Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς... [Μέρος Α]

Ζήτημα έγινε τις προάλλες για μια ατάκα που πέταξε ο γνωστός εικαστικός Κώστας Τσόκλης, η οποία θεωρήθηκε ένα είδος ηθικής υπεράσπισης του βιασμού. Η ατάκα εκτοξεύτηκε σε μια εκπομπή της ΝΕΤ αφιερωμένη στη αφεντομουτσουνάρα του. Παρουσιάζω ένα-δύο συνδέσμους πάνω στο θέμα και προχωρώ πάραυτα, με τη γνωστή σοφία που με διακρίνει, στην επίλυση κάθε παραξήγησης, να ‘ούμε...

Αποσπάσματα από έρωτες...

http://www.youtube.com/watch?v=DstM7zIIzhg

Το ίδιο ακριβώς, δια τη βέλτιστη δυνατή εμπέδωση...

  http://www.youtube.com/watch?v=sXa9f8VTinE&feature=related

Με την ξεχωριστή, πάντα χαριτωμένη ματιά του STAR...

http://www.youtube.com/watch?v=lpahzlhhXII

Όμως την πολυτιμότερη βοήθεια, για να σχηματίσω ιδία άποψη, μου την παρείχε μια κυριακάτικη συνέντευξή του στο ΒΗΜΑgazino, με τίτλο «Το όνομά μου δεν είναι τυχαίο. Τσοκ θα πει “πολύ”, μπορεί να σημαίνει και υπερφίαλος»! Τώρα από τι«πολύ» διακατέχεται ο καλλιτέχνης, θα φανεί ξεκάθαρα από τα παρακάτω. Άμα δε βαριέστε ρίξτε μια ματιά και στο άρθρο (άμα το βρείτε, να μου τρυπήσε τη μύτηρ).

Τσοκ έχουν και τ’ αυτοκίνητα. Και;

Τι σημαίνει «τσοκ» δε μας ενδιαφέρει. Ένα θα σας πω, να τελειώνουμε, ώστε άμα βαριεστε να μη διαβάσετε παρακάτω. Ο εικαστικός κ. Τσόκλης δεν είναι ούτε πολύ μαλάκας, ούτε πολύ ανώμαλος, ούτε πολύ βιαστής, ούτε πολύ πνευματικός, ούτε πολύ έξυπνος. Όλοι, μα όλοι οι κατήγοροί του ξαστόχησαν οικτρά! Ο εικαστικός κ. Τσόκλης δεν είναι ούτε το τέρας, που θα ήθελαν σαν αποδιοπομπαίο τράγο της γενικότερης ανωμαλίας τους, όλα ανεξαιρέτως τα κανάλια. Ο εικαστικός κ. Τσόκλης είναι απλά, ξεκάθαρα και ξάστερα ένας τραγικά μεγάλος... ΑΦΕΛΗΣ! Ναι, ναι, καλά διαβάσατε και δεν το ξαναλέω! Στο γραπτό λόγο, άμα δεν καταλαβαίνεις κάτι δε βάζεις το συγγραφέα να το ξαναγράψει. Κουνάς λίγο τα ματάκια σου αντιστρόφως και το... ξαναδιαβάζεις! Για τίποτα περισσότερο, λοιπόν, δε δικαιούμαστε να τον κατηγορήσουμε, παρά για αφέλεια και μόνον. Όμως και για τίποτα λιγότερο. Τώρα αν διακατέχεται από την αφέλεια του ανόητου ή από εκείνη του μικρού παιδιού, ένας θεός ξέρει. Προσωπικά, νομίζω κάτι ανάμεσα κι εξηγούμαι αμέσως...

ΜΕΡΟΣ Α – Ανόητος, όπως λέμε ακατ-ανόητος.

Ο Τσόκλης ούτε το βιασμό υπερασπίζεται, ούτε τίποτα τέτοιο. Συνδύαζοντας τη γλαφυρή αφήγηση του τηλεοπτικού αποσπάσματος με στοιχεία του άρθρου (κάτι ζογκλερικά που έκανε κάποτε με τα καρπούζια στην αγορά, κάτι για τα όμορφα δάση μας που όμορφα καίγονται) κατάφερα να βγάλω άκρη! Δηλαδή, έτσι θέλω να πιστεύω. Να τι ήθελε να πει ο ποιητής... ε, συγνώμη... ο εικαστικός! (Προσοχή, ακολουθούν σοβαροφανείς ασυναρτησίες...)

