Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Ποιος είδε την καλοσύνη και δεν τη φοβήθηκε...

Επειδή πολύ τα 'χω βάλει με τους ομόφυλούς μου τελευταία, ώρα τώρα να πληρώσει και κανένας θηλυκός αντιπρόσωπος του είδους! Η Σώτη που θίξαμε δυο αναρτήσεις νωρίτερα, θίχτηκε μονάχα ξώφαλτσα, οπότε δε μετράει. Ας περιμένει στην ουρά. Είναι απόλαυση να σερφάρει κανείς στα κύματα της ελαφρολαϊκής φιλοσοφίας, όχι μόνο γιατί κάνει μια κάποια ζέστη κι η μαλακία είναι δροσερή, μα επιπλέον γιατ' είναι κι ανεξάντλητη. Βέβαια, να πούμε την αλήθεια, το κείμενο ετούτης της Λουκίας Μητσάκου δεν είναι και παντελώς μαλακία, όπως ας πούμε τα κείμενα του Ντομπέλλι. Σίγουρα φαίνεται πιο όμορφη απ' τον Ντομπέλι κι αν με πάρει ποτέ τηλέφωνο για να με βρίσει, θα επιχειρούσα να με βρίσει κάποτε κι από κοντά. Πάντως κι αυτά που γράφει η Μητσάκου δεν είναι τίποτα ψαγμένα. Αμπελοφιλοσοφίες του κιαρατά είναι, παρά το γεγονός πως βιάζεται να καταδικάσει την αμπελοφιλοσοφία, μήπως προλάβει και τη μολύνει. Αλλά τι να κάνουμε; ο αναμάρτητος ας λιθοβολήσω πρώτος. Στην τελική, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε βάζει και σε πέντε σκέψεις ή συγκρίσεις, καθόσον μιλάει στην απλή την καθημερινή τη γλώσσα του λαού και της καφετερίας, «να σου πω ένα μυστικό» και τέτοια. Όπως της βγαίνουν τα λόγια απ' την καρδιά, ασυνάρτητα και δίχως την παραμικρή δομή. Αυτό, τελικά, είναι προς όφελος του άρθρου, της Λουκίας, αλλά και του ίδιου του αναγνώστη. Να μην κάθομαι, τώρα, να σας κάνω περίληψη. Ζήτημα να 'ναι εκατό γραμμές, να κάτσετε να τις διαβάσετε. Ακολουθούν διάφορες ένστασεις.

Λέει, λοιπόν, ετούτη η Μητσάκου - μιλώντας πάντα για την πάρτη της - πως η ίδια με το κακό δεν έχει πάρε-δώσε. Διόλου, λέει, δεν ασχολείται με το κακό γιατί δεν είναι μέρος του χαρακτήρα της ή γιατί βαριέται ή γιατί δεν έχει κίνητρο. Σε ελεύθερη μετάφραση, δηλαδή, δεν κάνει το κακό γιατί... έτσι, βρε αδερφέ! Μιλάμε για ανάλυση σε βάθος κι όχι τίποτε πλατσουρίσματα στα λασπόνερα. Ήδη ο Καντ γρατζουνάει μες στον τάφο του κι ο Αριστοτέλης φέρνει σβούρες. Τέλος πάντων, εκεί τελειώνει και με το κακό η Μητσάκου, αποδεικνύοντας περίτρανα πως όντως δεν της καίγεται καρφάκι. Ωστόσο, δε μας διαφωτίζει στο παραμικρό αν (σύμφωνα με τη γνώμη της) πρέπει να κάνεις το κακό ή αν δεν πρέπει και σε κάθε περίπτωση γιατί. Αυτό που κάνει ουσιαστικά είναι όχι ν' αρνείται την υπολογιστική ικανότητα της δολιότητας, το τέχνασμα ή την πρόθεση, αλλά τους πολλούς μπελάδες στους οποίους αυτή σε βάζει. Η ίδια δε βλάπτει, όχι γιατί δε θα το 'θελε ή γι' αυτό και για τον άλλο λόγο, παρά γιατί δεν της βγαίνει. Ουσιαστικά, η καλή Λουκία χέστηκε για το κακό και, όπως μαρτυρά ξεκάθαρα κι ο ίδιος της ο τίτλος, στρογγυλοκάθισε να γράψει για την παραξηγημένη καλοσύνη και όχι για τ' αντίθετο.

Να δούμε τώρα αν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο για το καλό και την καλοσύνη, όταν το παίρνει επιτέλους απόφαση να μας μιλήσει. Τι μας λέει, λοιπόν; Μας λέει ότι το καλό ή το κάνεις κατόπιν οργανωμένου σχεδίου και με κομπιουτεράκι ή άσ' το καλύτερα. Πάει η παλιά εκείνη λαϊκή ευγένεια του «κάνε το καλό και ριξ' το στο γιαλό». Κάνε το καλό σου λέει, αλλά πριν πας στο γιαλό να 'χεις χωνέψει, να 'χεις πάρει αντηλιακό και να φοράς και τα μπρατσάκια σου. Κάνε το καλό, αλλά πρόσεχε να μη χτυπήσεις, οπότε μην το κάνεις και πολύ έντονα, αλλά με μέτρο. Κάνε, σου λέει, το καλό όχι γιατί έτσι σου βγαίνει, γιατί είναι στη φύση ή το ήθος σου, όπως ακριβώς εκείνη δεν κάνει το κακό γιατί δεν είναι (στη φύση ή το ήθος της), αλλά κάνε το καλό για τον τάδε λόγο ή για το δείνα λόγο ή μ' εκείνη ή την άλλη προϋπόθεση. Το καλό της δηλαδή δεν είναι αυθόρμητο μα υπολογιστικό, υποκείμενο σε μια στρατηγική διαδικασία και, γιατί όχι, μια υστεροβουλία. Δίνει μάλιστα κι οδηγίες προς ναυτιλομένους, τι να προσέχεις, πώς να ντύνεσαι, λες κι έχουν όλοι το ίδιο ανοσοποιητικό σύστημα. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε λέγοντας πως η καλή Λουκία δεν αρνείται το κακό, αλλά δεν της ταιριάζει ως ιδιοσυγκρασία, μα ούτε και χαρίζει το καλό, εκτός κι αν της αποφέρει κάποιο αντάλλαγμα ή έστω δεν της στερήσει ό,τι έχει. Λες κι η αληθινή καλοσύνη μπορεί ποτέ να αποβεί εις βάρος εκείνου που την ακτινοβολεί, λες κι η καλοσύνη είναι ικανή να σου στερεί. Μόνο αν δεν είναι αληθινή. Της αρέσει προφανώς ν' αυταπατάει εαυτόν θεωρώντας πως εκλογικεύοντας τις υστερόβουλες προθέσεις, εξευγενίζει τη δήθεν καλοσύνη σε ντόμπρα καλοσύνη. Η «καλοσύνη» της Λουκίας δεν παύει στιγμή να είναι εμπορικό αλισβερίσι, παρά καλοσύνη αληθινή. Μυρίζει περισσότερο τη σαρδέλα και το ζύγι του μπακάλη, παρά ευωδιάζει την άνοιξη μιας ανθισμένης καρδιάς.

Θα μου πεις τώρα «και τι 'ναι η αληθινή καλοσύνη, που μας τσαμπουνάς ρε μάστορα»; Να το συζητήσουμε, λοιπόν. Δεν είναι δα και τίποτε ακοτόρθωτο να φτιάξουμε, εδώ επί τόπου, έναν πρόχειρο ορισμό, έστω και κάπως άχαρο. Καλοσύνη, ας πούμε, δεν είναι η στάση εκείνη, που δεν επιθυμεί το κακό του άλλου. Τούτο είναι σκέτη αδιαφορία και κοιτάζω τη δουλειά μου. Η καλοσύνη δεν είναι απλά μια στάση ως προς τον άλλο, παρά είναι κίνηση προς τον άλλο. Μια κίνηση, η οποία αναγνωρίζει στο πρόσωπό του όχι μόνο την πραγματική του ανάγκη, μα επιπλέον και τη μέθοδο, τον τρόπο που της αρμόζει. Έτσι για παράδειγμα η απλή φιλανθρωπία, δίχως να είναι άκαρπη, δεν είναι και καμιά καλοσύνη της προκοπής, έτσι όπως εξαντλείται στην ικανοποίηση μιας άλφα ανάγκης, αλλά με τρόπο που εξακολουθεί να παρατά τον άλλο έρμαιο στη μοίρα του, αντί να του προσφέρει τη δυνατότητα ν' απελευθερωθεί κάποτε από δαύτην. Χρειάζεται δηλαδή ν' αμφισβητηθεί ετούτη η βεβαιότητα - σ' όσους την έχουν - πως οι καλές πράξεις συνιστούν απαραίτητα καλοσύνη ή καθιστούν αυτομάτως κάποιον καλόν άνθρωπο. Τι είναι βέβαια μια καλή πράξη, είναι και τούτο ένα θέμα, ας μην πλατειάσουμε ωστόσο περαιτέρω. Η φιλανθρωπία, όπως είπαμε, δεν είναι μια κακή πράξη, μα ούτε κι απαραίτητα μια αμιγώς καλή. Δε μπορούμε, ωστόσο, και ν' αρνηθούμε ότι προσφέρει ένα όφελος σε κάποιον. Η πολυσημία της φιλανθρωπίας αποκαλύπτεται ακόμη καθαρότερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε φιλανθρωπίες μπορούν κάλλιστα να προβούν ακόμα κι οι αρχιμαφιόζοι κι οι πρεζέμποροι. Κι όμως, παρότι μπορεί κανείς να ορίσει έστω και σε αδρές γραμμές την καλοσύνη, είναι αντιθέτως μεγάλη ιστορία να την ξεχωρίσεις - και αν - στην πράξη. Ενώ μπορούμε, δηλαδή, με μια σχετική ομοφωνία να ξεχωρίσουμε μια καλή πράξη από μια κακή, δεδομένων των αποτελεσμάτων τους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσουμε την πραγματική καλοσύνη από την υποκριτική, καθώς οι αληθινές προθέσεις των ανθρώπων (ενίοτε και του εαυτού μας) συνήθως θα μας διαφεύγουν.

Μα λέει κι άλλα, η αγαπητή Λουκία. Λέει, να πούμε, πως είν' άλλο πράγμα το να 'σαι καλός κι άλλο εντελώς το να 'σαι αφελής και δε θα μας βρει, εκ προοιμίου, αντίθετους. Της καρδιάς της χρειάζεται να κόβει κίνηση με σπιρτάδα κι όχι να 'ναι πτωχιά τω πνεύματι, που 'λεγε εκείνος ο κουρελής ο Ιησούς. Πρέπει να στροφάρει με χίλιες στροφές, σαν ηλεκτρική ξουριστική ή πολυμίξερ. Να ζυγίζει με κάθε ευκαιρία το ποιος την αξίζει και ποιος όχι. Ο άνθρωπος είναι περιορισμένος, λέει, και δε μπορεί να αναλώνεται σε μύρια όσα κομμάτια, αν τα κομμάτια ετούτα είναι ανάξια. Εν πρώτοις, δε φαίνεται να λέει κάτι παράλογο η γυναίκα, αλλά είναι η ίδια που σε διδάσκει να 'σαι καχύποπτος. Η καλοσύνη της Λουκίας δίνει περισσότερο την εντύπωση τελωνείου και σκάνερ υψηλής ανάλυσης, προκειμένου να κερδίσεις την πολυπόθητη βίζα στην καρδιά της, παρά καλοσυνάτης καλοσύνης. Και δε λέω πως δεν την καταλαβαίνω, ποιος πληγωμένος δεν τα σκέφτηκε όλα ετούτα, κάποτε στη ζωή του; Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν πέρασε ποτέ απ' το νου της να κάνει το καλό απλά και μόνο γιατί το 'χε ανάγκη ο άλλος, ασχέτως δηλαδή αν το άξιζε ή όχι. Αυτή η εμπλοκή με τις αξίες και τα κριτικά γνωρίσματα είναι καθόλα ύποπτη για μισανθρωπισμούς κι άλλα στενόκαρδα. Και στο κάτω-κάτω της γραφής ποια είσαι εσύ μωρή (λαϊκή έκφραση) που κρίνεις τον άλλον και με ποια κριτήρια; Να κρίνεις αν έχει κανείς ανάγκη, πάω πάσο! Αλλά να κρίνεις αν τ' αξίζει; Άσε που είναι ευκολότερο να κρίνεις την ανάγκη απ' την αξία. Άσε που στην τελική - να το πούμε κι έτσι - τ' αξίζει αφού το 'χει ανάγκη! Την ανάγκη δεν είναι δύσκολο να τη διαπιστώσεις, ακόμα κι αν δεν έχεις τ' ανάλογα βιώματα. Αρκεί μονάχα η καλή διάθεση. Άμα, βέβαια, διαβάσεις ολόκληρο το κείμενο, μπαλώνονται κάπως τα πράγματα. Να είσαι καλός μέχρι εκεί που αντέχεις και δε σ' εκμεταλλεύονται. Ελεύθερη μετάφραση, δική μου. Εδώ έχει δίκιο. Οι άνθρωποι είμαστε περιορισμένοι κι οφείλουμε να διαχειριζόμαστε τις δυνάμεις μας, ώστε να τις εκμεταλλευόμαστε στο ακέραιο. Ωστόσο, είναι διαφορετικό να δίνεις όσο αντέχεις και διαφορετικό να δίνεις σε όποιον τ' αξίζει. Και τούτο η Λουκία είτε δεν το καταλαβαίνει, είτε δεν το ξεκαθαρίζει. Είναι μάλιστα και λίγο αντιφατικά, ετούτα τα δύο. Τόσο αντιφατικά, όσο το να λες πως δεν υπάρχει αρκετό φαί, άρα θα ταΐσω μόνο τους πεινασμένους που τ' αξίζουν. Δε βγάζει νόημα! Μόνο η ιδιότητα του πεινασμένου είναι αρκετή προϋπόθεση. Άμα έχεις δίνεις, άμα δεν έχεις δε δίνεις. Απλά τα πράματα. Ένα πιάτο φαί θα το 'δινες ως και στο Χίτλερ. Δε θα το 'διναν βεβαίως όλοι, αλλά κουβέντα να γίνεται. Αυτό είναι καλοσύνη. Να μην του επιτρέψεις να συναναστραφεί ξανά ανθρώπους, αυτό είναι εξυπνάδα.

Να γίνω και λίγο σεξιστής; Αφού θα γίνω, τι ρωτάω; Εδώ, λοιπόν, μου βρωμάει περισσότερο αποπάτημα ερωτικής απογοήτευσης, παρά η μελαγχολική μούχλα μιας ευεγερσίας που δεν βρήκε αντίκρυσμα άλλο, απ' την αχαριστία. Η αγαπητή Λουκία αναρρώνει πιθανότατα από εκείνο τον υπέρτατο μαλάκα, ο οποίος διέρχεται κατά κανόνα απ' τη ζωή κάθε γυναίκας (μπορεί να 'ναι κι ο ίδιος ή ο γιος του) και τη σημαδεύει ανεξίτηλα. Εκείνον τον κουλτουριάρη, βρωμύλο και τρίχα, ο οποίος της φάνηκε γοητευτικός, αντί για κουλτουριάρης, βρωμύλος και τρίχας. Κι ο οποίος, αφού της απομύζησε όλη την ζωϊκή ενέργεια και το φενγκ-σούι, την πούλεψε για την πατρίδα του και την παράτησε δίχως πια δύναμη ή κουράγιο. Αφού κι εκείνο το λίγο κακό που ίσως γούσταρε να κάμει κάποτε η γυναίκα, ως κι εκείνο το βαριέται. Κάτω απ' αυτήν την οπτική, όλα τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν ξαφνικά στη θέση τους και το αρχικό χάος βγάζει άριστα πλέον νόημα : όλες οι ασυναρτησίες, τα φιλοσοφικά κρεσέντο και το ύφος μυξοκλάψας που διαποτίζει το άρθρο της, απ' άκρου εις άκρον, έχουν ως αφετηρία μια καρδιά ερωτικά στιγματισμένη, παρά μια καρδιά αγαπητικά υγιή. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης (άλλη μαλακία πάλι και τούτη) πιάνει η Λουκία να μιλήσει για την καλοσύνη, μα ο μπούσουλας της καρδιάς της σημαδεύει διαρκώς προς τη μεριά του έρωτα. Ετούτα τα γραφικά κλισέ με τις δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, πουθενά δεν ταιριάζουν περισσότερο παρά στην βαθιά πληγωμένη καρδια εκείνου ή εκείνης, που προδώθηκαν από το ίδιο τους το πάθος. Όμως στον έρωτα δεν υπάρχουν καλοσύνες, χριστιανικές αγάπες κι αηδίες. Ο έρως λειτουργεί με τους δικούς του ιδιαίτερους και μυστήριους κανόνες κι έτσι καλά παθαίνει όποιος εξακολουθεί να φέρεται ως κορόιδο - μ' εμένα πρώτο διδάξα ή πρώτο πατήσα. Ο έρωτας, δυστυχώς ή ευτυχώς, απαιτεί και χρειάζεται ανταλλάγματα, μ' ένα και βασικότερο τη συναναστροφή του ερώμενου. Ο ερωτευμένος οφείλει να ζητάει ανταλλάγματα, ώστε να 'ναι ψυχικά ισορροπημένος. Ο ερωτευμένος είναι μια συναισθηματική καταβόθρα των Δαναΐδων και μαύρη τρύπα π' ούτε το φως δε μπορεί να δραπετεύσει. Ο μόνος λόγος, που δεν το καταλαβαίνει αυτό κι ο ίδιος, είναι η μαλακία που τον / την δέρνει. Φυσικά και να το ξεκαθαρίσουμε, ο ερωτευμένος μπορεί να ζητάει ό,τι θέλει, ο άλλος ωστόσο δεν οφείλει να του προσφέρει το παραμικρό α δε γουστάρει - άσε που συνήθως δεν έχει και καμιά δουλειά με την όλη φάση. Ο ερωτευμένος σκάβει μόνος του το λάκκο του, μόνος του βουτάει μέσα και μόνος του σκεπάζεται. Δεν του φταίει κανείς. Έταξε στον εαυτό του τον Παράδεισο, όταν χρειάζονται τουλάχιστον δύο για τούτες τις δουλειές και καλά να πάθει. Η καλοσύνη, παρόλα αυτά, δεν έχει καμία σχέση με όσα περιγράψαμε περί έρωτος ή ό,τι άλλο. Όπως επίσης δεν έχει καμία σχέση με δεύτερες ευκαιρίες, προϋποθέσεις κι ανταλλάγματα. Εκτός κι αν θεωρήσουμε ως αντάλλαγμα την ευδοκίμηση, την πρόοδο δηλαδή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται (η καλοσύνη). Όμως ετούτο είναι ανταμοιβή παντελώς διαφορετικής κοψιάς και ποιότητας, ώστε και μόνο η λέξη «αντάλλαγμα» την αδικεί κατάφωρα.

Τι είναι καλοσύνη, να το πούμε έτσι που να το καταλάβει ακόμα κι ένα πιτσιρίκι, μας το διδάσκει πολύ σοφά η παρακάτω ελαφρολαϊκή ιστορία που διάβασα κάποτε, πρώτη φορά, στην εισαγωγή της Λιάνας Κανέλλη απ' το οδοιπορικό της στη Ρουάντα :

« Ήταν, λέει, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι σε μια παραλία όπου κάθε πρωί το κύμα ξέβραζε αστερίες ζωντανούς με την τεράστια δύναμή του. Το κορίτσι κατέβαινε κάθε πρωί στην αμμουδιά κι ώσπου να δύσει ο ήλιος ξανάριχνε τους αστερίες στη θάλασσα. Την έκτη μέρα το αγόρι της θύμωσε γιατί βαρέθηκε να την ακολουθεί στη μονότονη αυτή σισύφεια τελετουργία. "Τι νόημα έχει", ρώτησε, "να ρίχνουμε πίσω στο νερό τους αστερίες, αφού κάθε πρωί η θάλασσα τους ξαναξεβράζει;" Το κορίτσι γύρισε και τον κοίταξε με το βαθύ χαμόγελό της προσωποποιημένης ζωής και του απάντησε κρατώντας έναν αστερία: "Για σένα και για μένα μπορεί να μην έχει σημασία, έχει όμως γι' αυτόν εδώ τον αστερία ... " »

Η παραπάνω ιστορία είναι άριστα διατυπωμένη κι αποφεύγει, μ' απρόσμενη ισορροπία, να χρησιμοποιήσει ομόρριζα ή παράγωγα εννοιών όπως «καλό», «σωστό» και διάφορα σχετικά, τα οποία είναι ανθρώπινες αηδίες, φευγαλέες κι αμφισβητήσιμες. Μιλάει για «σημασίες» και «προσωποποιημένη ζωή» κι ετούτα κατεβαίνουν ίσαμε τον πυρήνα της καρδιάς κι αντηχούν πηγαία, βιωματικά, κι όχι μετά από τρία χέρια νοητικής επεξεργασίας, με τ' αστάρι έξτρα. Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ποια είναι η σημασία πράγματος τινός, ωστόσο βιωματικά γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνει να έχει κάτι σημασία. Αντιθέτως, ακόμα κι αν γνωρίζουμε κατά περίπτωση ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, τι 'ναι σωστό και τι 'ναι λάθος μπορεί να διαφεύγει επ' αόριστον. Το αγόρι γνωρίζει μόνον εκείνο που έχει σημασία για το ίδιο, μπορεί να κοιτά μόνο με τα δικά του μάτια. Κι ωστόσο δεν είναι το αγόρι σύμβολο του κακού ή το κορίτσι σύμβολο του καλού. Με γυμνή ευθύτητα, το κορίτσι είναι απλά η προσωποποίηση της ζωής. Μπροστά στην ακτινοβολία της εικόνας ετούτης, ο μανιχαϊσμός καλού-κακού καταρρέει δίχως κανένα νόημα και περιεχόμενο. Το κορίτσι ταυτίζεται με οτιδήποτε ζωντανό και γίνεται σύμβολό του. Μπορεί να κοιτά με τη ματιά του αγοριού, με τη ματιά του αστερία και τελικά με τη ματιά οποιουδήποτε παλεύει με τις ανάσες και το θάνατο. Να μπορείς να γίνεις η ματιά του άλλου, ίσως ετούτο να είναι τελικά κι ο καλύτερος ελεύθερος ορισμός της καλοσύνης.

«Η καλοσύνη δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη» μας γράφει κλείνοντας, η πονεμένη Λουκία. «Και τη δύναμη πρέπει να τη χρησιμοποιείς με σοφία» συμπληρώνει μεστά. Προστατεύοντας μάλιστα τα πνευματικά της δικαιώματα κι αποτρέποντας το απλό copy-paste απ' το ιστολόγιο - φοβούμενη τι; μήπως κλαπεί όλο αυτό το πολύτιμο καταστάλαγμα; - μας αναγκάζει ν' αντιγράψουμε τα λόγια της ένα προς ένα. Θα τελειώσουμε κι εμείς μαζί της και δίχως το παραμικρό ίχνος σαρκασμού μα, ίσα ίσα, συμφωνώντας : ναι Λουκία μας, καλοσύνη με σοφία. Μα όχι καλοσύνη με το ζύγι.

Τα ξύλινα τα τείχη τα μεγάλα

Οι ακαλλιέργητοι εξυπνάκηδες ξεφυτρώνουν σαν τις κουράδες στο ελεύθερο κάμπινγκ, έτσι που γίνεται δύσκολο να μην πατήσεις κάποιον στη στροφή του θάμνου. Για τους κοπρολάγνους, όπως εγώ, είναι ανέφικτό να τους παρακολουθήσεις όλους με συνέπεια. Ήδη έχω βάλει στην άκρη προς αποδόμηση κοντά μισό βόθρο, περισσότερους δηλαδή συνδέσμους απ' όσους αντέχει χρονικά η ταπεινή ζωή μου. Ετούτος ο νέος εξυπνάκιας είναι και καθηγητής καρδιολογίας, πανάθεμά τον! Τη δική του την καρδιά, ωστόσο, την καταβρόχθισαν πιθανότατα σε τρυφερότερη ηλικία. Συνήθως συμβαίνει από κανίβαλους αστούς γονείς, οι οποίοι με τα μαχαιροπήρουνα της τυπικής μεσο-αστικής μεγαλομανίας ακυρώνουν κάθε ζωϊκό παλμό στο βωμό μιας μεγάλη ιδέας, αλλά δεν τον ήξερα τον άνθρωπο κι από χθες. Άσχετα, τώρα, με το ποιος του μασούλησε τον καρδιακό μυ, παλεύει ο κακομοίρης ο καθηγητής να βγάλει άκρη σ' ετούτο το σκληρό κόσμο με το μόνο πράγμα που του 'χει απομείνει : μια πήχη λεφτά μέσα στην χούφτα, με τις μαύρες τσέπες και τα δόντια του σκύλου. Παλεύει με τ' αμέσως καλύτερο πράγμα, το οποίο απομένει πια σ' έναν αποκαρδιωμένο αστό : την πίστη και τη δύναμη της οικονομίας. Σαν αναρίθμητους γιατρούς που κυνηγούνε τ' όνειρό τους, οφείλει να δείξει ξεκάθαρα στην κοινωνία μπροστά σε ποιες αξίες ακριβώς γονατίζει με σεβασμό κι έτσι έχει πολύ πλάκα να βλέπεις ένα καρδιολόγο να υπερασπίζεται τους εφοπλιστικούς στόλους, αντίς τον όρκο του Ιπποκράτη ή μια καινούργια ιατρική μεθοδολογία που σώζει ζωές. Κι όπως κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τον σέβεται τόσο, όσο χρειάζεται, μα ούτε μια στάλα παραπάνω. Τουλάχιστον, όχι τόσο ώστε ν' αποποιηθεί αυτή την πρόταση ζωής, την οποία συνιστά η δυνατότητα αρθρογραφίας στο Πρώτο Θέμα.

Παρόλα αυτά, δεν είναι και χαζός. Γνωρίζει πολύ καλά πως δεν έχει να ξεστομίσει τίποτα περισσότερο από αερολογίες. Ο λόγος του είναι αλαφρύτερος κι απ' τον αέρα που αναπνέουμε κι έτσι σύντομα θα βρίσκεται να κάνει συντροφιά με τ' αέρια του θερμοκηπίου, τα οποία δεν αφήνουν τη μαλακία να δραπετεύσει απ' τον πλανήτη Γη. Κατά τη γνωστή συνταγή της σοβαρής δημοσιογραφίας, λοιπόν, ξεκινά ο έρμος μ' ένα ιστορικό παράδειγμα, επιχειρώντας μάταια να προσδώσει στο λόγο του τη στιβαρότητα και την εγκυρότητα που κατά τ' άλλα απουσιάζουν. Άλλά ξεκινά αμέσως-αμέσως με πλάγιο άουτ, αφού κλωτσά τη μπάλα παντελώς εκτός θέματος, με τη χαρά του παιδιού που κράτησε πρώτη φορά μολύβι να γράψει. Συγχέει τον Ηρόδοτο με τους Lloyd's, το σκόρδο με το κρεμμύδι και το Φρανκεστάιν με το τέρας του. Δεν περνάει απ' το μυαλό του κακομοίρη πως εκείνο που έσωσε τους Αθηναίους του Θεμιστοκλή δεν ήταν η ναυτιλία τους αλλά το κοινό τους ήθος, το κοινό φαντασιακό που θα 'λεγε ο Καστοριάδης ή δεν ξέρω-γω ποιος άλλος καραμέλας. Σήμερα θα το σκάγανε όσοι έχουν κότερα κι οι αποδέλοιποι θα βρισκόμασταν φάτσα-κάρτα με τον Ξέρξη, να βαράμε παλαμάκια και να πουλάμε τουριστικά στα στενά της Πλάκας. Η ναυτιλία τους δεν ήταν αυτοσκοπός και σύμβολο, δεν εξυπηρετούσε καμία «ελληνικότητα», ήταν απλά ένα μέσο - το πλέον πρόσφορο στην ιστορική εκείνη στιγμή - ώστε να σωθεί η κοινωνία των Αθηναίων. Προσοχή! Όχι η οικονομία της κοινωνίας των Αθηναίων - ετούτα είναι τραγελαφικά σύγχρονα σχίσματα - μα η ίδια η κοινωνία καθαυτή! Μάλιστα, ούτε καν μια κοινωνία όπως αυτή που εννοούμε σήμερα, η οποία δεν είναι παρά ένα στατιστικό αντικείμενο, ένα άχρωμο και άοσμο αριθμητικό συνάθροισμα μονάδων, αλλά μια κοινωνία που είναι κοινό ήθος, βίωμα και τρόπος ζωής. Τα ίδια λέει κι ο Περικλής του Θουκυδίδη, στην ομιλία που επικυρώνει την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά ακόμα κι αυτή η απάντηση του Θεμιστοκλή στον Αδείμαντο μας κάνει. Αυτό το τελευταίο - δηλαδή η Αθήνα που συγκροτούν οι Αθηναίοι, που 'ναι και το ουσιαστικότερο - θα σωζόταν, ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν οι τελευταίοι αναγκάζονταν να το σκάσουν με τα πόδια, πάνω σε δελφίνια ή κρυμμένοι μέσα σε γκαμήλες. Η πραγματική Αθήνα θα τους ακολουθούσε αναπόφευκτα κι ως δεύτερη φύση, οπουδήποτε κι αν αποφάσιζαν να καταφύγουν, στα βουνά και στα λαγκάδια ή στην Κάτω Ιταλία, όπου θα συνέχιζαν και θα διατηρούσαν σταθερά την ιδιότητα και το ήθος του ελεύθερου πολίτη. Ο Θεμιστοκλής είχε «απλά» την ευστροφία να ερμηνεύσει το χρησμό με την στρατηγική ευφυία ενός ηγέτη, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος (έτσι αόριστα κι αφηρημένα) πως ακόμα κι ελλείψει στόλου, ακόμα και τότε, η επιτακτικότητα της ανάγκης θα τον οδηγούσε να εφεύρει μια εναλλακτική μα ισοδύναμη ερμηνεία και διέξοδο. Δε θα παρασυρθώ απ' τον ιστορικό πειρασμό να εικάσω πως οι Πέρσες ήταν καταδικασμένοι ούτως ή άλλως ν' αποτύχουν, οφείλουμε ωστόσο να παραδεχτούμε πως οι ετούτοι οι σατανάδες δεν πολεμούσαν ούτε για τις εστίες, ούτε για την επιβίωσή τους, παρά για το βιασμό, το πλιάτσικο και το γόητρο. Κι όταν λέμε εστίες, τουλάχιστον για την αρχαία Αθήνα, ελπίζω να έγινε κατανοητό πως δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση τα φτωχικά πλινθόκτιστα οικίσματα που πλαισίωναν την ακρόπολη ή τη μαρίνα Ζέας.

Ο μονοδιάστατος Στεφανάδης, ο αστός καρδιολόγος, απέχει από εκείνη την αντίληψη, όσο απέχει η βούρτσα απ' την καράφλα μου. Καθόσον και γιατί ο σύγχρονος εφοπλιστής δεν έχει την παραμικρότερη σχέση ούτε με την ελληνική κοινωνία, ούτε με τον ελληνικό πολιτισμό. Κι επειδή δεν ξέρω αν έχει σήμερα νόημα να μιλούμε για «ελληνικό πολιτισμό», ας μιλήσουμε καλύτερα για τη ρημάδα κοινωνία και να δούμε ποια είναι η σχέση του εφοπλιστή με την προηγούμενη. Για παράδειγμα, ανησυχεί ο έλληνας εφοπλιστής πώς θα τα βγάλει πέρα μέχρι το τέλος του μήνα ή κάνει διακανονισμό για να ξεπληρώσει ένα στρώμα ή ένα πάπλωμα; Κατέβηκε ποτέ ο έλληνας εφοπλιστής σε καμία διαδήλωση, στο πλευρό κανενός λαού (οποιουδήποτε λαού), αγχωμένος για το μέλλον της χώρας ή των συγχωριανών του; ή έστω για να μυρίσει τι γεύση έχουνε τα χημικά που εισπνέουν οι ελεύθεροι άνθρωποι; Νοσηλεύεται ο έλληνας εφοπλιστής στα ίδια δημόσια νοσοκομεία που νοσηλεύομαι κι εγώ, περιμένει στις ίδιες ουρές του ΟΑΕΔ μ' εμένα, περιμένει απ' τον ΟΠΑΠ μήπως δει μιαν άσπρη μέρα; Κι όταν λέω «εγώ» κι «εμένα», φυσικά, δεν εννοώ εμένα προσωπικά, καθώς δεν έχω την παραμικρή κωλοκαούρα να συγκρίνω εαυτόν με τον κάθε νονό ή μικρο-μαφιόζο της πιάτσας. Εννοώ «εμένα» ως εκπρόσωπο μιας κβαντικά φτωχοποιημένης κατάστασης βίου, που μήτε πεθαίνεις της πείνας, μήτε σου τρέχει κι η αξιοπρέπεια απ' τα μπατζάκια. Δεν πειράζει, ανακαλύψαμε ξανά τι σήμαινε κάποτε το ρήμα μπαλώνω. Ο έλληνας εφοπλιστής, λοιπόν, είναι Έλληνας μόνο κατ' όνομα, δηλαδή για τις δεξιώσεις και τα νταραβέρια του με το κράτος. Στην ουσία είναι ένα εξάμβλωμα της κοινωνίας κι ετούτο είναι πολύ εύκολο να καταδειχτεί, στο βαθμό που κι αυτός - όπως φυσικά και πολλοί άλλοι - κοιτάζει κυρίως την πάρτη του και την κονόμα του. Βέβαια, δε χρειάζεται να είμαστε πολύ σκληροί μαζί του : ο άνθρωπος δεν κάνει κάτι διαφορετικό από εμάς τους υπόλοιπους. Απλά το κάνει πολύ καλύτερα. Βλέπετε, είναι ανώφελο να καταδικάσουμε τον εφοπλιστή δίχως να καταλήξουμε τελικά στην κριτική αποκαθήλωση ολάκερης της κοινωνίας. Αυτό το τελευταίο, δηλαδή η κοινωνία, στην πραγματικότητα και στην κλίμακα που τη θεωρούμε όταν κουβεντιάζουμε, απλά δεν υφίσταται! Παραπαίουμε οι άνθρωποι, ξένοι και ασυνάρτητοι μεταξύ μας, γλιστρούμε σαν τα χέλια ένας δίπλα στον άλλο. Οι άνθρωποι είναι οι παντελώς «άλλοι» κι όχι απλά έτερα «εγώ», πρόσωπα. Υπάρχουν όμως πολλές-πολλές μικρότερες κοινωνίες μέσα στη μεγα-κοινωνία μας, οι οποίες είναι αληθινές και λειτουργικές και υγιείς και δεν έχουν καμία σχέση με τον άκρατο ατομικισμό της φιλελεύθερης κουλτούρας. Δεινοπαθούν, βέβαια, αλλά υπάρχουν.

Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, ο σύγχρονος εφοπλιστής αποδεικνύει περίτρανα πως δεν είναι ζωντανό και αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον με την παραμικρή ευκαιρία είναι διατεθειμένος ν' άλλαξει σημαία, με την ίδια ευκολία δηλαδή που θ' άλλαζε οδοντόκρεμα ή ένα χεσμένο σώβρακο. Πρωτίστως αποκόπτουν οι ίδιοι εαυτούς απ' τον ελληνισμό όταν ο ελληνισμος γι' αυτούς είναι απλά χρηστικός και όχι μια εσωτερική διάσταση ύπαρξης, μια ουσία δηλαδή αδιαπραγμάτευτη. Γιατί τότε, προφανώς, θα υπέφεραν πού και πού κάτω απ' το βάρος της αληθινής τους ταυτότητας, αρνούμενοι να υποκύψουν στην όποια χρηστική αποκήρυξη τους «επέβαλε» η κατά καιρούς νομοθεσία. Ας πλήρωναν κάποιο τίμημα, βρε αδερφέ, για τα πιστεύω τους. Η αληθινή σημαία του εφοπλιστή είναι φυσικά το κέρδος του και τούτο τον καθιστά γνήσιο τέκνο της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας της μάσας, μα σε καμία περίπτωση μέτοχο κάποιας «ελληνικότητας». Κι οι περιβόητες χιλιάδες θέσεις εργασίας σε έλληνες θα μπορούσαν πολύ εύκολα κι εν μία νυκτί ν' αντικατασταθούν από ισάριθμους Φιλιπινέζους, ινδιάνους Απάτσι ή οκτάχρονα κινεζάκια, αν ετούτο συνέφερε τον εφοπλιστή και το επέτρεπε ο νόμος. Όπως ακριβώς εξαφανίστηκαν κι απ' τα χωράφια οι έλληνες εργάτες, επειδή τελικά συνέφερε τον έλληνα μεγαλοκτηματία κι επειδή τον άμοιρο και βρωμύλο μετανάστη μπορείς ευκολότερα να τον εξαφανίσεις απ' το πρόσωπο της Ιστορίας με μια απλή καραμπίνα, απ' ό,τι το ντόπιο βρωμύλο που πιθανότατα τον περιμένει κάπου κι ένα παιδί ή μία μάνα, δυο πόλεις απόσταση.

Δίχως να 'χω ιδιαίτερη σκασίλα γι' αυτό που αποκαλούμε πατριωτισμό, μπορώ ωστόσο πολύ καλά να καταλάβω πως δεν είναι ορθό να χαρακτηρίζεται ως «έλληνας» κάποιος, ο οποίος για να φερθεί ως τέτοιος χρειάζεται να του δώσει το κράτος κίνητρα, αντί να τ' αναζητήσει μόνος του. Ένας τέτοιος μπαγαμπόντης προσιδιάζει περισσότερο σε μισθοφόρο, σε πατριδοκάπηλο ή απλά σ' ένα κοινό μαλάκα. Ο μαλάκας, φυσικά δεν έχει μήτε πατρίδα, μήτε άλλο δεσμό, πέρα δηλαδή απ' το πουλί του και το όφελος. Γι' αυτό κι έχει γεμίσει ο κόσμος μαλάκες, αλλιώς θα έμεναν στην πατρίδα τους, στην οποία κανένας δε θα γύρευε να εισβάλλει για να τους εκτοπίσει. Θέλω να καταλήξω, λοιπόν, πως εφόσον οι εφοπλιστές είναι πρωτίστως επιχειρηματίες και χρειάζονται κίνητρα ώστε να στηρίξουν τον ελληνισμό, τούτο σημαίνει πως ο ελληνισμός δεν είναι μέρος της φύσης και της ύπαρξής τους. Άρα είναι σωστό να τους αντιμετωπίζουμε ως τέτοιους και μόνο, δηλαδή ως επιχειρηματίες, κι όλα τα υπόλοιπα τα συναισθηματικά και τα εθνικο-ρομαντικά, ας τ' αφήσουμε στην άκρη, γιατί είναι κίνδυνος να βγάλουμε κανά μάτι άμα κουνάμε πολύ τη σημαία, πέρα-δώθε.

Τώρα αν υπάρχει καμία φωτεινή εξαίρεση δε μου αναιρεί δα και το επιχείρημα, καθώς εδώ δε μιλώ για κανόνες μα για κανονικότητες. Έτσι συμπερασματικά και αντιθέτως με τον αρθρογράφο, θεωρώ πως οι έλληνες εφοπλιστές είναι στ' αλήθεια φοροφυγάδες, απάτριδες κι απατεώνες. Φυσικά δεν είναι οι μόνοι, μα τώρα γι' αυτούς μιλάμε. Φοροφυγάδες, λοιπόν, όπως οι περισσότεροι που κερδίζουν αθρόα, καθότι όσο περισσότερα κερδίζεις, τόσο δυσκολότερα μπορείς να τ' αποχωριστείς και τούτη την απλή ψυχολογική νόρμα τη γνώριζε κι ο ίδιος ο Χριστός (οι καρδιολόγοι βέβαια κόβουν αποδείξεις για όλα και γι' αυτό μπερδεύεται, έτσι άκομψα, ο αφελής αρθρογράφος). Απάτριδες όπως οι περισσότεροι που κυνηγούν το χρήμα και δη το διεθνές κι επομένως υψώνουν σημαία προς εκείνο που λατρεύουν, υποστέλλοντας οτιδήποτε άλλο αποπροσανατολίζει το μπούσουλα του κέρδους. Απατεώνες όπως οι περισσότεροι που βγάζουν χοντρό χρήμα, γιατί διαφορετικά δε θα βγάζανε. Ίσως κάποιοι από εμάς να γνωρίζουμε κάλλιστα και τις ακριβείς εκείνες μεθόδους, με τις οποίες τα βαπόρια περνούνε κάθε χρόνο τις επιθεωρήσεις ανά την υφήλιο, αν δεν καταλήξουν νωρίτερα να γίνουν πρωτοσέλιδο με μαύρα γράμματα. Είναι λάθος, κάθε φορά που ακούμε τη λέξη εφοπλιστής το μυαλό μας να πηγαίνει κατευθείαν στον Ωνάση και στη σκάλα του Μιλάνου, αντί στον παχύδερμο Μαρινάκη και στη σκάλα του Περαία, ο οποίος είναι και πιστότερος ως εικόνα και ομοίωση του ιδεατού. Οποιοσδήποτε έχει έστω και μια αμυδρή περιγραφή εκ των έσω μένει απλά ενεός μπροστά στους ποταμούς χρηματικής ασυδοσίας (νόμιμης ή όχι) οι οποίοι πλημμυρίζουν τον κλάδο, ακόμα και για ένα μέσο εκπρόσωπο του είδους. Θα μείνει σοκαρισμένος από τα ποσά που τρώγονται μηνιαίως στις πουτάνες ή άλλες «ακολασίες», χρήματα που για χάρη ενός μονοφαγά και για ένα μόνο μήνα θα σώζονταν από τα χρέη, ας πούμε προς τη ΔΕΗ, ίσαμε και χίλιοι συνταξιούχοι. Τι σχέση έχουν με το σώμα, λοιπόν, της ελληνικής κοινωνίας και τα καθημερινά προβλήματα επιβίωσης κι αυτοπροσδιορισμού, ετούτα το κατακάθια (ή αφρόκρεμα) του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού ατομικισμού και της αλαζονείας; Τι σχέση έχουν μ' εμένα (και τον κάθε εμένα) και τον αγώνα που δίνω καθημερινά, ώστε να παραμείνω άνθρωπος αντίς για κτήνος, να φτιάχνω δεσμούς με τον κόσμο γύρω μου αντί να την κάνω μ' ελαφριά πηδηματάκια; Τι σχέση ήθους έχουν μαζί μου εκείνοι που σπιτώνουν γκόμενες πολυτελείας στην άλλη άκρη της γης, αντί να σπιτώσουν δέκα άστεγους ή μια γιαγιά με τη νοσοκόμα της;

Αυτός ο εξωραϊσμός του εφοπλιστή δεν είναι παρά ένας συμβολισμός που εξυπηρετεί το όνειρο το σύγχρονου αστού : πολίτης του κόσμου, επιχειρηματικός κι επιτυχής. Τα πώς δεν τον ενδιαφέρουν, αρκεί να μην καταρρεύσει το όραμα ενός κόσμου, που λειτουγργεί μόνο δια της οικονομίας. Ο καρδιολόγος Στεφανάδης θα μπορούσε να έχει τη βιλάρα του καταμεσίς μιας βραζιλιάνικης φαβέλας, οχυρωμένης πίσω από ψηλές μάντρες, με κάμερες, σεκιουριτάδες και τάφρους με πιράνχας, αλλά κάθε πρωί να ξεπορτίζει απ' το γκαράζ του έχοντας απόλυτη πίστη στους νόμους της αγοράς και στο αόρατο χέρι του Σμιθ. Τέτοιες τραγελαφικές ψυχοσυνθέσεις, θεότυφλες προς το φόνο ακόμα κι όταν τους πασαλείφεις τη μούρη αίμα, είναι άνθρωποι νοσηρά κι ασύμμετρα μεγαλωμένοι, είναι από εκείνους που καμώνονται πως «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας». Δεν είναι προδότες από κακία, είναι προδότες από δειλία. Όχι από δειλία να πολεμήσουν - όχι, όχι! κι εδώ είναι το άρρωστο, διαφορετικά θα μιλούσαμε για πράματα φυσιολογικά κι ανθρώπινα - αλλά από δειλία να εγκαταλείψουν τη βολή ενός κόσμου επίπλαστου. Αρνούνται να αναθεωρήσουν την αίσθηση της πραγματικότητας, καθώς θα 'πρεπε με τον τρόπον αυτό ν' αναθεωρήσουν την ίδια τους την ύπαρξη και την πορεία της : τις κατουρημένες ποδιές που φίλησαν, τους εξευτελισμούς που υπέστησαν, τους συναδέλφους που εκβίασαν και τέλος πάντων όλη την προσωπική τους οδύσσεια, προκειμένου να πραγματοποιήσουν το κοινωνικό όνειρο του έλληνα γιατρού ή δικηγόρου. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος αρνηθεί τη σημασία και την αποτελεσματικότητα της ελεύθερης αγορά και των πτωμάτων, αρνείται κατά βάθος την ίδια τη βαθύτερη πίστη του, αρνείται τον εαυτό που ξεπούλησε ή φόνευσε για να βολέψει τον υπόλοιπο εαυτό. Αν τ' αρνηθεί όλα ετούτα είναι σα να δίνει τη χαριστική βολή σ' αυτό που σώθηκε.

Ακόμα κι αν η οικονομία πράγματι ανάρρωνε, από μια δεδομένη αλλαγή στάσης των εφοπλιστών, το ζήτημα δεν είναι ποια οικονομία διασώζουμε, αλλά ποια κοινωνία διασώζουμε. Αν είναι να διασώσουμε την ίδια κοινωνία η οποία γέννησε τα τέρατα που την κανιβάλισαν, να μας λείπει κι ευχαριστούμε. Αν είναι πάλι ν' αλλάξει η κοινωνία τόσο, ώστε να γίνει αντάξια κάποτε του ονόματός της, τότε - πιστέψτε με - η στάση των εφοπλιστών θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα μας απασχολεί και μη σώσουν να υψώσουνε σημαία, στον αιώνα των άπαντα. Γιατί τότε θα 'μασταν ευτυχισμένοι και μάλιστα δίχως πολλά-πολλά! Μπορεί, βέβαια, σ' εκείνη την απέριττη νέα ισορροπία, ο κύριος Στεφανάδης (αλλά κι ο κάθε ονειροπαρμένος) να μην είχε την οικονομική δυνατότητα για ταξιδάκια στο Μισισιπί και τουριστικούς ρομαντισμούς του κώλου. Ή μπορεί πάλι, ν' ακουγε απ' την πλώρη μια φωνή να γκαρίζει στον ίδιο, αντί στο Γιώργο, «Χριστόδουλε φέρε τη μάνικα» γιατί θα 'ταν ο Στεφανάδης ο λοστρόμος, μέσα στη βρώμα και τα λάδια, αντίς ο καρδιολόγος με την καθαρή, σιδερωμένη ρόμπα, απέναντι στα ταπεινά ανθρωπάκια που χτυπούνε δειλά την πόρτα του και, μέσα στην ανάγκη τους, τόνε κοιτάζουν για θεό. Ίσως τότε να 'χε και περισσότερες ελπίδες, κάθε που θα βρισκότανε σε ξένο τόπο να πάρει κάτι απ' τον τόπον εκείνο, μήπως και διασταλεί κάπως ο νους του, παρά ν' αναζητεί παντού τις ίδιες και τις ίδιες προβολές του εαυτού του (γαλανόλευκες κι αγιο-Νικολήδες), μικραίνοντας τον κόσμο, μπας και χωρέσει στη στενάχωρη ψυχή του.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος των Lloyd's (δεξιά) απολαμβάνει μια ακόμα ναυμαχία (αριστερά), όπου οι
Περσικές τριήρεις είναι στην πραγματικότητα «ελληνικών συμφερόντων» ∙ έχουν ωστόσο αλλάξει
σημαία, κάτω απ' το βάρος της δυσβάσταχτης (τότε) αθηναϊκής φορολόγησης των πλοιοκτητών.