το δεύτερο δικαίωμα οφείλω να επισημάνω μια λεπτομέρεια, που κανείς – απ’ όσο γνωρίζω - δεν έχει επισημάνει μέχρι σήμερα και χαρακτηρίζει εξ’ ολοκλήρου τη σχέση ενός καλλιτεχνικού δημιουργήματος με τον αισθητικό αποδέκτη του (αλλά και την ίδια τη φύση της δημιουργίας): προσωπικό δεσμό με οποιοδήποτε έργο της νόησης δεν αναπτύσσει μόνο ο δημιουργός αλλά και ο αποδέκτης. Πολύ συχνά μάλιστα ο δεσμός του αποδέκτη είναι τιμιότερος (άρα ισχυρότερος) από εκείνον του καλλιτέχνη. Μόνο εξαίρεση δεν αποτελούν οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που γίνονται απλά και μόνο για την επιβίωση ή, ένα βήμα παραπάνω, για την κονόμα. Η ιστορία της Τέχνης αλλά και η παρούσα παραγωγή το καταδεικνύει αυτό περίτρανα.

Για παράδειγμα, ένα τραγούδι που γράφτηκε στο πόδι και υλοποιήθηκε σε ελάχιστη ώρα ηχογράφησης, μπορεί να γίνει απ’ το κοινό τόσο αγαπητό, όσο δε θα περίμενε κανείς να γίνει απ’ το δημιουργό του. Άλλο παράδειγμα, πιο προσωπικό αλλά εξηγεί πολλά. Είχα την τύχη να προικιστώ μ’ ένα σχετικό (ανεκμετάλλευτο κι ακαλλιέργητο ωστόσο) ταλέντο στο σκίτσο. Σας εξομολογούμαι λοιπόν με κάθε ειλικρίνεια, πόσες φορές πράγματα που θεωρούσα σκουπίδια και θα τα πέταγα μ’ ευχαρίστηση στον ομώνυμο κάδο, μου ζητούσαν φίλοι και γνωστοί να τους τα χαρίσω ή να τους φτιάξω παρόμοια. Αυτή είναι η σχέση που έχει συχνά ο δημιουργός με το έργο του. Φτιάνεις μια παπαριά και ο άλλος εκστασιάζεται, νομίζει πως κάτι έκανες τώρα!

Αλλά φυσικά εγώ δεν είχα κανένα οικονομικό συμφέρον, απ’ όλα αυτά. Δε χρειαζόταν να βγαίνω στα κανάλια κατάφορτος από συγκίνηση, να αερολογώ βουρκωμένος για την σπάνια εκείνη εμπειρία που έγινε αφορμή να εμπνευστώ το τελευταίο μου τραγούδι ή το πόσα σημαίνει για μένα και την Τέχνη η τελευταία μου έκθεση ζωγραφικής κι άλλα τέτοια γραφικά, τα οποία συχνά είναι τυπική τακτική management και διαφήμισης, παρά ειλικρινής κατάθεση ψυχής. Φούμαρα!

Γιατί, λοιπόν, η πλέον τίμια σχέση που αναπτύσσει ο αποδέκτης μ’ ένα καλλιτεχνικό έργο, να μην προστατεύεται εξίσου απ’ την υπερ-εκμετάλλευση και την παραδοπιστία του καλλιτέχνη; Γιατί ετούτο δεν αποτελεί επίσης ένα ηθικό ζητούμενο;

Θα ζήσω ελεύθερο πουλί...

Τα έργα της διάνοιας έχουν έναν παράδοξο χαρακτήρα: διακρίνονται από αυτή την ιδιαίτερη τάση, αφότου απελευθερωθούν από τη διάνοια που τα συνέλαβε, να πετούν μακριά της και να διαχέονται σε όλες τις άλλες. Έτσι ώστε από ένα σημείο και μετά (πέραν της ξεκάθαρης πατρότητας) να είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσεις τι ανήκει και σε ποιον. Ανήκει, ας πούμε, το «Another Brick On The Wall» στους Pink Floyd ή στη συλλογική αυτή συνείδηση που μοιράστηκαν τόσες ψυχές, μέσα από τη μελωδία τους, εκείνες τις γεμάτες ελπίδα ημέρες της Πτώσης του Τείχους; Το ερώτημα απαντάται εύκολα αν μείνει κανείς στην νομικίστικη επιφάνεια, ωστόσο όσο βαθύτερα διερωτάται κανείς τόσο περισσότερο «θολώνει» το τοπίο.

Όταν λατρεύω ένα μουσικό έργο, για παράδειγμα, η ανταπόκρισή μου δεν είναι καθαρά χρηστική, όπως είναι ας πούμε με το μίξερ ή το χαρτί υγείας. Ένα τραγούδι – μιλάμε πάντα για ένα αγαπημένο τραγούδι – συνδέεται αναπόσπαστα με ένα συναίσθημα, ένα στιγμιότυπο ζωής, κάτι ιδιαίτερο και άκρως προσωπικό. Ο δεσμός που αναπτύσσεται μέσα στο σύμπλεγμα αυτό είναι με μια λέξη «άρρηκτος». Έτσι που ούτε το τραγούδι έχει την ίδια σημασία αποκομμένο απ’ το συναίσθημα, ούτε το συναίσθημα εκδηλώνει όλη του την ένταση ξέχωρα απ’ το τραγούδι. Ετούτο όμως το αποτέλεσμα είναι μια εντελώς πρωτότυπη και προσωπική παραγωγή και δεν έχει απαραίτητα καμία σχέση με τις προθέσεις ή με τη σφαίρα εξουσίας του δημιουργού.

Στο δεσμό ετούτο, αποκλειστικός διαχειριστής και πληρεξούσιος είμαι εγώ και μόνον εγώ, καθώς κανείς δεν έχει δικαιώματα στην ψυχή και τα συναισθήματά μου. Όταν λοιπόν διεκδικώ την ελεύθερη, προσωπική χρήση μιας αγαπημένης καλλιτεχνικής δημιουργίας, ουσιαστικά διεκδικώ την ελεύθερη, προσωπική χρήση των συναισθημάτων μου. Αυτό με ποιον τρόπο ή ποιος ενδιαφέρθηκε ποτέ να το κατοχυρώσει και να το προστατεύσει; Γιατί και τα συναισθήματά μας διεκδικούν και τούτα, επάξια θεωρώ, κάποιο είδος ηθικού δικαιώματος. Όχι;


Authentic copyleft.
Το ρεζουμέ

Ρεζουμέ δεν έχει! Όλοι φέρουμε μερίδιο ευθύνης. Και οι καλλιτέχνες γιατί θεωρούσαν τον εύκολο πλουτισμό ως δεδομένο, και εμείς που θεωρούμε ότι δεν έχουμε καμία υποχρέωση σε κανένα, και οι διάφορες εταιρείες παραγωγής και διακίνησης (κυρίως αυτές) που θεωρούσαν τόσον καιρό ότι μπορούν να εκμεταλλεύονται τους πάντες ατιμωρητί. Στο κάτω-κάτω αυτές είναι οι τελευταίες που έχουν το δικαίωμα να γκρινιάζουν: καλά τα κονομήσανε τόσες δεκαετίες, ποιος πείνασε ποτέ από δαύτους; Αντιθέτως, δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που πείνασαν εξαιτίας τους, ειδικά παλιότερα που κανείς δεν ήξερε να προστατεύσει τα δικαιώματά του. Τέλος πάντων, όλοι χρειάζεται με κάποιον τρόπο ν’ αλλάξουμε στάση. Ποιος είναι, όμως, αυτός που θα κάνει την αρχή; Κατά την ταπεινή μου άποψη, θα ήταν άδικο να περιμένουμε το πρώτο βήμα απ’ τους πιο αδύναμους κρίκους. Τα συμπεράσματα δικά σας. Όπως επίσης και ο αντίλογος. Σαλαμαλέκουμ...
 

1 σχόλιο:

  1. Ξεσκαρτάρωντας μια στίβα παλιών άρθρων,
    ανακάλυψα και τούτο 'δω το πολύ ενδιαφέρον,
    από τη συγχωρεμένη Ελευθεροτυπία:

    Η διαδικτυακή πειρατεία δεν σκοτώνει τη μουσική

    Στο... αναλογικό άρθρο περιέχονταν μερικά στατιστικά ακόμη,
    τα οποία παραθέτω εδώ:

    240 δις ευρώ
    η εκτιμώμενη σωρευτική απώλεια εσόδων λιανικής για τις ευρωπαϊκές δημιουργικές βιομηχανίες,
    από την πειρατεία το διάστημα 2008-2015.

    13 εκατομμύρια
    μουσικά κομμάτια έχουν αδειοδοτηθεί απο τις δισκογραφικές για υπηρεσίες ψηφιακής μουσικής.

    Πάνω από 400
    αδειοδοτημένες υπηρεσίες ψηφιακής μουσικής υπάρχουν παγκοσμίως.

    1,2 εκατομμύρια
    θέσεις εργασίας προβλέπεται ότι θα έχουν θα χαθεί στις ευρωπαϊκές μουσικές βιομηχανίες
    εξαιτίας της πειρατείας, μέχρι το 2015.

    31% μειώθηκε
    η αξία της παγκόσμιας δισκογραφικής βιομηχανίας το διάστημα 2004-2010.

    6% αυξήθηκαν
    τα έσοδα από την ψηφιακή μουσική, παγκοσμίως.

    1000% αυξήθηκε
    η αξία της αγοράς ψηφιακής μουσικής το διάστημα 2004-2010.

    29% αυξήθηκαν
    τα έσοδα των δισκογραφικών από ψηφιακά κανάλια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή