Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ειρωνία; Πάρε να 'χεις! [Μέρος Βου]

Τελικά βαρέθηκα και δε θα γράψω άλλο! Αυτές τις μέρες έχω καλύτερα πράματα να κάνω. Και πολύ ασχολήθηκα! Σας παραπέμπω, ωστόσο, στο Αντίφωνο και στο εν λόγω άρθρο .

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Ειρωνία; Πάρε να 'χεις! [Μέρος Άλφα]

Όσον αφορά στο ζήτημα της ειρωνίας, ο τελευταίος που 'χει δικαίωμα να βάνει τις πέτρες στην ποδιά, τα τρόχαλα στον κόρφο, είναι η αφεντομουτσουνάρα μου, καθόσον έχω ανάγει την ειρωνία σε σημαία, σχεδόν, του παρόντος ιστολογίου. Η ειρωνία είναι - αν όχι το ισχυρότερο - ένα από τα ισχυρότερα μέσα της σάτιρας, σίγουρα ωστόσο το επιθετικότερο. Δε μιλώ εδώ για σαρκασμό. Ετούτος έχει ξεφύγει, είναι υπερβολή. Ο σαρκασμός είναι εξ' ορισμού μοχθηρός και βίαιος κι η βία νομίζω πως δε χωρά στη σάτιρα. Θα μου πείτε: πώς γίνεται κάτι να γίνεται επιθετικό, χωρίς να είναι βίαιο; Ας συμφωνήσουμε σε τούτο: αν η ειρωνία είναι γραφική αψιμαχία, ο σαρκασμός είναι λύσσα και φονικό. Ακριβώς, λοιπόν, εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού της ειρωνίας - δηλαδή της επιθετικότητας - είναι πολύ εύκολο να ξεφύγει από το κωμικό προκαλώντας άστοχη βλάβη. Γιατί ο πραγματικός σκοπός της σατιρικής ειρωνίας δεν είναι να βλάψει πραγματικά, να προσβάλλει το πρόσωπο καθαυτό, αλλά μια πράξη, μια συμπεριφορά, ένα ήθος. Σκοπός της είναι, δηλαδή, περισσότερο να συνετίσει, παρά ν' απαξιώσει ή να καταστρέψει. Για τούτο το λόγο η διακωμώδηση της σωματικής εμφάνισης δεν ανήκει στην κατηγορία που συζητούμε, αλλά στο χώρο του φτηνού, του ανόητου, του κτηνώδους. Η ειρωνία, ως δημόσια σάτιρα, έχει επίσης στόχο να διδάξει τη ντροπή, τόσο στον υποκείμενο όσο και στους μειδιώντες, οι οποίοι αντιλαμβάνονται έμμεσα πως ουδέποτε θα επιθυμούσαν να βρεθούν στην ίδια θέση. Μ' άλλα λόγια, η ειρωνία αυτού του είδους είναι, κατά κάποιο τρόπο, και διδακτική κι επιπλέον περιοριστική του εγωϊσμού και της αλαζονείας, όχι μόνο όσων προκαλούν την τύχη τους, μ' ακόμη περισσότερο εκείνων που έχουν το θάρρος (ή τη σοφία) ν' αναγνωρίζουν στο θιγόμενο πρόσωπο κάτι από τους εαυτούς τους. Κι ωστόσο, η κατάλληλη ισορροπία, ώστε να επιτευχθούν τα προηγούμενα, απαιτεί ανθρώπους με γερό κι εύστροφό νου, μ' ανώτερη καλλιέργεια κι ευφυΐα, σίγουρα ανθρώπους με βαθιά αυτογνωσία. Δυστυχώς, τούτοι σπανίζουν. Δε μπορεί ο καθένας να δαμάσει και να ζέψει ετούτο το θεριό, καταφέρνοντας να ξεριζώσει τα παρασιτικά ζιζάνια, καλλιεργώντας συνάμα τις σωστές σπορές. Η Μαλβίνα ήταν ένα από τούτα τα καταιγιστικά μυαλά, καθώς δούλευε την ειρωνία σα τρίκοπο μαχαίρι, δηλαδή τέτοιο που να κόβει ως κι η λαβή του. Εγώ ας πούμε δεν είμαι τέτοιος. Εγώ απλά ειρωνεύομαι, προκειμένου να εκτονώσω μια καταπιεσμένη μοχθηρία, σε μικρές αβλαβείς δόσεις. Μ' άλλα λόγια, λοιπόν, όταν η ειρωνία δεν είναι μέρος σάτιρας (ή δηκτικού πειράγματος στην παρέα) είναι μικρόψυχη και κακοπροαίρετη.

Η ειρωνία αυτού του φτηνού είδους είναι οξεία ως προς το συναίσθημα που εκτονώνει κι όχι ως προς τη σύλληψη που συμπυκνώνει. Έτσι, για παράδειγμα, ο ηλικιωμένος εκείνος που με την αλλαγή μια κυβέρνησης αναστενάζει «Τώρα, σωθήκαμε!» άλλο δεν κάνει, με τ' αθώo ετούτο σχήμα λόγου, παρά να συμπυκνώνει τα βάσανα της κλεψάς και της γραφειοκρατίας που 'χει μετρήσει στο πετσί του μια ολόκληρη ζωή - είναι δηλαδή αντήχηση ενός βιώματος. Αντιθέτως, ο καθηγητής (ή ο γονιός) εκείνος, ο οποίος μπροστά στο χαμηλό βαθμό ενός διαγωνίσματος και στη αιτιολογία «ήμουν άρρωστος», απαντά στο μαθητή «Καλά, σε είδαμε και τον καλό καιρό!» - όταν δεν είναι άδολο πείραγμα - εκτονώνει απλά την κακεντρέχειά του, τη συναισθηματική του μιζέρια, την ανωριμότητα ή τη μικρότητά του. Υπάρχει, βεβαίως, κι η ντόμπρα ειρωνία του θυμού, η οποία δεν είναι άλλο παρά μια μεταφρασμένη βρισιά. Άλλο που λένε πως στο θυμό επάνω λέγονται η μεγαλύτερες αλήθειες. Τούτο είναι μια καραμέλα των καφενείων και δεν είναι πάντα θεμελιωμένο στην πραγματικότητα. Ετούτη η μανική ειρωνία δεν είναι κακεντρεχής γιατί δεν έχει προμελέτη κι ούτε υποκρίνεται την ευγένεια, παρά σου δηλώνει ευθύς εξαρχής, κατάμουτρα, πως είναι πελεκημένη για να σε ματώσει. Δε στο παίζει διαφορετική απ' το που είναι. Υπάρχουν, λοιπόν, ειρωνίες κι ειρωνίες. Αλλά ακόμη και τη σωστής ειρωνίας δεν είναι πάντα και παντού ο χρόνος και ο τόπος. Έτσι, το πρόβλημα δεν είναι πως οι περισσότεροι εντρυφούμε στη φτηνή και άγονη - μα τόσο ανθρώπινη - ειρωνία της συναισθηματικής εκτόνωσης, μας πως οι περισσότεροι (ή πολλοί) από εμάς έχουμε, συνήθως, παντελή άγνοια για το κατάλληλο της ώρας, της στιγμής ή του χώρου, όπου είναι δέον να εκτονώσει την πίκρα του, ο κάθε πικραμένος.

Όταν, λοιπόν, πιάνει κανείς την πένα, το στιλό ή το πληκτρολόγιο και δεν έχει το ταλέντο να χειριστεί την ειρωνία κατά πώς πρέπει ή την κριτική ικανότητα για το κατάλληλο του χωρόχρονου, τότε ξεπέφτει στην άλλη μορφή ειρωνίας, που δεν είναι παρά γραφικός ή γελοίος εξυπνακισμός. Πρόζα και πόζα. Σαν επιθυμεί κανείς να φανεί σοβαρός μα και να τον πάρουν σοβαρά, σαν επιπλέον επιθυμεί να προκαλέσει έναν αξιοπρεπή και καλοπροαίρετο διάλογο, είναι δέον ν' αποφεύγει το ειρωνικό σχήμα, να εκκινεί συναινετικά και δίχως την παραμικρή υποκρισία. Κάτι αντίστοιχο, έχω την εντύπωση, θίγεται στον Γοργία στη σύγκριση μεταξύ ρητορικής και φιλοσοφίας, όπου καταδεικνύεται απ' το Σωκράτη πως ο ρήτορας δεν έχει την παραμικρή διάθεση να φτάσει σε καμιάν αλήθεια των πραγμάτων κι ως εκ τούτου όλο του το τάλαντο εξαντλείται απλά στο να πείσει, σε αντίθεση δηλαδή με το φιλόσοφο, του οποίου σκοπός δεν είναι η πειθώ μα η επίτευξη της λογικής συνέπειας και της ορθής εννόησης, πράγματα τα οποία επιτυγχάνονται από κοινού. Στην πραγματικότητα ο συνήθης είρων δεν έχει την παραμικρή διάθεση να κάμει διάλογο, όσο κι αν αυταπατάει εαυτόν. Το μόνο που έχει διάθεση είναι να σου τρίψει στη μάπα το εγώ του. Κρυφή του επιθυμία είναι η αυτο-επιβεβαίωση κι η κολακεία. Μόνος σκοπός του εξυπνάκια : να εκβιάσει τη θέση του δια της υποτίμησης και της έντασης του αισθήματος, παρά δομώντας πειστικά επιχειρήματα - είτε γιατί δεν έχει, είτε γιατί μπερδεύει τα αισθήματα για επιχειρήματα. Η ευτελής ετούτη ειρωνία πετυχαίνει πολύ καλά αποτελέσματα στους συναισθηματικά αδύναμους ανθρώπους που, όντας αδαείς και φοβισμένοι, είναι έτοιμοι να καταπιούν τα πάντα, εκ μέρους εκείνων που το 'χουν συνήθειο να λαμβάνουνε πόζα ισχυρού. Είναι επίσης επιτυχημένη, μεταξύ ομοίων ή ομοδόξων, οπότε το μήνυμα επαναλαμβάνεται ως ανέκδοτο της παρέας, παραμένει εύληπτο κι ευκολοχώντο κι όλοι ευλογούν τα γένια τους. Από την άλλη ο ευφυής άνθρωπος, αυτός μ' εμπιστοσύνη στην κρίση του και στην καρδιά του - που σημαίνει εμπιστοσύνη στην καθαρότητα κι όχι απαραίτητα στην ορθότητά τους - δε μασάει από τούτα τα τερτίπια και μπορεί να διαχωρίζει τους σοβαρούς συνομιλητές απ' τους αυνάνες.

Η ειρωνία αυτού του φτηνού είδους είναι, λοιπόν, καταστροφικής φύσης. Συνήθως, είναι λογικά ασυνάρτητη και συνιστά άγονη επίθεση ad hominem. Αντιθέτως, υπάρχει ειρωνία δημιουργικής φύσης, η οποία είναι στρατηγική κίνηση. Όταν ο Όσκαρ Ουάιλντ αποφαίνεται πως μπορεί ν' αντισταθεί στα πάντα εκτός από τον πειρασμό, αυτό που φαίνεται εν πρώτοις ως μονοδιάστατη εξυπνάδα δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια εξαιρετικά δίκοπη ειρωνία : τόσο ως προς εαυτόν, όσο και προς τις ηθικές βάσεις της εγκράτειας. Η γόνιμη κι ευφυής ειρωνία είναι αναζήτηση μιας ισάδας, ώστε πάνω της να χτιστεί ή ν' αποκαλυφθεί μι' αλήθεια. Και στο κάτω-κάτω, ένας σωστός διάλογος, μια αγνή και καλοπροαίρετη διερεύνηση δε μπορεί να είναι, ευθύς εξαρχής, ξεκάθαρα ενάντια σε οτιδήποτε, παρεκτός στις προσωπικές μας πεποιθήσεις - κι όχι, όπως λανθασμένα κάνουμε οι περισσότεροι υπέρ τους. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τούτο το τελευταίο, η σωστή κριτική δεν οφείλει ν' αποδομεί μονάχα το αντικείμενό της, μα συνάμα ν' ασκεί έλεγχο στον εαυτό της. Η καλοπροαίρετη διερεύνηση, ξεκινώντας από μιαν άλφα αφετηρία, αναγκάζεται να χτίζει σχεδόν στα τυφλά, πάνω στα μονοπάτια που χαράσσουν διαδοχικές συνεπαγωγές, καταλήγοντας ενίοτε σε άτοπα. Πόσους αρθρογράφους έχει συναντήσει ποτέ, ο καλός αναγνώστης, οι οποίοι να «καταδικάζουν» στο τέλος εαυτούς; Είναι αλήθεια βέβαια πως, στον αληθινό κόσμο, τα πράγματα δεν είναι τόσο διαυγή. Είναι ακριβώς εδώ, λοιπόν, που 'χει τη μεγαλύτερη ανάγκη ο στοχαστής απ' τη νοητική εγρήγορση, ώστε να ελέγχει διαρκώς τις συναισθηματικές του εμπλοκές. Τις εκτροπές δηλαδή εκείνες (πίστες, επιθυμίες, φόβοι) οι οποίες με τη σειρά τους εκβιάζουν, σχεδόν αξιωματικά, την εξαγωγή συμπερασμάτων. Το 'χω ξαναγράψει αλλού : το συναίσθημα, η πεποίθηση δεν είναι επιχείρημα, παρότι συνιστά ένα τίμιο κίνητρο, μιαν άριστη αφορμή ώστε να τεθεί ο νους σε κίνηση. Το «αισθάνομαι πως» μολονότι άξιο σεβασμού, όταν αναφερόμαστε στο πρόσωπο, είναι παντελώς αδιάφορο κι ανάξιο, όταν αναφέρεται ως επιχείρημα.

Από τούτη τη φτηνή ειρωνία, η οποία επιτίθεται σε ανθρώπους κι όχι σε ιδέες, συναντά κανείς πολύ συχνά στη δεξιά αρθρογραφία - τύπου Καθημερινής - και προφανώς υπάρχουν λόγοι, μα τούτο θα φανεί στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης. Φυσικά, απαντά και αλλού. Απλά δε διαβάζω συχνά Αυγή και Ριζοσπάστη. Παραξενεύει, ωστόσο, το γεγονός ενός τέτοιου ήθους, από φαινομενικά ευγενείς και φιλελεύθερους διαφωτιστές. Ο τυπικά δεξιός αρθρογράφος (με πτυχίο και γραβάτα, δηλαδή, κι όχι κανείς ουρακοτάγκος χρυσαυγίτης) ξεκινά με λόγους και μεθόδους, τα οποία υπόσχονται νηφαλιότητα κι αξιοπρέπεια : ιστορικές αναδρομές, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τσιτάτα μεγάλων προσωπικοτήτων, επίκληση στην κοινή λογική, την ψυχραιμία και τον πολιτισμό. Παρόλη τη φιλότιμη προσπάθεια, ωστόσο, στην τελευταία παράγραφο, οι αντιστάσεις καταρρέουν. Ο καθαρόαιμος «φιλελεύθερος» - ελληνικής πάντα κοπής - δεν αντέχει μέχρι τέλους να υποκρίνεται μια ψυχραιμία, της οποίας δεν είναι αληθινός κάτοχος. Θα εκδηλώσει επιτέλους τον πραγματικό του εαυτό, εκτονώντας έναν οχετό ασυναρτησίας κι απωθημένου συναισθήματος λίγες αράδες προτού κλειδώσει και μας αφήσει με το χαρτί στο χέρι. Ετούτο το μοτίβο είναι πια τόσο συνηθισμένο, ώστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι διδάσκεται σε σχολές δημιουργικής γραφής. Πίσω απ' τις καλο-σιδερωμένες εκφράσεις του προλόγου και του κυρίου θέματος κρύβονται οι ίδιοι ακριβώς κυνόδοντες, με τους οποίους οι κανίβαλοι μασουλούσαν το σπληνάντερο των αντιπάλων τους. Οι άνθρωποι ετούτοι, στην πραγματικότητα, δε δίνουν δεκάρα για το δίκαιο, αλλά δίνουν τα πάντα για το δίκιο τους ή συνεκδοχικά για το μόνο δίκιο που καταλαβαίνει ένας εγωιστής : τη βολή του - όχι απαραίτητα μόνο την υλική, μα επιπλέον την ηθική και συναισθηματική. Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας αρθρογραφίας του ποδιού, όπου κύριος στόχος του αρθρογράφου είναι (α) να φανεί πολύ καλλιεργημένος και (β) να υποτιμήσει ένα γεγονός παρά να το αποδομήσει λογικά, είναι κι αυτό . Το παράφωνο εκείνο «σοβαρά;» που γλιστρά σα φίδι στην προτελευταία παράγραφο, δηλητηριάζει όλη την προηγούμενη εικόνα ήθους και φανερώνει έναν άνθρωπο που δε μπορεί να προσποιηθεί μέχρι τέλους τον ευγενή. Το ειρωνικό ετούτο «σοβαρά» όχι μόνο δεν υπηρετεί στο παραμικρό την όποια πειθώ μα, πολύ περισσότερο, δίνει τελικά και τη χαριστική βολή. Κάθε καλή διάθεση να παρακολουθήσει κανείς περαιτέρω τους συλλογισμούς καταρρέει σε θρύψαλα κι αποχωρείς  με μια γνώριμη ξινίλα : Άμε στο διάτανο κι εσύ βρε καραγκιόζη, μού 'φαγες το χρόνο τσάμπα!

Υπάρχει και κάτι τελευταίο, που για μας είναι παντελώς αδιάφορο μα είναι πολύ κακό για τον ίδιο τον είρωνα και την τακτική που ακολουθεί. Επιλέγοντας την ατραπό της ειρωνίας, πρέπει να 'χει κανείς τη γνώση πως διόλου δεν είναι αθώος απ' το έγκλημα, μα τουναντίον προσκαλεί σε πάλη. Ειδάλλως δεν έχει ιδέα για τις εκφραστικές μεθόδους που χρησιμοποιεί κι ας πιάσει καλύτερα να τραγουδάει, αντίς να γράφει. Ανοιχτή πρόκληση και πάλεμα είναι λοιπόν η ειρωνία και, όπως σε κάθε πάλεμα, θα φτάσει κάποτε η στιγμή που θα βρεθεί κάποιος καλύτερος! Κάποτε δηλαδή θα βρει κι ο είρωνας το μάστορά του, τον τύπο ή την τύπισσα που θα τον ισοπεδώσουν, που θα τον κάνουν τ' αλατιού και να τον κλαίν' οι ρέγγες. Κάποτε θα βρεθεί ο που θα ειρωνευτεί απείρως αιχμηρότερα τον κακομοίρη που είσαι.

Όπως είπαμε θέλει κότσια η πετυχημένη και βαθύκοπη ειρωνία κι είναι ζήτημα τέτοια κότσια να εμφανίζει ένας στους εκατό χιλιάδες νοματαίους. Δεν την παλεύουν όλοι. Οι περισσότεροι χοροπηδούμε ίδιοι αρλεκίνοι, τσαλαβουτώντας στ' αποπατήματά μας. Ευφράδεια, ετοιμολογία, καλλιέργεια, χειρουργική ακρίβεια κι ευστοχία, μα σημαντικότερο, βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο είναι μερικά μόνον απ' τα στοιχεία που μπορώ να σκεφτώ και τα οποία απαιτούνται για να χτίσουν πετυχημένους είρωνες - σα να λέμε ένα Σιρανό ντε Μπερζεράκ - κι όχι απλά μικρόψυχους κακομοίρηδες. Άσ' το λοιπόν, άμα δεν το 'χεις! Ανακάτεψε μία σαλάτα ή ρούφα τ' αυγουλάκι σου. Στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης, όπου δε θα 'μαι διόλου αξιοπρεπής, θα βγάλω κι εγώ τ' απωθημένα μου απέναντι σ' ένα ύφος αντίστοιχο, όπου ο αρθρογράφος αντί να ρουφάει τ' αυγουλάκι του τ' αρέσει να φτύνει τα σάλια του δεξά κι αριστερά, παίρνοντας τα πτύελα σαν αγιασμό και την μικροψυχία για εθνική περηφάνεια κι υπεράσπιση. Παρά το γεγονός πως παραθέτω τον αντίστοιχο σύνδεσμο, θ' αποφύγω ν' αναφερθώ στο όνομα του αρθρογράφου, στο βαθμό που ο ίδιος μου είναι παντελώς άγνωστος μα κι αδιάφορος. Θα μπορούσε να λέγεται Κατίνα Παξινού ή Τζον Γούικ, το ίδιο μου κάνει. Εγώ επιτίθεμαι στο ύφος και στο ήθος, στη σημειολογία του άρθρου, παρότι το ήθος αυτό μπορεί ν' αποτελεί παροδικό εκτροχιασμό κι εξαίρεση κι όχι το πραγματικό ήθος που διακρίνει το συγγραφέα του. Σκοπός μου δεν είναι ν' απαξιώσω έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά έναν εικονικό άνθρωπο, ένα ιδανικό μέλαν σώμα, το οποίο εκφράζει τη θεωρητική κατανομή της υποκρισίας και της ομφαλοσκόπησης.