Αυτό που προσπαθεί ο Τσόκλης είναι ν’ αντιληφθεί τον κόσμο γύρω του, απογυμνωμένο απ’ το στενό / αστικό / προκατειλημμένο / ηθικοπλαστικό βλέμμα του κοινού / μέσου / φοβισμένου ανθρώπου. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται να ξεφλουδίσει κανείς από μια εικόνα ή ένα γεγονός το συναισθηματικά φορτισμένο περίβλημα, έτσι ώστε να παραμείνει το αντικείμενο της νόησης καθαρό, τελικά σύμβολο μονάχα του ίδιου του εαυτού του. Όταν οι εικόνες, οι δράσεις χάσουν αντίστοιχα τις συνήθεις ανθρώπινες μεταφράσεις τους, το μόνο που απομένει είναι το καθαρά αισθητικό φαινόμενο που αποτελούν καθαυτά, ως αισθήματα (δηλ. συλλήψεις των αισθήσεων). Χωρίς συμπεράσματα και συνειρμούς, απομένουν γυμνές εκδηλώσεις, συνεπείς μόνο με τους εαυτούς τους, αυτο-ολοκληρωμένες και αυτο-ικανοποιημένες. Στο μετέωρο αυτό σημείο, όπου το παρατηρούμενο δεν απειλείται ούτε απ’ το νείκος, ούτε απ’ τη φιλότητα, καταλήγουμε να παρατηρούμε - όσο αυτό είναι δυνατόν - το αντικείμενο στην υπαρξιακή του ουδετερότητα. Έτσι μια επίθεση, ένας βιασμός, μια πυρκαγιά, ένα φόνος, κτλ. μπορούν να έχουν (και όντως έχουν) αισθητική δύναμη, που ο συναισθηματικά συνδεδεμένος νους – απολύτως κατανοητό - αδυνατεί να προσεγγίσει. Φυσικά, για να επιτευχθεί αυτό, ένα απ’ τα προαπαιτούμενα είναι μια κάποια επαρκής, συναισθηματική αποστασιοποίηση. Υπ’ αυτή την έννοια, καταλήγει εξίσου αφελής με το στόχο της η κριτική του τύπου «αν ήταν η δική σου κόρη κτλ». Αν ήταν όντως η δική του κόρη αντικείμενο βιασμού, πιθανότατα (αλλά όχι απαραίτητα) ο κ. Τσόκλης να μην διακρινόταν απ’ την ψυχική ισορροπία που θα απαιτούσε μια παρόμοια φιλοδοξία. Αλλά αυτό, ως πραγματικότητα, δε θα μείωνε διόλου την εγκυρότητα των προηγούμενων απόψεων.

Ο Μέγας Ελαιοχρωματιστής...

Το πρόβλημα είναι ότι ο αγαπητός Τσόκλης καλύτερα να ζωγραφίζει, παρά να μιλάει! Ο λόγος του, τόσο επιτηδευμένος αρχικά, καταλήγει τόσο πρόστυχος και ασυνάρτητος στη συνέχεια, που τελικά οι λέξεις του ξαστοχούν παντελώς από εκείνο που αγωνίζεται να διατυπώσει, αλλά πέφτουν διάνα σ’ αυτό που πραγματικά σκέφτεται και νιώθει. Έτσι όμως, δίνει περισσότερο την εικόνα ενός μίζερου και γλοιώδη γερο-ξεκούτη, ενός ερωτικά (απο)στερημένου σάτυρου (κοινώς «πορνόγερου»), παρά την εντύπωση ενός προκλητικού και ρηξικέλευθου καλλιτέχνη. Κατηλειμμένος από πρόστυχες, νοερές, σπερματολαγνικές περιπλανήσεις, καμουφλαρισμένες ανεπιτυχώς κάτω από την ευγενή φαινάκη μιας παθιασμένης αναζήτησης κάποιου ιερού δισκοπότηρου της τέχνης, θέλει να μας πείσει ότι ξεσκίζει τις ανθρώπινες σάρκες εκ των έσω, όταν στην πραγματικότητα δείχνει να τις γλύφει με τη μανία του (πλέον) ανεκπλήρωτου, εκ των έξω. (Τί έγραψα πάλι, ο κερατάς!) Κοινώς, κλάφτα Χαράλαμπε... ε, συγνώμη... Τσόκλη! Καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς, καλέ μας άνθρωπε!

Είναι ανόητος ναι, γιατί νομίζει ότι μιλώντας μ’ αυτή την ψευδο-καλλιτεχνική διαφάνεια της ψυχής και των προθέσεων, απευθύνεται σε ανθρώπους έτοιμους ή «καλλιεργημένους», ώστε να κατανοήσουν τις «μεγαλειώδεις του συλλήψεις». Ανόητος γιατί νομίζει ότι υπερβαίνει τίποτε, μέχρι χθες επτασφράγιστες θύρες της καλλιτεχνικής διάνοιας, ενώ το μόνο που κάνει είναι ν’ αραδιάζει μπαρούφες χιλιο-ειπωμένες εδώ και χρόνια και μάλιστα χωρίς ίχνος εκφραστικής δεινότητας, πιστεύοντας ότι λέει τίποτα μεγαλειώδες. Ανόητος γιατί θεωρεί ότι μονάχη της, η υποτιθέμενη ευθύτητα και ειλικρίνειά του, αρκεί για να τον απενοχοποιήσει ή να καταστήσει τον απροετοίμαστο ακροατή συγκοινωνό του στην έκσταση. Ανόητος γιατί δεν καταλαβαίνει ότι μια μπαρούφα με σπέρματα σοφίας, χυμένη ωστόσο έξω απ’ το εννοιολογικό αιδοίο για το οποίο προορίζεται, δεν είναι ολοκληρωμένη ερωτική πράξη, αλλά αυνανισμός (κοινώς «μαλακία»). Κι ας λέει στο ΒΗΜΑgazino ότι δεν είναι ο «μέγας αυνανιστής». Του ανταπαντώ πως δε μπορεί παρά να είναι «αυνανιστής», καθ’ ότι καταδικασμένος απ’ την ίδια την καλλιτεχνική του φύση, όπως και κάθε καλλιτέχνης: αν είναι «μέγιστος» γιατί κανείς άλλος στην εποχή του δε θα μπορεί να τον ακολουθήσει στον πνευματικό του οργασμό, αν είναι απλά «μέγας» ή «μείζων» γιατί η μόνη του έγνοια θα είναι να γίνει «μέγιστος».

Φωτιά στα μπατζάκια μας και άλλα φλέγοντα...

Έλα τώρα που δε θες, βρωμερό πορνίδιο!!
Η αλήθεια είναι ότι ο βιασμός σαν εικόνα, έχει μια εξαιρετικά προκλητική «δύναμη», στα όρια του αρχετυπικού (όπως φυσικά και κάθε πράξη βίας). Αν αυτή η δύναμη κρίνεται «όμορφη», «απεχθής», «αισθητικά μεστή ή πλήρης» ή κάτι άλλο, αυτό είναι δικαίωμα του καθενός να το αποφασίσει. Εννοείται ότι, αναπόφευκτα, μας προκαλείται αποστροφή σα φανταζόμαστε τις μανάδες μας, τις αδερφές ή τις κόρες μας στη μέγγενη ενός βίαιου εναγκαλισμού. Ωστόσο, είμαστε σε θέση να δαμάσουμε το φόβο ή τη σιχαμάρα μας και να κοιτάξουμε κατάματα αυτό ακριβώς που αποστρεφόμαστε; Να καταλαγιάσουμε την ψυχή μας και να προχωρήσουμε ένα βήμα παραδίπλα; Προσοχή, όχι βαθύτερα μα παραδίπλα. Γιατί καμία «αλήθεια» από τις δύο δεν είναι ισχυρότερη ή αληθέστερη από την άλλη. Αποτελούν απλά διαφορετικές όψεις της ίδιας πραγματικότητας, καθεμία με τις δικές της προϋποθέσεις.

Η ερωτική ορμή που κατακτά και αλώνει, που ξεσκίζει και αποκτηνώνει όμοια θύτη και θύμα (δεν εννοώ ηθικά, για όσους επιμένουν να μην καταλαβαίνουν), η ισχύς αυτή που εξουσιάζει μέσα απ’ την καταστροφή του αντικειμένου του, είναι για τον καλλιτέχνη (ή το φιλόσοφο) κάτι περισσότερο από μια πράξη βιασμού: είναι ένα κυρίαρχο σύμβολο της ύπαρξης, είναι η πληρότητα της άνευ όρων κατάκτησης και (αντιστρόφως) η οσμή της ήττας και του θανάτου που ποτίζει το ζωϊκό βασίλειο απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα διαισθάνονταν τίμια και χωρίς ενοχές όλα ετούτα, γι' αυτό και η μυθολογία μας βρίθει, χωρίς ιδιαίτερα προσχήματα, από τέτοιες εικόνες. Έτσι, μια αντίδραση του τύπου «μα τι μαλακίες λέει τώρα ο άνθρωπος (ενν. ο Τσόκλης, όχι εγώ!), δεν έχει τίποτα καλύτερο ν’ ασχοληθεί;» είναι πιο τίμια, από μια επίκριση του τύπου STAR Channel «οι απόψεις του θυμίζουν κυρίως τα ζώα, έστω κι αν ορισμένα ζωγραφίζουν».

Ο μέσος αστός έχει καταστήσει αληθινή τέχνη την ικανότητα του να λησμονεί σε κάθε στροφή της ζωής του, τις πραγματικές δυνάμεις που λυσσομανούν στα σωθικά του. Ο «πολιτισμός» του δεν είναι παρά η ζωϊκή μανία μεταφρασμένη σε κώδικες και συνήθειες που δίνουν την αυταπάτη του ευγενούς, αποτρέποντας μας απ’ το ν’ αντιληφθούμε τους βιασμούς που συντελούνται καθημερινά, με δική μας υπαιτιότητα κι ευθύνη. Βιάζουμε τα παιδιά μας, βιάζουμε τους γονείς μας, βιάζουμε τους συνανθρώπους μας, όχι με οξυμένους όνυχες ή προτεταμένους, παλλόμενους φαλλούς, αλλά με την εξουσία μας, με το χρήμα μας, με τη μιζέρια και τη μικρότητά μας. Ο κυριολεκτικός βιαστής, αυτός που θα ρημάξει σε κάποιο κελί για μερικά χρόνια, έχει περισσότερες πιθανότητες να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της πράξης του, απ’ ότι ο μεταφορικός βιαστής που μπορεί να γαμάει τη ψυχή του παιδιού του, αμετανόητα, μέχρι που να πεθάνει ο παλιο-μαλάκας. Ζωή σε λόγου μας και συνεχίζω...

(Α, για να μη μιλήσω και για τη γυναικεία υποκρισία: ο βιασμός μιας γυναίκας είναι το απόλυτο πένθος, είναι το ταμπού που δε θα πρέπει να θίγουμε ή αν το θίξουμε ποτέ, τότε θα πρέπει να το κάνουμε μονάχα εφοδιασμένοι με απόλυτη λεπτότητα, άπειρη διακριτικότητα και ίσως κάποιο αναγνωρισμένο πτυχίο ψυχο-θεραπευτή, θα βοηθούσε. Από την άλλη, ο βιασμός ενός άντρα πχ. σε μια φυλακή, το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι από διακριτικά μειδιάματα, μέχρι ξεκαρδιστικά ανέκδοτα με βάση το σαπούνι. Σα να μην αποτελούν και τα δύο βιασμό του σώματος και της ψυχής, γεγονότα εξίσου αποτροπιαστικά ή ντροπιαστικά. Πιθανότατα, αυτή τη στιγμή, οι γυναίκες αναγνώστριες να λυσσομανούν υστερικά, γυρεύοντας πρόστυχες αναντιστοιχίες που καταρρίπτουν την ισχύ της αναλογίας, πχ. τι δουλειά είχε ο παλιο-μαλάκας να μπει φυλακή, ας πρόσεχε! καλά να πάθει, πήγαινε γυρεύοντας η παλιο-πουστάρα (κατά το «παλιο-πουτανάκι»)! άλλο ο αντρικός κώλος, άλλο ο γυναικείος, δεν πονάνε το ίδιο! οι άντρες είναι γουρούνια και αναίσθητοι, θα το ξεπεράσει ευκολότερα! κτλ.)

Με την ίδια λογική, το δέος της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στην καταστροφική μανία μιας «πύρινης λαίλαπας» είναι μόλις ένα βήμα πριν το αισθητικό συμπέρασμα. Αν μπορούσε κανείς ν’ αφήσει για λίγο στην άκρη (είτε παράλληλα, αν είναι ικανός) τη θλίψη, την απελπισία ή τον τρόμο του, ίσως τότε διέκρινε την πηγή μιας θαυμάσιας εικόνας, μια δυναμική χρωμάτων-ήχων- οσμών-κίνησης δίχως προηγούμενο, ένα μοναδικό αισθητικό γεγονός, απαράμμιλο για τη μικρή σφαίρα της αντίληψής μας. Όμοια θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς ομορφιά, στο ανοιγμένο ανθρώπινο σώμα μιας εγχείρησης ή μιας νεκροψίας, παρ’ όλα τα ρίγη που μπορεί να προκαλεί η ιδέα. Ένα πεδίο μάχης με τα υπολείμματά του, ένα μεταστατικό καρκίνωμα, ένας φόνος εν ψυχρώ, ένα πτώμα απανθρακωμένο, ένα πτώμα σε προχωρημένη αποσύνθεση ή σκουλήκια να ξεχειλίζουν απ’ το ανοιγμένο στομάχι μιας νεκρής γάτας, υγραμένα και κολλώδη γεννητικά όργανα, καθώς και η απροκάλυπτη ερωτική πράξη (κοινώς πορνό), μια πυώδης φλεγμονή ή ένα πηχτό έμεσμα, ένας απαγχονισμένος μετέωρος στο κενό, με μάτια πρησμένα και πρησμένη στύση, το ανερμήνευτο, σκοτεινό βλέμμα της νεαρής αντιλόπης που ξεσκίζεται απ’ τα σαγόνια μιας λέαινας, ένα νεκρό βρέφος πεταμένο στα σκουπίδια, ο παλλόμενος αιμάτινος πήδακας από μια καίρια πληγμένη καρωτίδα, δυο άντρες ομοφυλλόφιλοι με μπλεγμένες τις γλώσσες, ένα ανήλικο αγόρι ή κορίτσι με λάγνα χείλη και χιλιάδες άλλες εικόνες που απωθούν, εικόνες «σιχαμερές» ή «απαγορευμένες», εικόνες στις οποίες ίσως άνθρωποι με μεγαλύτερη φαντασία προχωρήσουν τολμηρότερα από μένα.

Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος...

Αλλά το πρόβλημα ξεκινάει (;) απ’ το γεγονός ότι υπάρχει σύγχυση του αισθητικώς καλού με το ηθικώς καλό. Θεωρούμε ότι μια εικόνα είναι όμορφη, όταν το σημαινόμενο είναι ηθικώς αποδεκτό, διδακτικό, χρήσιμο κτλ. Έτσι, μια μέτρια απεικόνιση από τα πάθη του «καημένου» μας Χριστούλη θεωρείται απ’ το μέσο νου (όχι υποτιμητικά το «μέσος» εδώ, αλλά «μέσος» αντιληπτικά, σε επίπεδο τριβής με τα νοήματα) αισθητικά αρτιότερο, από ένα καλλιτεχνικά άψογο πίνακα που μπορεί να παρουσιάζει πχ. ένα πέος να εκσπερματώνει πάνω σ’ ένα Σταυρό (για να θυμηθούμε και τα καθ’ ημάς). Αυτό όμως που κυρίως χαρακτηρίζει το πρώτο παράδειγμα δεν είναι τόσο η αισθητική, όσο η ηθική αρτιότητα. Σκοπός του (σύγχρονου) καλλιτέχνη δεν είναι, φυσικά, να μας χαϊδεύει τα ματάκια, συνθέτοντας πάντα χαρούμενα κι ευκολοχώνευτα λιβαδάκια, εκτός κι αν τον έχει κόψει η λόρδα, οπότε βγαίνει στην ΕΤ3 και σου πουλάει και το σετ με τη βιντεοκασέτα (θεός σχωρέσ’ τον). Σκοπός του (ένας από αυτούς, τέλος πάντων) είναι να βουτήξει στο χάος της «ανθρωπινότητάς» μας και να επιχειρήσει με τα εκφραστικά του μέσα να «απεικονίσει» πλευρές της ψυχής, που είτε αγνοούμε, είτε φοβόμαστε ν’ αντικρύσουμε. Κι αυτό γιατί τα εκφραστικά μέσα της (οποιασδήποτε) τέχνης μπορούν να επιτύχουν τους στόχους τους με μια εκπληκτική, βιωματική αμεσότητα, την οποία στερούνται παντελώς τόσο η τυπική (αμπελο)φιλοσοφική σκέψη, όσο και η σοβαροφανής θετική-επιστημονική σκέψη.

(Του Μπι Κοντίνιουντ...) 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου