Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Ο Γιανναράς επέθανε, ζήτω ο Γιανναράς!

Το 'χω ξαναπεί αλλά ποιος μ' ακούει! Υπάρχει μια πυρετική χαιρεκακία κάθε που πεθαίνει ένας «θεός», σαν αποκαθηλώνεται ένα πρότυπο, ένα ίνδαλμα, μια αυθεντία. Αν το καλοσκεφτείς η ταπεινή ετούτη ευχαρίστηση δεν έχει να κάνει τόσο με το αποκαθηλωθέν πρόσωπο - το οποίο άλλο δεν έκανε, παρά να φανερώσει την ανθρωπινότητά του - όσο με το σπάσιμο της νοσηρής συνάρτησης. Έχει να κάνει με την τελική απελευθέρωση, με την ψυχή που πατά ξανά στα πόδια της και τινάσσει μακρυά ό,τι φορτώθηκε κάποτε από μόνη της ή που της φόρτωσαν - άχθος σε κάθε περίπτωση. Δεν είναι πολύς καιρός, κάποιοι μυξοκλαψούριζαν κι ένιωθαν προδωμένοι όταν ο «πολύς» Nick Cave, ο εναλλακτικός της νιότης, πήρε την απόφαση τελικά να τραγουδήσει στο Ισραήλ του απαρχάιντ και των περήφανων φονιάδων. Μη χέσω, να κάτσω να σκάσω για τον κάθε καμένο τραγουδιάρη. Από τότε που συνειδητοποίησα πως ούτε ένας, ούτε δύο, μα ένα σωρό απ' τα ινδάλματα της εφηβείας ήτανε συνηθισμένα εγωκεντρικά υποκείμενα, ξένοι από κάθε πραγματικότητα, λεφτάδες ή κακομαθημένα πρεζόνια, αποφάσισα να διαχωρίσω τον καλλιτέχνη-δημιουργό από τον καλλιτέχνη-άνθρωπο. Πολύ πριν διαβάσω την Απολογία του Σωκράτη όπου ο Πλάτωνας ξεμπροστιάζει ξεκάθαρα την αδαημοσύνη των ποιητών και άλλων, συνειδητοποίησα πως ο καλλιτέχνης είναι φορέας μιας απαράμιλλης δύναμης, της οποίας αυτό ακριβώς: είναι απλά ο φορέας και πιθανόν να μην έχει ο ίδιος μαζί της την παραμικρή σχέση. Όπως ακριβώς ένας σωλήνας γίνεται δίαυλος πολύτιμου και κρυστάλλινου νερού, μα δε δανείζεται απ' τη φύση του νερού τίποτ' άλλο απ' τη δροσιά του, έτσι ακριβώς κι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης μπορεί να πλάθει και να συνθέτει με μαστοριά μοναδική, παίζοντας με ουσίες απ' τις οποίες δεν παίρνει πρέφα κι ως προς τις οποίες στέκεται ένα ζώον και μισό. Θα μου πείτε: τότε δεν είναι μεγάλος καλλιτέχνης, μα επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Μπορεί να μην είναι μεγάλος και στις τρεις διαστάσεις, με το βάθος να του διαφεύγει, αλλά μπορεί μια χαρά να διαπρέπει στα μήκη και στα πλάτη της τέχνης του.

Ένας βιρτουόζος του πιάνου δεν χρειάζεται να έχει κανένα παραπανίσιο ήθος απ' τον αριστοτεχνικό χειρισμό των πλήκτρων. Ένας αναγνωρισμένος συνθέτης, ένας φτασμένος ηθοποιός, ένας ταλαντούχος ζωγράφος μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιούν τις λέξεις, τη μανιέρα ή τα χρώματα έχοντας - συν τω τάλαντω - μαθητεύσει περισσότερο στην αντανάκλαση των προηγούμενων μέσα στις ματιές των άλλων ανθρώπων, παρά στη δική τους. Γίνονται φορείς ενός άγονου ήθους, που είναι κατά τ' άλλα εξαιρετικό, εφόσον δεν παύει να συνιστά παρόλα αυτά τεχνική δεξιότητα. Τούτο το άγονο (ή πρωτόγονο) ήθος δεν είναι άλλο απ' εκείνο, το οποίο άριστα εκμεταλλεύονται τα νήπια, σαν ανακαλύπτουν δηλαδή πως μια τυχαία τσαχπινιά τους, μια έκφραση, ένας ήχος μπορούν να επιφέρουν αναπάντεχα έναν καταιγισμό αναγνώρισης κι αγάπης, απ' το χαζοχαρούμενο κοινό τους. Συνέπεια ο εκδιωγμός απ' τον παράδεισο : η τσαχπινιά παύει πια να 'ναι τυχαία και γίνεται στρατηγική πονηράδα και επιτηδευμένη δεξιότητα. Σε κάποιο βαθμό - π' ας κρίνει καθένας με τα γούστα του - ο καλλιτεχνικός κόσμος απαρτίζεται από σωρεία τέτοιων ανθρώπων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα χάσκοντα κι ατάλαντα πλήθη γύρω τους, απομυζώντας την προσοχή που τόσο έχουν ανάγκη. Ποιος είναι δηλαδή ο Nick Cave και τι 'ναι εκείνο που τον καθιστά μεγάλο καλλιτέχνη, ικανό δηλαδή να γίνει ίνδαλμα ή φορέας αξιών, πέραν του γεγονότος πως γουστάραμε τη μουσική του ή τους στίχους του; Σιγά τ' αυγά! Πήρε την προσωπική μαυρίλα, την ξεδίπλωσε με χάρη, την έντυσε με καλλιεργημένη μουσική, είχε και τ' άγγιγμα της μούσας. Το μπορούν αυτό πολλοί; Όχι πολλοί μα ούτε και λίγοι. Τους κάνει αυτό ξεχωριστούς; Ναι. Τους κάνει κι αξιόλογους; Σε καμία περίπτωση. Κανείς δε λάτρεψε ποτέ το μαραγκό για βιρτουόζο του ξύλου κι ούτε χύθηκε κανένα δάκρυ για τα κομμένα δάχτυλα, που 'ναι στρωμένος ο δρόμος της ξυλουργικής.

Ο Χρήστος Γιανναράς δεν είναι άνθρωπος να τόνε παίρνεις αψήφιστα και, παρότι έχω εγκαταλείψει εδώ κι αιώνες την ανάγκη γι' αυθέντες του μυαλού μου, δεν έπαψα στιγμή ν' αποζητώ τη φιλία του ξεχωριστού, να θαυμάζω τις προσωπικότητες των ανθρώπων και να φωτίζομαι από δαύτες. Αν και το κόλπο τούτο τη φώτισης είναι κομμάτι πονηρό: ακόμα κι εγώ σαν πιάσω ν' απαγγέλλω π.χ. στίχους του Καβάφη κάποιοι θα φωτιστούνε, μα πιθανότατα να παρεξηγήσουν το φως των λόγων που αναπαράγω για φως προσωπικό δικό μου, όταν κατά τ' άλλα μπορεί να μην είμαι παρά ένας κοινός μαλάκας που απλά απαγγέλει ποίηση. Το Χρήστο το Γιανναρά, ωστόσο, τον θαύμαζα περισσότερο για το (τηλεοπτικό, καθόσον ήταν το μόνο που γνώριζα) ήθος του, την ευγένεια και την σεμνότητα έκφρασης, την πρόσκληση σε κοινότητα κατανόησης, μ' έναν τρόπο που φάνταζε (δίχως να ειρωνεύομαι) ειλικρινής. Τον θαυμάζα γι' αυτά, προτού καλά-καλά καταλάβω έστω και μέρος εκείνων, τα οποία προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύσει με τους λόγους του. Τον αγαπούσα πολύ τούτον τον άνθρωπο - όσο δηλαδή είναι δυνατόν ν' αγαπάς κάποιον που σού 'ναι άγνωστος - για την αγωνία του να περισώσει κάτι που θεωρούσε πολύτιμο, όχι μονάχα για τον εαυτό του ή γενικότερα για καποιανού τον εαυτό, μα περισσότερο για 'κείνον τον ξεχωριστό τόπο και το χρόνο που καθιστά όλους τους «εαυτούς» ζωντανό σώμα και κοινότητα. Κι έμαθα πολλά στο «πλάι» του. Έμαθα τι σημαίνει «κοινωνώ» κι ακόμα-ακόμα τη διαφορά του «ατόμου» και της «res publica» από το «πρόσωπο» και τη «δημοκρατία», αντίστοιχα. Κι εξακολουθώ να μαθαίνω ακόμα ∙ τούτο δεν ακυρώνεται. Αλλά...

Αλλά συνέβησαν πολλά από τότε που ξεκίνησα να τον παρακολουθώ στενότερα, κάπου στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Συνέβησαν πολλά π' αλλάξανε πολύ κι εμένα και πιθανότατα κι αυτόν τον Γιανναρά. Κι έτσι, τα τελευταία χρόνια, βρεθήκανε ξάφνου αντιμέτωποι ο δάσκαλος κι ο μαθητής, τουλάχιστον μες στο στενό μυαλό μου. Κι είναι τόσο μα τόσο δύσκολο να μην οργίζεται ο μαθητής, που φαίνεται μικρότερος ο δάσκαλος στα μάτια του. Από τις ταπεινές ή επικές εκείνες προσδοκίες οι οποίες ακολούθησαν τις αναταραχές του '11 κι εξής και τις οποίες έπλασε καθείς κατά το μέτρο της φαντασίας του, ο Γιανναράς έπιασε σιγά-σιγά να φθίνει σε κοινή μοιρολογίστρα του συρμού. Ή τουλάχιστον, τότε άρχισα να το συνειδητοποιώ εγώ. Γκρίνια και κλάψα, κλάψα και γκρίνια και δώσ' του, διαδοχικά ξανά, το ίδιο μοτίβο μέχρι να εξαντληθούν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί της κλάψας με τη γκρίνια. Οι μοιρολατρικές επιφυλλίδες της Καθημερινής, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε πως ήταν - κι εξακολουθούν να είναι - ο πιο τρανός μάρτυς του γλωσσικού μας πλούτου. Τα γιαννάρεια «ωϊμέ» διατυπώνονται σε τόσες παραλλαγές αρίφνητες, ώστε φτιάχνουν ολάκερη μια γλώσσα μοναχά τους. Τα συνώνυμα των «ουαί» μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό κι αν τα προσθέσουμε στ' «αλίμονο» φτάνουνε να χορτάσουν μια φιλολογική γενιά. Το μαύρο μοιάζει ν' αναπαράγεται σε πλέον των πενήντα αποχρώσεων, τις οποίες μόνον ο Γιανναράς αναγνωρίζει κι αναλαμβάνει το χρέος να γίνει ο νουνός τους. Πολύτιμος επίκουρος αγράμματων κι ακαλλιέργητων αυτόχειρων, σαν το τρεμάμενο χέρι αστοχεί κι η βουρκωμένη όραση θολώνει, αρκεί μία γιαννάρειος επιφυλλίδα εν είδει ύστατου σημειώματος κι είναι όλοι ευχαριστημένοι. Το θύμα, ο θύτης μα κι εκείνος που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Τούτη η φυσική κούραση της ακατασίγαστη κλάψας, επέρχεται κάποτε ελεήμων ακόμη και στα σωθικά μιας μάνας. Αλλά η καταιγίδα στα στήθια του καλού Δασκάλου δε λέει να καταλαγιάσει. Αλλάζει μόνο ονόματα, κατά τη μονδέρνα συνήθεια των μετεωρολόγων, είτε μορφές ώστε από χιόνι να γίνεται χαλάζι ∙ αλλά το ψύχος ψύχος. Και θα 'τανε τούτο το λιγότερο, αν δηλαδή ήτανε μόνο τούτο. Το πρώτο ράγισμα στο τζάμι γίνηκε πριν λίγους μήνες, όταν γνωστός δαίμων του διαδικτύου οδήγησε τ' ανυποψίαστα βήματά μου σε τούτη την ιστοσελίδα του Indymedia, όπου μέσα σ' όλα αποκαλείται, κάπου, ο Γιανναράς «νεοναζί». Τώρα κι η κουτσή Μαρία καταλαβαίνει πως ο Γιανναράς νεοναζί - με την πλήρη σημασία της λέξης - δε γίνεται ακόμα κι αν του ράψεις τη σβάστικα στο μετωπιαίο λοβό. Αλλά μου θύμισε, η ιστορία ετούτη, μιαν αλήθεια την οποία δεν είχα βεβαίως παραγνωρισμένη μα είχα ωστόσο παραμελημένη, πως δηλαδή ο Γιανναράς δεν παύει στιγμή να είναι ένας καλοσιδερωμένος, συντηρητικός (όχι μόνο με την καλή έννοια) αστός, του βιβλίου και της εκκλησίας. Κι όπως κάθε συντηρητικός αστός που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και τούτος συμπυκνώνει στο ήθος του δύο πρόσωπα: εκείνο του καλού μπάτσου κι εκείνο του κακού. Δυο πρόσωπα σε ένα, ώστε να συμφέρει τόσο το μπάτσο, όσο και την ανάπαψη της πιλάτειας ψυχής. Άλλος είναι δηλαδή ο Γιανναράς των βιβλίων και των καναλιών, προσεκτικός, μετρημένος, ευγενής κι άλλος ο Γιανναράς της αρθρογραφίας, όπου ξάφνου αναδύεται απ' τα σωθικά του ένας απωθημένος ιεροκήρυκας. Ο Γιανναράς της αρθρογραφίας (από)θρασσύνεται εκφραστικά, η τηλεοπτική του μειλιχιότητα μεταμορφώνεται σε ειρωνία και συναισθηματική εκτόνωση, η οποία αγγίζει ενίοτε και τα όρια του μένους. Ως εκ τούτου, μπορεί να μην είναι ο Γιανναράς νεοναζί, τίμιο θα 'ταν ωστόσο και το ρώτημα μήπως, τελικά, συμπεριφέρεται εξίσου επικίνδυνα - ή, τέλος παντων, επικίνδυνα σε κάποιο βαθμό.

Ενός θανάτου, μέρος δεύτερον

Τώρα με το δάσκαλο Γιανναρά τα 'χω πάρει κάποιες φορές, μα περισσότερο για την αποπνικτική ξινίλα που αναδίδει, παρά για οτιδήποτε άλλο. Όντας θετικά προκατειλημμένος δεν μου 'ταν εύκολο ν' αντιληφθώ μονομιάς πως ο συντηρητισμός του δεν είναι τόσο ιδεολογικός, δεν είναι θέση και ρητορική, δεν είναι σύνεση και νηφαλιότητα, όσο μια μαλθακότης και μισή, στείρος συναισθηματισμός, ψυχολογική συνήθεια και ψυχιατρική έξη. Ειδάλλως δε θα μπορούσε τόσο εύκολα να μεταμορφώνεται από σεβάσμιος καθηγητής σε κοινή κατσαρίδα, σε ρινόκερο ή άλλο ζώο κάθε φορά που η πραγματικότητα δεν κάθεται καλά στις αύλακες του εγκεφάλου του. Ειδάλλως δε θα μπορούσε τόσο εύκολα να γίνεται κακότροπος και κακεντρεχής, μίζερος κι επιθετικός, όχι μόνον απέναντι στους αεί αυνανιζόμενους κρατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι αξίζουν κάθε μομφή και ψόγο, αλλ' ακόμη κι απέναντι σε ανθρώπους που δε γνωρίζει καθόλου, σε ανθρώπους που είναι εν δυνάμει σύμμαχοι και αδελφοί του, σε ανθρώπους που ακόμα και σφάλλοντες, ακόμα κι αμαρτήσαντες, αγωνίζονται τον ίδιο κοινόν αγώνα με δαύτον: να συνθέσουνε κοινότητα. Κοινότητα, βεβαίως, με τρόπο που την καταλαβαίνουνε οι ίδιοι, ωστόσο κοινότητα. Έτσι, μια μέρα τα πήρα στο κρανίο αβάσταχτα, με αφορμή το σιχαμερό ετούτο άρθρο.

Ο λειτουργικώς αναλφάβητος Γιανναράς

Με τα παρακάτω, λοιπόν, λόγια (πλην κάτι ψιλά) ξεκινάει ο δόλιος τη γραφή του :

«
Επίσημη «Ανεξάρτητη Αρχή» ανακοινώνει ότι «μεγάλη μερίδα» παιδιών (δεν λέει αριθμό ούτε ποσοστό) τελειώνουν το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο (εννέα χρόνια υποχρεωτικής εκπαίδευσης) χωρίς να έχουν μάθει ανάγνωση και γραφή – είναι παιδιά «λειτουργικώς αναλφάβητα». Εχουν προαχθεί από τάξη σε τάξη και από τη «στοιχειώδη» στη «μέση εκπαίδευση» χωρίς να μπορούν, τα δύστυχα, ούτε να διαβάζουν, ούτε να γράφουν. Η είδηση δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη («Κ» 13.9.2019), αλλά αντίδραση καμιά – «δεν κουνιέται φύλλο».
»

Τι πιο φυσιολογικό τώρα για κάθε τίμιο αναγνώστη, απ' το ν' αναζητήσει, ευθύς αμέσως, το επίμαχο άρθρο της Καθημερινής, ώστε ν' αποκτήσει κοινό πεδίο αντίληψης και διαλόγου; Μα πως; τι συμβαίνει εδώ; Ως δια μαύρης μαγείας, το άρθρο φαίνεται να εκφράζει πράματα, τα οποία ποιοτικώς αποκλίνουν από 'κείνα που καταλαβαίνει ο Γιανναράς. Για παράδειγμα, όλα τούτα τα κωμικοτραγικά φαίνεται ν' απορρέουν αποκλειστικά και μόνον από το σχολικό βαθμό, το μέσον όρο, κι όχι από καμιά διερεύνηση της προκοπής, ας πούμε πολυεπίπεδη και πολυπαραγοντική, η οποία να περιλαμβάνει αντικειμενικά δομημένα διαγνωστικά τεστ, να συνυπολογίζει την αντικειμενική αδιαφορία μαθητών, εν γένει βαριεστημένων, ν' αποκριθούν σ' όσα εξίσου βαριεστημένοι ενήλικες τους καλούν ν' αποκριθούν, να διασταυρώνει τις επιδόσεις και τις αποδόσεις των μαθητών στο σύνολο της ζωής τους κι όχι εντός της σχολικής μούχλας και μόνον κ.ο.κ. Μπα! Τίποτα απ' όλα ετούτα. Η μοιρολατρική προφητεία φαίνεται πως βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο σχολικό βαθμό. Για το λόγο τούτο (κι ίσως και περισσότερους άλλους αφανείς) οι συντάκτες του άρθρου παρουσιάζονται περισσότερο μετρημένοι στους λόγους τους απ' ότι ο μίζερος καθηγητής, αναγνωρίζοντας πως «οι μαθητές αυτοί έχουν αυξημένη πιθανότητα να είναι λειτουργικά αναλφάβητοι» και όχι «αυξημένη βεβαιότητα». Ο Γιανναράς, ωστόσο, είναι απολύτως βέβαιος πως οι μαθητές είναι για κλάματα κι οι σάλτσες που βάζει διαστρεβλώνουν μ' επιτηδειότητα ακόμη περισσότερο μια, ούτως ή άλλως, όχι και τόσο ρόδινη πραγματικότητα. Το άρθρο δεν αναφέρει, τελικά, πως οι μαθητές δεν ξέρουν καθαυτό να διαβάζουν ή να γράφουν, αλλά μ' ετούτο το «λειτουργικά» υπονοεί μάλλον πως οι μαθητές πιθανότατα δεν ξέρουν ν' αντλούν το ακριβές νόημα ενός κειμένου (όχι όμως κι εντελώς) ή να διατυπώνουν με διαύγεια ένα νόημα (όχι όμως κι εντελώς), δεν ξέρουν τέλος πάντων να εφαρμόζουν στην πράξη δεξιότητες ουσίας, παρά μόνο στείρους μιμητισμούς οι οποίοι εξαχνώνονται στο άψε-σβήσε. Εμένα θα μ' ενδιέφερε να δω ποια είναι η απόδοση ενός ανθρώπου, όταν τον ενδιαφέρει εκείνο με το οποίο καταπιάνεται κι εργάζεται με ζήλο πάνω του κι όχι η απόδοση σε κάτι που επιβάλλεται. Η προσωπική διδακτική εμπειρία μού 'χει προσφέρει αναρίθμητες ενδείξεις (μα όχι αποδείξεις) πως οι άνθρωποι μεταμορφώνονται ποιοτικά μόνον όταν μεταμορφώνονται ποιοτικά τα εσωτερικά τους κίνητρα. Κι αν, παρόλα αυτά, τα πράγματα δεν ακτινοβολούν όλες τις ρόδινες μαρμαρυγές του παραδείσου δε σημαίνει πως είναι και μαύρα παντελώς. Τούτο διόλου δε φαίνεται απ' τις διατυπώσεις του κλαψομύξη καθηγητή, ο οποίος προτιμά να πιέζει με λύσσα το σωσίβιο πάνω στη μούρη του μισοπνιγμένου, παρά να δίνει φιλιά ζωής και αηδίες.

Έτσι τελικά, κι αυτός ο Γιανναράς ο ίδιος, ο αμείλικτος κι ακριβοδίκαιος κήνσωρ ανθρώπων και πραγμάτων, φανερώνεται ένας «μπούφος» και μισός, λειτουργικά αναλφάβητος εφόσον αδυνατεί - μ' όλη την καλλιέργεια και καλλιέπειά του - ν' αντλήσει ορθά συμπεράσματα από ένα κοινό άρθρο εφημερίδας και γράφει άλλα αντ' άλλων, καταλαβαίνοντας μονάχα εκείνα που επιθυμεί να καταλάβει, κωφεύοντας στις εναλλακτικές. Μάρτυς μου ο αποφθεγματικός χαρακτήρας των γιαννάρειων αποφάνσεων, παντελώς ξένος προς την τηλεοπτική μεσότητα και πραότητα του καθηγητού. Μ' αποδεικνύεται επιπλέον και κοινωνικά αναλφάβητος, εφόσον αδυνατεί να παρακολουθήσει τη μεταμόρφωση της κοινωνίας κι επιμένει ν' αποκωδικοποιεί το «σχολειό», το βαθμό, την «αριστεία» και ό,τι άλλο με όρους πάλαι ποτέ δεκαετιών, παντελώς σκράπας απέναντι σε απλές πιστοποιήσεις - όπως για παράδειγμα πως δε μπορεί το σχολείο να λειτουργεί με όρους ξέχωρους από τον κόσμο γύρω του κι έτσι τα σχολικά «δεινά» δε θα λύνονταν, ακόμα κι αν καταφέρναμε με κάποια μέθοδο (πειθαρχική) ν' ανέλθει το 80% των μαθητών πάνω απ' τη βάση.

Ο καλός χριστιανός Γιανναράς

Στη δεύτερη, ωστόσο, παράγραφο αρχίζει ν' αχνοφαίνεται, μισοκρυμμένος πίσω απ' τις λέξεις και τις αξιακές κωλοκαούρες, ο επικίνδυνος Γιαννάρας, ο Γιανναράς που ευχόμουν πως δε θα συναντήσω, μα κατά βάθος το φοβόμουν. Μ' άλλα λόγια, ο - αν όχι κακιασμένος - συναισθηματικά εκτροχιασμένος αστός, ο απωθημένος άρχων, ο οριακά φανατισμένος να επιβάλει ξανά την όποια καθαρότητά του : γλωσσική, πολιτισμική, θρησκευτική ή ό,τι άλλο. Βέβαια ο καθηγητής έχει κατ' επανάληψιν απεκδυθεί κάθε ιδεολογική ή αξιακή φαινάκη κι επιμένει στην αγνότητα της βιωματικής κοινότητας, παρά στην ιδεοληψία. Κι ωστόσο εδώ αντιφάσκει εαυτόν. Όχι μόνο γιατί (όπως θα δούμε παρακάτω) δεν αγωνίζεται στο παραμικρό να συνθέσει ζωντανή κοινότητα με τους συνανθρώπους του, μα γιατί συμπεριφέρεται ακριβώς ως υπερασπιστής αξιών, παρά ως αρωγός ανθρώπων. Απαυδησμένος κι αηδιασμένος, λοιπόν, απ' τη λεξιπενία και τον εκφραστικό πρωτογονισμό των μέσων ενημέρωσης (κάτι για το οποίο έχει κάθε «δικαίωμα»), επιτρέπει επιτέλους στον εαυτό του την πολυτέλεια του κτήνους. Φτάνει, δηλαδή, στο σημείο να προτείνει το εξής : «Δεν υπάρχει έλεγχος» λέει ο τρικυμισμένος «ούτε καν δειγματοληπτικός για εκφοβισμό»! Καταλαβαίνετε, δηλαδή, τι συμβαίνει εδώ; Καταλαβαίνετε το μεγαλείο του αστού που, μ' όλες τις σπουδές και τα πτυχία, ο νους του δε μπορεί να ξεκολλήσει από τη λογική του βούρδουλα; Ο καλός καγαθός χριστιανός Χρήστος Γιανναράς, προτείνει να εκφοβίζουμε (ευτυχώς δεν αναλύει και τους τρόπους, αν και θα 'μουν πολύ περίεργος να μάθω) όλους εκείνους που δε χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα! Οραματίζεται μια κοινωνία, όπου τα «από ανέκαθεν» θα επιφέρουν πρόστιμα και - ο μη γένοιτο! - τα «απαντάται σε» και τα «όλους όσους», σαν απαιτείται ονομαστική, μέχρι και ποινή φυλάκισης! Η μόνη οδός νουθεσίας, η μόνη διέξοδος προς μιαν άλλη διάσταση πολιτισμού, είναι - κατά Γιανναρά - ο εκφοβισμός, η επιβολή και κατ' επέκταση η βία - γιατί πώς άλλως επιβάλλει κανείς στο τέλος-τέλος τους απείθαρχους; Οι μικρές αυτές παραφωνίες καλλιεργημένων, κατά τ' άλλα, ανθρώπων αποκαλύπτουν δυσοίωνες ενδείξεις πως το κτήνος μπορεί ν' αναδύεται ακόμα και στις καλύτερες οικογένειες, όταν σ' ετούτες ατονεί η επαφή με τους ανθρώπους και πολλαπλασιάζεται το καρκίνωμα των ιδεολογημάτων. Γιατί όλα τούτα που ο εκτροχιασμένος καθηγητής θαυμάζει, τις εποχές που τα θαυμάζει μπορεί να μη συνιστούσαν ιδεολογήματα, μα ζωντανές κοινότητες. Στο βαθμό, ωστόσο, που σήμερα απουσιάζουν - όπως τουλάχιστον μας τρομοκρατεί ο προλαλήσας - η αναπόληση κι η ονείρωξη επαναφοράς τους συνιστούν ξεκάθαρο ιδεολόγημα, εφόσον αποτελεί προϊόν εγκεφαλικής γιαννάρειας μυθοπλασίας κι όχι αποτύπωση ζωντανής σχέσης. Ο δάσκαλος πέφτει, έτσι, μέσα στην τρούπα του απ' όπου θα μπορούσε εύκολα να βγει αν σταματούσε να γράφει περισσότερα άχρηστα βιβλία που αναμασούν τα ίδια και τα ίδια γιαννάρεια χιλιοειπωμένα και τα 'βαζε ένα πάνω στ' άλλο, να σκαρφαλώσει για να βγει λίγο στον κόσμο.

Κι όμως, το στοιχείο εκείνο το οποίο μέχρι τώρα δεν προκάλεσε παρά αύρα μονάχα ανησυχίας, στις επόμενες τέσσερις παραγράφους μαίνεται μ' εννιά μποφόρ, φανερώνοντας πως το ήθος του δασκάλου Γιανναρά μπορεί να είναι εξίσου αηδιαστικό, όσο είναι γοητευτικό. Το απόσπασμα αυτό του κειμένου (δεν το μεταφέρω εδώ, είναι μεγάλο) είναι η πλήρης απογοήτευση, για όποιον θαύμαζε την ευγένεια του ήθους στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου. Δυστυχώς τόσο για τον ίδιο, όσο και για την κοινωνία μας που χάνει έναν ακόμη «οδηγό», ο στοχαστικός και μετρημένος καθηγητής είναι χριστιανός της αγάπης περισσότερο στους λόγους και στα θεολογήματα, παρά στην καθημερινή περπατησιά του. Στην πράξη είναι ένας κοινός άνθρωπος της λάσπης, όπως όλοι μας, το ίδιο μικροπρεπής και στενόψυχος, το ίδιο συμπλεγματικός και πεπερασμένος. Οι πολλές του σπουδές και τα διαβάσματα δεν είχαν το παραμικρό ουσιαστικό αποτέλεσμα κι ως εκ τούτου εκφέρει μπουρδολογίες με την ίδια άνεση κι ευκολία, που εκφέρω κι εγώ, κι ο περιπτεράς, κι ο ταξιτζής.

Καταρχάς, σπέρνει τη σύγχυση, εμπλέκοντας νοηματικά τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, με τους κρατικούς σκυψαύχενες και σαλτιμπάγκους. Ξεκινά με την ευαίσθητη καρδιά του Έλληνα και καταλήγει στην εξευτελιστική χαμέρπεια του κράτους, δίχως να ξεχωρίζει τελικά πού σταματά το πρώτο και πού ξεκινά το τελευταίο. Έτσι δυσκολεύεται κι ο καλόπιστος αναγνώστης ν' αντιληφθεί κι ετούτο το απλό: με ποιους τελικά τα βάζει ο Γιανναράς; με την αγνή καρδιά ή την κυβερνητική καπηλεία; Του φταίει εξίσου εκείνος που οργανώνει κοινές κουζίνες, συλλογικότητες απ' το υστέρημά του (ψυχικό και υλικό), μ' εκείνον που χτίζει οικισμούς ολάκερους εν μία νυκτί, ροκανίζοντας προφανώς αδρά κοινοτικά κονδύλια; Του φταίει το ίδιο εκείνος που προσφέρει εαυτόν δίχως να προνοεί κόστος, μ' εκείνον που απομυζά τ' ανθρώπινο δράμα προσβλέποντας μόνο στο κέρδος;

Στη σημείο αυτό ο Γιανναράς γίνεται ένας κοινός κακοήθης, άνθρωπος προσβλητικός κι ανέξοδος. Ή θαρρεί πως κανείς δεν αντιλαμβάνεται την τόσο καλά μεταμφιεσμένη ειρωνία των λόγων του; Την ειρωνία που κρύβεται πίσω απ' τη υποκριτική κατανόηση του «Ευαίσθητος ο Ελληνας συγκινήθηκε με τους πρώτους πρόσφυγες ... κ.τ.λ», την οποία ουσιαστικά απαξιώνει λίγες γραμμές αργότερα παίρνοντας τον «ευαίσθητο Έλληνα» γι' απλοϊκό κι ευήθη; «Ωσάν να μη βλέπουμε πια οι Ελληνες, να μην αντιλαμβανόμαστε το παιχνίδι που παίζεται.» καταλήγει, διαιωνίζοντας ουσιαστικά την προαιώνια απαξίωση των καλοπροαίρετων: δεν πρόκειται γι' ανθρώπους που θυσιάζονται για κάποιο ήθος, παρά για κοινούς μαλάκες που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δηλαδή, άμα ανοίγεις διάπλατα το σπιτικό σου, δίχως face-control στην είσοδο, δε μπορεί να 'σαι γνωστικός και μάχιμος της αγάπης, παρά είσαι χάπατο και αφελής. Εδώ το χριστιανικό ήθος υποχωρεί κάτω απ' τα πόδια του Γιανναρά ή, ορθότερα, ο Γιανναράς υποχωρεί κάτω απ' το χριστιανικό το ήθος. Ξεχνά ποια τα του Καίσαρος και ποια του Θεού και, στην καλύτερη, εκείνο που παλεύει να εκφράσει ο δύσμοιρος - μα τον 'μποδάει η πολλή του καλλιέργεια - είναι πως το να 'σαι καλός χριστιανός δε σημαίνει πως πρέπει να 'σαι και μαλάκας. Μα ποιος είναι μαλάκας και ποιος όχι δεν μας το 'ξηγά ο καλός καθηγητής. Δε μας λέει ποια είναι η χρυσή τομή, το μαγικό ραβδί, η κβαντομηχανική εξίσωση εκείνη, η οποία μας βοηθάει μέσα στις ετερόκλητες προσφυγικές αφίξεις να καταλάβουμε τον έχοντα χρεία αληθινά, απ' τον κακόβουλο. Μια μάνα μ' ένα παιδί σε κάθε χέρι, ένας πατέρας που θρηνεί την οικογένειά του, είναι εύκολα σύμβολα και για τους πιο παχύδερμους. Πέραν αυτών, ωστόσο, πώς ξεχωρίζει ο Γιανναράς τον πραγματικά ασθενή απ' τον υποκριτή με το συνάχι, τον πολιτικά κατατρεγμένο από τον πονηρό, τον ψυχικά νοσούντα απ' τον φανατισμένο, τον απελπισμένο, τον ενδεή, τον τραυματισμένο, από το φονιά, τον πρόστυχο ή αυτόν που 'χει μεγάλη μύτη; Γιατί αν το μπορεί να μας δανείσει τη μεζούρα του να βγάλουμε κι εμείς μιαν άκρη. Είναι εύκολο να συντρέξεις ένα νήπιο, μια μάνα, μα δυστυχώς για την ηθική μας οκνηρία οι αναξιοπαθούντες δεν εξαντλούνται σε καλούπια.

Η κακοήθης πλευρά του Γιανναρά δεν είναι διατεθειμένη να μας λύσει το δίλημμα τούτο του χριστιανού (ή γενικά της αγνής καρδιάς), διαφορετικά είναι κίνδυνος να κονιορτοποιηθεί το εύθρυπτο αστικό του προσωπείο: πώς πράττει λοιπόν κανείς αν στους δέκα νοματαίους που καταφτάνουνε, κακήν κακώς, ένας βρίσκεται στη δεινότερη των καταστάσεων κι η μοίρα του επαφίεται μονάχα στην καλή μας θέληση, μ' αγνοούμε την ταυτότητά του παντελώς; πώς πράττει, λοιπόν, κανείς σε τούτη την ηθική περίπτωση; αποκηρύττει τ' ανθρώπινο σμάρι σύμπαν, από το φόβο του φονιά, ή το συνδράμει ανεξαίρετα με την ελπίδα του χρήζοντος; Η απάντηση δεν είναι απλή, όπως δεν είναι απλό και τίποτε σημαντικό, μ' από δαύτην καθορίζεται τελικά το ήθος μας. Οι αποφάσεις που είμαστε αναγκασμένοι να λαμβάνουμε, οι πιο σημαντικές δηλαδή, είναι βαπτισμένες μέσα στη σύγχυση και συχνότερα την αντιφατικότητα. Έτσι καλούμαστε να επιλέγουμε, όχι ως τυφλοί μα στα τυφλά. Έτσι καλούμαστε να κρίνουμε, βρωμισμένοι απ' την ευθύνη κι όχι σουλατσάροντας με μια σιδερωμένη λίστα, μπροστά σε προ-συγυρισμένα ράφια σουπερμάρκετ. Τα σμήνη των προσφύγων δεν έχουν την καταγωγική καθαρότητα που θα βόλευε το Γιανναρά και τους ατσαλάκωτους του είδους του. Δεν είναι δηλαδή πως μέχρι τις 31 του προηγούμενου μηνός κατέφθαναν απελπισμένοι με σφραγίδα ΒΟΚΤΑΣ, μ' από την πρώτη του καινούργιου πλάκωσαν τα σμήνη των ανεπρόκοπων και των τζιχαντιστών. Πού τα 'χει δει αυτά να γίνονται, ο τρικυμισμένος καθηγητής, μέσα στις ανακατωμένες μάζες των ανθρώπων, στα προσφυγικά συνονθυλεύματα ψυχών και σωμάτων; Που έχει δει στην ανθρωπότητα οργάνωση στις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών πέραν, δηλαδή, της αψεγάδιαστης ναζιστικής λογιστικής ή των αυτοκρατορικών βουλευμάτων άλλων εποχών;

Η καθαρή αγάπη - είτε αν θέλετε, η αγάπη που παλεύει να παραμείνει καθαρή από προσμίξεις - δε βγάνει το ζύγι να πει ποιος αξίζει τούτο το πιάτο το φαί, τούτο το ρούχο. Δε σε κρίνει σαν είσαι πεσμένος κάτω, μα σου απλώνει χέρι. Όχι γιατί είσαι καλός μα γιατί 'σαι πεσμένος. Γιατί στο πρόσωπο του άλλου αναγνωρίζει την ακατέργαστη χρεία, δίχως εκείνη την ώρα να ξεχωρίζει άλλες ποιότητες. Κι είναι, η ρημάδα τούτη χρεία, καθαρή και κρυστάλλινη σαν το βλέμμα του νηπίου - μόνο σκοτεινότερη. Δεν απαιτεί πτυχίο Σορμπόν-Παντεόν κι άλλες γραβάτες προκειμένου να την αναγνωρίσεις. Η πολιτική πρέπει ν' ακολουθεί τη στάση ετούτη της αγνής καρδιάς, όχι να την προλαμβάνει και να την καπελώνει. Γιατί εννοείται πως υπάρχει και πολιτική ευθύνη σ' όλα τούτα, τα συνταρακτικά - και δεν εννοώ φυσικά την ευθύνη των πολιτικών, την οποία ψάξε να τη βρεις. Εννοώ την ευθύνη όλων μας, στη μετοχή και διαχείρηση των ανυπολόγιστων προβλημάτων, τα οποία προκύπτουν από ετούτες τις πρωτόγνωρες καταστάσεις. Προβλήματα ανυπολόγιστα, μα όχι άλυτα, στο βαθμό που δέχεται κανείς να θυσιάσει κι έναν χιτώνα από τους πέντε ή ένα αποφάι του στα πέντε. Τον αγνό, τον καλοπροαίρετο δεν πρέπει να τον κόφτει η «δημογραφική αλλοίωση» κι άλλες τέτοιες γεωπολιτικές παπαριές, οι οποίες έχουν θέση μόνο στα χείλη εκείνων που βλέπουν τις κοινωνίες διαιρεμένες, αντίς για διαφοροποιημένες. Η δημογραφική αλλοίωση δεν είναι ισοδύναμη μόνο δεινών, μα μπορεί να προσφέρει αντιδιαμετρικά ένα σωρό οφέλη: εμπλουτισμό, ανανέωση, γονιμοποίηση. Εκείνο που, από τη μια, φοβάται ο Γιαννάρας να μη χαθεί δεν υπάρχει παρά μονάχα στο νου του, εκείνο που ελπίζουμε να κερδηθεί, απ' την άλλη, είναι ένα ανοιχτό στοίχημα. Ένα στοίχημα στο οποίο η τύχη δεν έχει καμία θέση ∙ μόνον η ευθύνη καθενός μας ξέχωρα και ολονών μαζί.

Ο ψυχολόγος Γιανναράς

Στις τελευταίες δύο παραγράφους ο καθηγητής Γιανναράς θυμάται ακριβώς αυτό: πως είναι καθηγητής. Θα μπορούσε βεβαίως να είναι δάσκαλος, μ' αρκείται στην έδρα τη στενότερη, καθόσον ο δάσκαλος πρέπει να δίνει παράδειγμα με την πράξη του και τη ζωή του, όταν ο Γιανναράς αρέσκεται απλά στο να γράφει και να μιλάει αδιαλείπτως - δηλαδή πράξη του είναι η φλυαρία. Η φλυαρία ωστόσο είναι ίδιον του καθηγητικού ήθους, όχι ενός δασκάλου. Ξοδεύει, ο καθηγητής λοιπόν, ένα σωρό αράδες να μας διδάξει τι θα πει αβελτηρία κι από πού προέρχεται, μόνο και μόνο για να κάνει την κλασική αντι-αριστερή του προπαγάνδα. Γι' αυτή την τελευταία, ακόμα κι αν είναι στα σημεία σωστός (ως κι οι αριστεροί έχουνε βαρεθεί εαυτούς), χάνει το δίκιο του παρόλα αυτά με τούτο τον ευτελισμό, στον οποίο εκτροχιάζεται, προσπαθώντας να συνδέσει την κατάντια με τη νεολαία, με μια νεολαία δηλαδή απ' την οποία δεν έχει ιδέα - ή έχει μικρή - μα στερείται συνάμα και της διάθεσης να μαθητεύσει και να τη γνωρίσει. Γιατί ο Γιανναράς αρέσκεται να συναναστρέφεται μονάχα τους ομοίους του - και ποιος άλλωστε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για τούτο. Πιάσε το διαδίκτυο και ψάξε το, όσο βαθιά γουστάρεις, κι άμα απαντήσεις ποτέ το Γιαννάρα με φόντο γαλάζιον ουρανό και ανοιχτούς ορίζοντες αντίς νεκρά ντουβάρια και βιβλία, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη. Άμα τον δεις ποτέ περιτριγυρισμένο από συρματοπλέγματα κι αντίσκηνα αντίς αυλαίες και καλώδια μικροφώνων, από ματιές ανθρώπων που 'χουν γνωρίσει ξευτελισμό και πόλεμο, αντίς για φρεσκο-χορτασμένες μπάκες, με σιδερωμένα πουκάμισα και καθαρά παπούτσια (ζωή να 'χουν), να έρθεις να με χέσεις πατόκορφα. Κανείς, φυσικά, δε μπορεί να κατηγορήσει τον άνθρωπο ότι ιδιωτεύει. Πρέπει να 'σαι αδικαιολόγητα κακόπιστος, ώστε να πεις ότι δε νοιάζεται, ότι δεν τρέχει, ότι δεν παλεύει, με όποιον τρόπο τέλος πάντων νομίζει αυτός καλύτερο. Μα το ζήτημα είναι πως τρέχει πίσω και γύρω από 'κείνους που βρωμούν τα ίδια χνώτα, πίσω απ' τους σβέρκους εκείνους που ταλαντεύονται με συγκατάβαση, πίσω απ' τις ίδιες γκριμάτσες και τους ίδιους μορφασμούς. Αλλά, κύριε καθηγητά, δεν είναι έτσι.

Έπιασε ο ανεκδιήγητος να στηλιτεύσει τα κορίτσια που αμαυρώσαν, δήθεν, την παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας. Προσέξτε τώρα τη ρητορική «μαεστρία» (ειρωνεύομαι γιατί αντικειμενικά και ρητορικά είναι πολύ φτηνή) με την οποία κατέρχεται από το γενικότερο στο ειδικό. «Κάποια νεολαία βαυκαλίζεται ότι έχει "πεποιθήσεις"» γράφει λίγο νωρίτερα και κανείς δε μπορεί να διαφωνήσει, καθόσον είναι λογικό κάποιο μέρος νεολαίας - μα κι οποιασδήποτε ανθρώπινης ομάδας, όπως δηλαδή και κάποιο μέρος καθηγητάδων τύπου Γιανναρά - να βαυκαλίζεται ή ν' αυνανίζεται με οτιδήποτε. Κι αφού θεμελιώσει το πλαίσιο της αμπελοφιλοσοφίας, αμέσως μετά, με την κομψότητα μιας μπαλαρίνας από λίπος, προσγειώνει το κύρος του στα κεφάλια όχι μιας γενικής και αφηρημένης ομάδας, αλλά μια πολύ συγκεκριμένης συνάθροισης ανθρώπων. Μάλιστα ανθρώπων, όχι από εκείνους τους άλλους, που χάνονταν μέσα στη μαζοποίηση του ειδωλοποιημένου βηματισμού, ο οποίος προκαλεί έπαρση στον αγαπητό καθηγητή ή τους ομοίους του, αλλά ανθρώπων με πρόσωπο, ανθρώπων με θάρρος να σταθούν και να εκτεθούν δημόσια, ανθρώπων που - ακόμη κι αν διαφωνεί κανείς μαζί τους - ξεχώρισαν ως πολιτικές οντότητες κι όχι απλά ως άτομα. Μπορεί να κάνουν λάθος, μπορεί τα επιχειρήματα εναντίον τους να είναι καταφανή κι αδήριτα, αλλά κανείς δε μπορεί να τους αρνηθεί το ελάχιστο τούτο, πως βρήκαν το θάρρος να κηρύξουν δημόσια τη θέση τους.

Απέναντι σ' αυτά τα κορίτσια, νέες, κοπέλες, γυναίκες - πείτε τις όπως θέτε - έπιασε ο Γιανναράς την πένα του να επιτεθεί. Το ότι πρόκειται για επίθεση δε χωρά αμφιβολία. Το ασύμμετρο ετούτο σχήμα είναι αφόρητα τετριμμένο: κάποιος επιτίθεται σ' ένα θεσμό που θεωρεί παράφωνο ή σάπιο, ένας άνθρωπος που 'χει ταυτίσει τον εαυτό του με το θεσμό αισθάνεται πως θίγεται ο ίδιος, ανταπαντώντας με τη σειρά του όχι - ισοδύναμα - απέναντι σ' έναν αντίπαλο θεσμό, μ' απέναντι στους ανθρώπους που θαρρεί πως τον εκπροσωπούν. Ο Γιανναράς φαίνεται να μη γνωρίζει τη διαφορά θεσμού κι ανθρώπου κι έτσι επιτίθεται αδιακρίτως σ' οτιδήποτε και δίχως μπούσουλα. Έτσι γαμούν οι χριστιανοί, θα 'λεγε κάποιος πιότερο αθυρόστομος, μα εγώ διστάζω. Δίχως να γνωρίζει στο παραμικρό τις κοπέλες αυτές, τις ταυτίζει άμεσα με τις ιδεοληψίες και τις προκαταλήψεις του, θεωρεί πως εκπροσωπούν εκείνο ακριβώς που ο ίδιος απεχθάνεται, είναι οι ενσάρκωση της αριστερής μαλάκυνσης κι όλων των δεινών που μαστίζουν τον έρημο τούτο τόπο. Μα ξεπεράσαμε πλέον την απλή γκρίνια. Ακριβώς τούτο: ο Χρήστος Γιαννάρας εμφανίζεται για μία ακόμη φορά κακοήθης, καθώς δε μιλά γενικά κι αφηρημένα, μα βάζει στο στόχαστρο συγκεκριμένα πρόσωπα, ως προς τα οποία έχει παντελή άγνοια, πέραν ενός ελάχιστου περιστατικού απ' τη ζωή τους. Οι κοπέλες ετούτες γίνονται «άδειες ψυχές» κι ένα σωρό άλλες ασυναρτησίες, οι οποίες προκειμένου να γίνουν συναρτήσεις θα έπρεπε κανείς να καθίσει και να κουβεντιάσει μαζί τους, μ' άλλα λόγια να γνωρίσει τον αληθινό άνθρωπο.

Αν ο καλός καθηγητής μάζευε λίγο τα λυσσακά του και στο βαθμό που το γεγονός τόσο τον κόφτει, θα μπορούσε κάλλιστα - για έναν άνθρωπο με το κύρος του θα 'ταν το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο - να έρθει σε επαφή με την ομάδα και ν' ανοίξει μαζί τους έναν ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο, αν φυσικά δεν είχανε κι αυτές αντίρρηση. Και δε βλέπω γιατί θα είχαν, αν κρίνει κανείς από το μετρημένο ύφος της ανακοίνωσής τους, όπου αποφεύγουν άριστα να θίξουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από θεσμούς - ικανότητα ως προς την οποία ο καθηγητής μένει μετεξεταστέος. Αντί γι' αυτό ο μέγας διδάσκαλος του έθνους εκφέρει σα να τις γνώριζε από χθες, σα να μην αποτελούσαν συμπολίτες του και ζωντανά πρόσωπα, αλλά δομικές μονάδες πολιτικής παράταξης. Αυτός είναι ο Γιανναράς του «προσώπου» και του σεβασμού, ο ενάντιος στον ατομισμό και την αλλοτρίωση του δυτικού ήθους; Αυτός είναι ο Γιανναράς που μας καλεί σε κοινό βίωμα, όταν ο ίδιος δεν ξεκουνιέται απ' το θώκο του να βγεί έξω σε δρόμους και σε πλατείες να με το μόνο πράγμα που του 'χει απομείνει; Μάλλον δεν ξέρει πια μήτε ο ίδιος τι του 'χει απομείνει. Αν είναι δηλαδή το σταυρουδάκι του ήλιου ή μια πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα.

Να βγεις έξω σε δρόμους και σε πλατείες, ωστόσο, σημαίνει να γνωρίσεις τους νέους από κοντά, όλους κι όχι μονάχα τους χριστιανούς ορθόδοξους ή αυτούς που σε βολεύουν ή που σε κολακεύουν. Να βγεις έξω σε δρόμους και σε πλατείες σημαίνει να παρατήσεις την απολιθωμένη σαβούρα της Καθημερινής και την τεχνητή ευπρέπεια της τηλεόρασης. Να βγεις έξω σημαίνει να εκτεθείς στο «φόβο» της αναθεωρήσης, της μετάνοιας, της συγχώρεσης. Σημαίνει νίκη επί του εγωισμού, νίκη του ανθρώπου, της κοινότητος. Σημαίνει να κάνεις πράξη αυτό ακριβώς που διακηρύσσεις, να συνθέσεις ζωντανή κοινότητα κι όχι να γράφεις διατριβές γι' αυτήν. Κι ακόμη, να φτιάξεις ζωντανή κοινότητα δε σημαίνει να τη φτιάσεις με τους ομοίους σου, γιατί τούτο δεν έχει καμία ζωντάνια μ' αντίθετα ριζώνει στη θνησιγένεια και την παραίτηση. Ζωντανή κοινότητα δε συνθέτουν οι όμοιοι, αλλά οι ζωντανοί, δηλαδή εκείνοι που αναζητούν διαρκώς ένα κοινό παρονομαστή. Γιατί η ζωή έχει τούτο το χαρακτήρα να χτίζει και ν' αναζητά διαρκώς γιοφύρια. Τ' αντίθετο είναι μόνον επικράτηση θανάτου και τίποτα περισσότερο.

Το κέρδος θα 'ταν ασύλληπτο, λοιπόν! Μιλώ για το κέρδος άνθρωποι αυτού του επιπέδου καλλιέργειας (ναι, σαν το Γιανναρά εννοώ) ν' ανοίξουν τα στήθη τους και τα μυαλά τους στον κόσμο που είναι σήμερις, παρά σ' αυτόν που ήταν κάποτε. Φανταστείτε την ομορφιά μιας τέτοιας διαλεκτικής αντιπαράθεσης, ανάμεσα σ' έναν πράο Γιανναρά και τα κορίτσια της παρέλασης, ανάμεσα στο νηφάλιο κυρ-Χρήστο και μια παρέα μαχητικών αριστερών, ανάμεσα στη δομημένη σκέψη του καθηγητή και μια γεμάτη ζωτικό πάθος κατάληψη αναρχικών, ανάμεσα στο γερο-δάσκαλο κι ομάδες μαθητών - «απείθαρχων» ή άλλων -, ανάμεσα σε μια συντροφιά ταλαιπωρημένων προσφύγων και στο θεράποντα τούτο μιας αγαπητικής «θρησκείας». Βάλετε με το νου σας τι μπόλιασμα γονιμοποιό, τόσο για τη διψασμένη πιάτσα των ανθρώπων για νοήματα, όσο και για το Γιανναρά τον ίδιο. Φανταστείτε αυτή την παρακαταθήκη, αντί της διαδικτυακής αυτοκατανάλωσης όπου ο αρχικά ενδιαφέρων καθηγητής κατάντησε ν' αναμασάει εαυτόν σα μηρυκαστικός κανίβαλος. Φανταστείτε αυτόν τον άνθρωπο με την ανανέωση, με τη ζωογόνηση που 'φερε στην ορθόδοξη σκέψη απέναντι στ' άγονο κι άνυδρο κληρικαλιστικό καρκίνωμα, φανταστείτε αυτόν τον άνθρωπο ν' αφήσει την Καθημερινή και να πιάσει να θέτει ερωτήματα απ' την αρχή (αντί να ειρωνεύεται τις απαντήσεις των άλλων) στην Αγορά των ελεύθερων πολιτών κι όπου αλλού έχει ελεύθερους ανθρώπους, αντί για πλαστικούς!

Αλλά μην περιμένουμε τ' αδύνατα απ' τους άλλους, αν δεν τα ζητούμε πρώτα από εμάς τους ίδιους. Κάθε άνθρωπος είναι τα όριά του. Μόνο που κάποιοι ζούνε διαρκώς εντός τους, άλλοι βγάζουνε πού και που κάνα ποδάρι απέξω. Ο Γιανναράς πλέον εγέρασε, δεν την παλεύει άλλο. Εννοώ εγέρασε ψυχικά. Μέχρι εκείς έφτασε το μυαλό του. Δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα τετριμμένα σχήματα της αστικής νοοτροπίας, αυτά που τον γαλούχησαν. Κατάφερε μόνο να τα εξωραΐσει κάπως. Δεν ήθελε - κι ούτε το θέλει - ν' αφήσει τη συναισθηματική ασφάλεια των ιδεολογημάτων του (που δεν τα παραδέχεται ως τέτοια) και ν' αναγνωρίσει τουλάχιστον πως μια καινούργια κοινωνία γεννιέται ή πρόκειται να γεννηθεί ή χρειάζεται να γεννηθεί, την οποία του είναι αδύνατο να φανταστεί. Κι ούτε είχε, τελικά, την ικανότητα εκείνη, ξεχωρίζοντας το ουσιαστικό από την ελληνικότητα και την ορθοδοξία, να καταφέρει να το μεταπλάσει, να το μεταμορφώσει ώστε να χωρέσει στη γλώσσα τη σημερινή. Γιατί έμεινε στη γλώσσα τη δική του. Οι άνθρωποι, παρόλα αυτά, ακόμη παλεύουν να συνθέσουν κοινότητες, μόνο που - σα δε γίνεται για το κέρδος - γίνεται σε χώρους, από 'κείνους που ο Γιανναράς αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Παλεύουνε αριστερές ομάδες, παλεύουνε αναρχικές ομάδες και άλλες ετερόκλητες, παλεύουνε ομάδες δάσκαλων κι άλλες καθηγητών, παλεύουνε ομάδες γιατρών, ομάδες αγροτών κι ένα σωρό άλλες ομάδες ανθρώπων δίχως καμία περαιτέρω ιδιότητα από 'κείνη του πολίτη ή του ανθρώπου. Παλεύει ο κόσμος να συνθέσει μικρές οάσεις ζωής, κοινότητας, κατανόησης, αλήθειας. Ο Γιανναράς επέλεξε, ωστόσο, να βουλιάξει μέσα στον εαυτό του. Κρίμα, καθώς απ' τη γενιά του ήταν από τους λίγους εκείνους που 'χε τα φόντα να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο απ' την Καθημερινή του ασχολία. Κρίμα για το δάσκαλο, κρίμα και για το μαθητή! Κρίμα που με το σημερινό μου τούτο λίβελο πενθώ το δάσκαλο προτού το θάνατό του.

Φύλαξα για κατακλείδα κάτι στ' οποίο πιθανότατα σφάλλω, ένεκα βλέπετε το δεινό της ημιμάθειας, αλλά βλασφήμησα τοσάκις σήμερα, ώστε δεν έχω την παραμικρή ελπίδα άφεσης. Παρατηρείστε πώς ο καλός καθηγητής, επιλέγοντας για τίτλο του μια φράση από την «Πρέβεζα», ουσιαστικά μοιάζει να μη καταλαβαίνει καν το νόημα του ποίηματος, ακυρώνοντας εν τέλει εαυτόν. Ο Καρυωτάκης, ο άνθρωπος εκείνος που έβαλε τη μισή Αθήνα να τρέχει σε μια δίχως αντίκρυσμα αγγελία - με φάρσα αναδεικνύοντας τη φάρσα των ανθρώπων - , ο άνθρωπος εκείνος που χλεύαζε την κοινωνική υποκρισία, την τυπολατρική κενότητα, που απέτυχε να πνιγεί αληθινά μα πνιγόταν καθημερινά απ' τη χαιρεκακία, τη μικρότητα του καθωσπρέπει, η βασανισμένη τούτη ψυχή θα κέρδιζε μάλλον πολύτιμες στιγμές χαράς αντιμέτωπος με τα σοκαρισμένα πρόσωπα των χθεσινών «πατριωτών» της Νέας Φιλαδέλφειας, παρά θα στεκόταν στο πλευρό του Γιανναρά βγάζοντας το καπέλο κι άλλες θεατρικές ανοησίες. Αστοχώντας ως προς τους συμμάχους του, ο καλός καθηγητής δεν καταλαβαίνει πως η μόνη σχέση του με τον Καρυωτάκη είναι πως κατήντησε να μοιάζει περισσότερο στο «δάσκαλο με την εφημερίδα». Επιμένοντας ακριβώς να τελειώσει τη ζωή του στο ίδιο τούτο κακιασμένο και μίζερο μοτίβο που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, είναι μεγάλος φόβος να σβήσει κάποτε όχι σαν ένας από εκείνους τους ανθρώπους που φώτισαν λίγο το διάβα μας, κρατώντας «σκήπτρο και λύρα», μα πιθανότερα σαν «ένας» από εκείνους τους «τουλάχιστον».

Υστερόγραφο

Ένας δάσκαλος παλιός (που θα πει: με αμέριστη αγάπη προς τους μαθητές του) γνωρίζει πολύ καλά, σαν είναι χρεία, να κοιτάζει τον άλλονε στα μάτια και να ζητά θαρρετά συγγνώμη.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Τον διανοούμενο κι αν πλένεις!

Μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι, λέει μια παροιμία. Μιλάει κι ο Κόλλας, θα πρόσθετα για να 'μαι ασορτί. Τώρα, πού και πού, μιλάει κι ο Φώτης ο Τερζάκης και λέει διάφορα. Το Φώτη τον Τερζάκη είναι καλό να τον διαβάζεις. Ακόμα κι όταν γράφει μαλακίες, δε γράφει μόνο μαλακίες και μαθαίνεις πολλά από τις αναλύσεις του. Προσωπικά, έχω στο αρχείο μου αρκετά άρθρα του Τερζάκη κι ούτε χαίρομαι κι ούτε στεναχωριέμαι για τούτο, απλά μαζεύτηκαν με τα χρόνια των αναγνώσεων. Του Τερζάκη δεν του λείπει η καλλιέργεια, ούτε η αριστεροφροσύνη (αν το θεωρεί κανείς τούτο προσόν), αλλά θα 'ταν καλό να του 'λειπε, πού και πού, η φτηνή προκατάληψη ενός κοινού μαλάκα, όπως σε τούτο το άρθρο του, το οποίο θα σχολιάσουμε κατά σημεία. Το άρθρο βαστά από το '11, μα ξεθάφτηκε από κάποιους και κυκλοφόρησε εκ νέου, εξαιτίας της πρόσφατης αντικαπνιστικής αναζωπύρωσης, ήτις αφύπνισε το παραδοσιακό εμφυλιοπολεμικό πνεύμα ημών, απ' το οποίο ουδείς Έλλην αλώβητος και άκαπνος. Αναρτήθηκε άστοχα ως υψηλότερης ποιότητας και βαθύτητας ανάλυση, αλλά η ουσία του είναι πέντε γραμμές και τ' άλλα φλυαρίες - όπως, δηλαδή, γράφω κι εγώ. Σε σχέση πάντως με τη γενικότερη τρικυμία, η οποία ταλανίζει τον «τοίχο» του καθενός (και το κρανίο) ο Τερζάκης διαβάζεται με περισσότερο ενδιαφέρον.

Γενικά - κι ας λέω εγώ τα καυτερά μου - δεν πρόκειται γι' άσχημο άρθρο, μα ούτε και τίποτα πολύ της προκοπής. Μοιάζει βασικά με το καταπράσινο, γυαλιστερό μήλο που ξεδιαλέγεις στο μανάβικο, μα σαν κάνεις να το περιστρέψεις, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια τεράστια, ξετσίπωτη σαπίλα. Δεν είναι κακό άρθρο, ως προς τις συναρτήσεις και τις εξαρτήσεις τις οποίες παλεύει να διαυγάσει, αλλά είναι χείριστο ως προς τη συναισθηματική του φόρτιση και προκατάληψη. Από τη μία, δηλαδή, οι τερζάκειοι συνειρμοί - ακόμα κι όταν είναι τραβηγμένοι απ' τ' αυτιά - σε προκαλούν να σκεφτείς, να πονηρεύεσαι, να μην είσαι χάπατο και της κλωτσιάς κι ως εκ τούτου δε φεύγεις χαμένος από τις αναγνώσεις του, ακόμα-ακόμα κι αν σου ξινοπέφτουνε. Μ' από την άλλη, για το συγκεκριμένο άρθρο συμβαίνει και το παρακάτω : αν ο Τερζάκης ήταν σεφ, τα μακαρόνια με τη σάλτσα θα τά 'φτιανε ώστε ν' αντιστοιχεί ένα μακαρόνι σε 300 γραμμάρια πελτέ. Πιάνει το αντικαπνιστικό ζήτημα κι απο 'δω το φέρνει, από 'κει το φέρνει, το ανάγει σε επέλαση τέταρτου Ράιχ, τους καπνιστές σε θύματα ολοκαυτώματος και τους αντικαπνιστές (Αντίκα) σε ρινόκερους του Ιονέσκο. Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, για σύνελθε λιγάκι! Γράφει να 'ούμε :

« Η νομοθετική απαγόρευση του καπνίσματος «δημοσίως» ξεκίνησε από τις αγγλοσαξωνικές χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία) και τη Σκανδιναβία, εκεί ακριβώς που οι ασφαλιστικές πολιτικές ενεπλάκησαν νωρίς με ευγονικές αντιλήψεις και δράσεις (περίπτωση Σκανδιναβίας) ή το σύστημα της ασφάλισης-περίθαλψης εκχωρήθηκε ολοκληρωτικά στην κερδοσκοπία του ιδιωτικού τομέα (περίπτωση ΗΠΑ). »

προσπαθώντας να εκβιάσει αποδείξεις από εικασίες και απλές ενδείξεις, οι οποίες θα μπορούσε να είναι και συμπτώσεις ή παράλληλες πορείες, κι όχι θεμελιώνοντας επιχειρήματα σε στέρεο έδαφος και σε κατάλληλες παραπομπές για οικονομία χώρου. Ο Τερζάκης κάνει αυτό που κάνουμε οι περισσότεροι : εκμεταλλεύεται ένα αφηρημένο αίσθημα, ένα ψυχανέμισμα του πούτσου, μια συνεπαγωγή αντίς μια ισοδυναμία, προκειμένου να δημιουργήσει τις εντυπώσεις που τόνε συμφέρουν και τον δικαιώνουν. Αφού η νομοθετική απαγόρευση ξεκίνησε από τις προαναφερθείσες χώρες και χάριν των ταπεινών λόγων που μας αραδιάζει, άρα δε θα μπορούσε να υπήρχαν άλλες (ή και άλλες) αντικειμενικές ή κοινωνικές αιτίες οι οποίες θα μπορούσαν πιθανότατα να οδηγήσουν στην απαγόρευση - ή θα μπορούσαν κάλλιστα να οδηγήσουν ένα άλλο κράτος και μια άλλη κοινωνία στη λήψη αντίστοιχων μέτρων. Είναι το ίδιο σα να λέμε πως το κακάο παράγεται σε χώρες με κλίμα τροπικό άρα όποιος τρώει σοκολάτα θα πρέπει να ζεσταίνεται. Ή πάλι, αφού οι ναζί ανασαίναν απ' τη μύτη, θα πρέπει εμείς να ρουφάμε από το στόμα, ώστε να μη μας πάρουν για ναζήδες. Προσωπικά, δε μ' ενδιαφέρει εδώ αν ο συντάκτης έχει δίκιο ή άδικο. Μ' ενδιαφέρει η σαθρότητα της επιχειρηματολογίας του.

Έτσι και προτού συνεχίσει το θάψιμο, ας προειδοποιήσουμε (ποιοι ακριβώς; ένας είμαι!) πως σε καμία περίπτωση δεν αρνούμαστε τις πολιτικές σκοπιμότητες και προεκτάσεις που πιθανότατα κρύβονται πίσω από κάθε νομοθετική κίνηση, την κρατική ανοργανωσιά και την «άρπα-κόλλα» στις περισσότερες νομοθετικές εφαρμογές, τις φορολογικές αρπαχτές με κάθε ευκαιρία, ούτε φυσικά αρνούμαστε τις παγκοσμιοποιημένες στρατηγικές διαχείρησης πληθυσμών και πόρων. Κι ούτε πιστεύουμε - όπως πολλοί φυσικά έθιξαν - στις αγαθές προθέσεις κανενός κράτους, πως χέστηκε δηλαδή η φοράδα στ' αλώνι για την προσωπική υγεία κανενός μας. Ούτε ακόμη παραγνωρίζουμε την κακεντρεχή λύσσα μερίδας αντικαπνιστών, η οποία πνέει μένεα άμα δει αναπτήρα και τσιγαρίζει κουκλάκια βουντού με DNA από τασάκια καπνιστών. Μα τον Τερζάκη δεν τον χωρούν οι ταπεινότητες. Άμα τανύζεται, το πνεύμα του απλώνεται σε διαστάσεις επικές και η κοινωνική ανάλυση τού ξεχειλίζει απ' τα μπατζάκια - ακόμα και τώρα που χειμώνιασε και δε φοράει πια βερμούδες. Ο Τερζάκης είναι στοχαστής πολλά βαρύς και τα λέει σταράτα, όπως τα μίλαγε κάποτε ο Μπογιόπουλος, αλλά μετά τον βαρεθήκαμε γιατ' ήταν φαφλατάς. Ο Φώτης είν' αητός της γης σφύραινα στο δρεπάνι, με Μαρξ κόβει το μάτι του και μ' Αγκαμπέν συρράπτει. Κι ωστόσο δεν παύει να 'χει γεννητικά όργανα - όπως όλοι μας. Έτσι, σα βρίσκει ευκαιρία προβαίνει κι αυτός σε μαυλιστικές χειρομαλάξεις - όπως όλοι μας.

Γράφει, λοιπόν, αλλού :

« Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια εφαρμογής το νέου ––τρίτου κατά σειράν, αν δεν απατώμαι–– και πολύ αυστηρότερου αντικαπνιστικού νόμου στην Ελλάδα, υπήρξαν, σε αντίθεση με την άκρως ανησυχητική παθητικότητα των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών, αξιοσημείωτες αντιδράσεις. »

όπου είναι καταφανές πως δε μιλάει ο ίδιος Τερζάκης, παρά το λόγο έχει πάρει πλέον το πουλί του. Κατά πως φαίνεται, αν κανείς δεν αντιδρά με ζήλο και πείσμα στους απανταχού αντικαπνιστικούς νόμους είναι υπόλογος «ανησυχητικής παθητικότητας» και σε καμία περίπτωση συνειδητοποιημένος πολίτης απέναντι σ' ένα μέτρο που θεωρεί αποδεκτό κι ευνόητο. Αν δεν αντιδράς γιατί σου το λέει ο Τερζάκης - ή γιατί δεν καταλαβαίνεις τα ίδια που καταλαβαίνει ο Τερζάκης - είσαι χάπατο και συνένοχος του «συστήματος της παγκόσμιοποιημένης βιοεξουσίας». Εκφράσεις βαρύγδουπες και φανφάρες μπαλαντέρ ώστε να κάμουν πολύ θόρυβο, σ' όποιο τραπέζι κι αν τις πετάξει κανείς. Ο Τερζάκης νομίζει πως είναι ο Νεύτων της Κοινωνιολογίας, μόνο αυτός αντιλαμβάνεται τις λεπτές κοινωνικο-πολιτικές συναρτήσεις. Οι υπόλοιποι δεν πέρνουμε πρέφα, είμαστε κοινοί ροφοί και συναγρίδες, είναι η γλαύκα κι είμαστε οι μπούφοι, είναι γερμανικός ποιμενικός κι είμαστε μπάσταρδα του δρόμου. Πού ακριβώς έγκειται η μαλακία; Ο Τερζάκης δεν υποστηρίζει πως είναι ανησυχητικό να μην αντιστέκεται κανείς στις παγκοσμιοποιημένες ελίτ - κάτι που τ' αντιλαμβάνεται και η κουτσή Μαρία - αλλά πως όποιος δεν αντιστέκεται στον αντικαπνιστικό νόμο συνεπάγεται πως δείχνει παθητικότητα απέναντι στις παγκοσμιοποιημένες ελίτ. Άλλος έχει πάθει εγκεφαλικό (εγώ), άλλος λέει ασυναρτησίες!

Το πρόβλημα στην επιχειρηματολογία της παραγράφου, απ' όπου και το προηγούμενο απόσπασμα, δεν κρύβεται στην παράθεση των επιμέρους γεγονότων, τα περισσότερα εκ των οποίων μοιάζουν σωστά, αλλά στην εκβιασμένη συνάρτηση, ώστε να γίνει ντόρος. Στην ικανότητα ετούτη, οι αριστεροί πραγματικά δεν παίζονται. Είναι γεγονός πως η παραγωγή οποιουδήποτε νομοθετικού προϊόντος, ακόμη κι αφετηριακά αγνού, οδηγεί χοντρικά σε διττή συμμόρφωση : σε ανθρώπους σύμμορφους προς το πνεύμα του νομοθετήματος και άλλους σύμμορφους προς το κέρδος (π.χ. κέρδος είναι κι η συμμόρφωση προς αποφυγή τιμωρίας). Από την πλευρά, τώρα, του στενά νοούμενου οικονομικού κέρδους, οι άνθρωποι χωρίζονται σ' εκείνους που αποζητούν το κέρδος εντός των νομικών πλαισίων κι άλλοι που στοχεύουν σε όφελος από την καταπάτησή τους. Ετούτες οι συνέπειες είναι αναπόφευκτες όσο αναπόφευκτη είναι η πορδή από το Milko. Αν, για παράδειγμα, είναι θεμελιώδης ασφαλιστική κατάκτηση η επιδότηση των ανθρώπων με αναπηρίες, ωστόσο θα υπάρχουν πάντοτε εκείνοι που θα το εκμεταλλεύονται με ψεύδη και μηχανορραφίες. Είναι τούτο επιχείρημα πως οι ασφαλιστικοί νόμοι, τελικά, προωθούνται από τους πονηράκηδες κι όχι από τις αντικειμενικές συνθήκες; Μα τούτο ακριβώς μας λέει ο Τερζάκης : αν ο αντικαπνιστικός νόμος είναι σύμφωνος με τα συμφέρονται των ασφαλιστικών εταιριών (ή άλλων) τούτο είναι κι απόδειξη συνάρτησης, όταν τούτο δεν είναι παρά απλή ένδειξη και αρχή εικασίας. Αλλά ακόμη κι αν ετούτο συμβαίνει πράγματι, οφείλουμε παρόλα αυτά να εξετάσουμε μήπως τα οφέλη για την κοινωνία είναι τελικά πολύ μεγαλύτερα, ασχέτως αν παράπλευρα οφελούνται και άλλοι, πονηράκηδες ή μη. Μου είναι αδιάφορο αν η ασφαλιστική επιχείρηση προάγει τη δημόσια υγεία για να γλιτώσει κερατιάτικα. Εκείνο που μ' ενδιαφέρει, πρωτίστως, είναι να να μην κάνει την πάπια, κάθε που είναι χρέος της να πλερώσει. Αν η τακτική ετούτη οφελεί συνάμα και τη δημόσια υγεία, πραγματικά και όχι για τους τύπους, είναι ένα κέρδος παραπάνω. Ωστόσο, ακόμη κι αν αφήσουμε την πλάκα και δεχτούμε (που το δεχόμαστε) πως, πράγματι, τα παγκοσμιοποιημένα κέντρα εξουσίας διαχειρίζονται τις ανθρώπινες μάζες με τακτικές ολοκληρωτισμού και βιομηχανίας, ακόμη κι έτσι, τούτο δε μας λέει σε καμία περίπτωση γιατί ο αντικαπνιστικός νόμος δε μπορεί να είναι αληθινά ωφέλιμος, ασχέτως δηλαδή με τις ατζέντες που τον προωθούν. Ο αρθρογράφος προτιμά να θολώσει με βερμπαλισμούς, παρά να διαυγάσει με γλώσσα καθαρή.

Στην παράγραφο που ακολουθεί, ο Τερζάκης φανερώνει τελικά το αληθινό του πρόσωπο, το οποίο δεν είναι εκείνο του κουλτουριάρη στοχαστή με τη βαθιά αναλυτική ικανότητα, αλλά εκείνο του κοινού χαιρέκακου και του μικρόψυχου ανθρωπάκου :

« Δεκαετίες τώρα οι εκλαϊκευτικοί δίαυλοι τής επιστήμης μάς βομβαρδίζουν με ανατριχιαστικές αναφορές για ολέθριες επιπτώσεις του καπνού στην υγεία, και συναγωνίζονται σε μελοδραματικότητα ειδικά όσον αφορά τη μοίρα των αθώων εκείνων θυμάτων, των «παθητικών καπνιστών» – και είναι αναμενόμενο οι άνθρωποι να επηρεάζονται. »

όπου ο γραφιάς του ποδαριού αστειεύεται με πράγματα, που δε θα 'πρεπε ν' αστειεύεται, τουλάχιστον ως άνθρωπος που επιχειρεί να γράψει ένα άρθρο της προκοπής κι όχι επιθεώρηση στο Δελφινάριο. Γιατί ακόμα κι ένας μονάχα θάνατος αρκεί! Ακόμα κι αν ένας μονάχα θάνατος επερχόταν ως συνέπεια παθητικού καπνίσματος κι όχι παράπλευρης αιτιολογίας, ακόμα κι αυτός θα ήταν αρκετός, ώστε να μη χωράνε ειρωνίες. Ένας θάνατος δεν είναι ούτε μελοδραματικός, ούτ' ανατριχιαστικός, ένας θάνατος είναι ένας θάνατος. Ένας θάνατος είναι όντως ολέθριος δίχως υπερβολή, τέτοια είναι η φύση του. Κι ένα θύμα παθητικού καπνίσματος - ακόμη κι ένα, αν υπάρχει - είναι όντως αθώο και όχι σχήμα λόγου. Προσωπικά δε βλέπω πουθενά την πλάκα, ο Τερζάκης ωστόσο είναι ο χωρατατζής των κηδειών, ο γραφικός μπάρμπας που σπάει τον πάγο με πικάντικες ιστορίες απ' τη ζωή του σχωρεμένου. Ο ίδιος φαντάζομαι ξεγελά εαυτόν ότι δεν είναι παντελώς ζώον και πως στόχος του δεν είναι καθαυτά τα θύματα (π' ούτως ή άλλως, κατά την επιστημονική του αυθεντία, είτε δεν υπάρχουν, είτε δεν υπάρχουν αρκετά) μα π.χ. οι ασφαλιστικοί κολοσσοί. Μ' αυταπατάται ο έρμος : μια χαρά εκμεταλλεύεται, για χάρη της ρητορικής του, ανθρώπους
πραγματικούς, ανθρώπους με διόλου ιδεατά συμπτώματα καθώς παλεύει φτηνά ειρωνευόμενος να επιτύχει τους σκοπούς του. Ακόμα κι αν ο τσιγαρόβηχας ήταν το μοναδικό σύμπτωμα, ακόμα και τότε ο Τερζάκης είναι οφσάιντ. Η επιχειρηματολογία του, οσοδήποτε ισχυρή (που δεν είναι, αλλά λέμε), σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την πιθανότητα να υπάρχουν έστω κάποια θύματα. Μάλλον, θα πρέπει η μάζα των νεκρών να ξεπεράσει κάποιο κρίσιμο όριο, ώστε να βαρύνει αισθητά στην τερζάκεια συνείδηση. Τι να μας κλάσουν, τώρα, πέντε-δέκα νοματαίοι;

Η μαλακία παίρνει σιγά-σιγά το πάνω χέρι, καθώς ως τώρα την πάλευε ακόμη με τις ισορροπίες :

« Δεν χρειάζεται να μπω εδώ στη συζήτηση αναφορικά με την εγκυρότητα των λόγων τής θεσμοποιημένης ιατρικής: κανένας στοιχειωδώς ενήμερος δεν αγνοεί ποιοι χρηματοδοτούν την ιατρική έρευνα στις ημέρες μας κι ελέγχουν με αναρίθμητους τρόπους τις επιστημονικές εργασίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. »

Λες κι η ιατρική έρευνα είναι μονάχα μία κι όχι ένα κυκεώνας σχέσεων, όπως κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, όπου πολλά φρούτα μπορούν κι ευδοκιμούν, άλλα δηλητηριώδη κι άλλα γεμάτα χυμούς και βιταμίνες! Αλλά, φυσικά, δεν αγνοεί κανείς ούτε και την ανάποδη, ποιοι θα μπορούσαν δηλαδή να χρηματοδοτούνε κι εκείνες τις άλλες έρευνες, αυτές π' αρέσουν στον Τερζάκη. Αυτού του είδους η συνωμοτική επιχειρηματολογία και το κλείσιμο του ματιού έχει για τον αξιοπρεπή διάλογο την ίδια χρησιμότητα με την καπότα : είναι εντελώς για τον πούτσο. Δεν οδηγεί πουθενά, δεν αποκαλύπτει τίποτα απολύτως κι όλοι αισθάνονται νικητές και το ίδιο (πολύ) έξυπνοι. Από την άλλη υπάρχει ένα αντιδιαμετρικό ήθος το οποίο θεωρεί εύλογο, συνετό και θεμιτό ν' απέχει κανείς συνειδητά και δίχως μένος από οποιαδήποτε δραστηριότητα, η οποία έστω και καθ' υποψία μπορεί να στέκεται βλαβερή για το συνάνθρωπό του, ασχέτως πόσο οριστικοποιημένη είναι η ιατρική έρευνα ή όχι. Αντίς δηλαδή να κοπανιέται στα πατώματα σα κακομαθημένο πεντάχρονο. Και συνεχίζει ο τρικυμισμένος νους :

« Και αν δεχθούμε ότι το ενεργητικό κάπνισμα ενέχεται όντως, ας πούμε, στην αύξηση καρδιοπαθειών και καρκίνων, πώς μπορεί να διευκρινιστεί τί ποσοστό βλάβης είναι απευθείας συνέπεια του καπνίσματος ... και τί ποσοστό οφείλεται σε παράλληλους επιβαρυντικούςπαράγοντες – ατμοσφαιρική ρύπανση, νόθευση ή μόλυνση της τροφικής αλυσίδας και των υδάτινων πόρων, υπερκατανάλωση χημικών, πυρηνικά απόβλητα, κοκ.

Το «πώς» αυτό ακριβώς είναι υπόθεση εργασίας της ερευνητικής, σε κάθε περίπτωση, επιστήμης. Άραγε έχει διαβάσει ποτέ στη ζωή του ο Τερζάκης, έστω ένα άρθρο στο Nature ή στο Science, να δει πώς ο ερευνητής παλεύει να παραμετροποιήσει και να ποσοτικοποιήσει τα δεδομένα του προβλήματος, γνωρίζοντας ήδη εκ των προτέρων τα μειονεκτήματα κάθε προσέγγισης και τα οποία οφείλει, φυσικά, να περιλάβει στα πορίσματά του; Έχει την παραμικρή ιδεά από επιστημονική μέθοδο ή πιάνει να γράφει έτσι του κώλου, ό,τι του φαίνεται γοητευτικό στην παραμυθολογία του; Μια σωστά δομημένη έρευνα, λοιπόν, αναγνωρίζει πως σε καμία περίπτωση δε μπορεί να είναι πλήρης, είτε με την ποιοτική, είτε με την ποσοτική έννοια, μπορεί ωστόσο να είναι συνεπής και τίμια στην προσέγγισή της. Προκαλώντας, φυσικά, και προσδοκώντας κάποτε τη διασταύρωση, την ενίσχυση ή την απόρριψή των πορισμάτων από άλλες ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες, ανά τον κόσμο. Μ' άλλα λόγια όλες οι έρευνες είναι ευεπίφορες στα ίδια μειονεκτήματα και σε καμία περίπτωση δεν οι «αριστερές» εγκυρότερες απ' τις αντιδιαμετρικές τους. Γράφει ακόμη :

« Καμία «έρευνα» δεν μπορεί να τα μετρήσει αυτά – κι αν μπορούσε, κανένας δεν θα την χρηματοδοτούσε »

όταν στην πραγματικότητα το σωστό θα ήταν «καμία έρευνα δε μπορεί να τα μετρήσει ΟΛΑ αυτά», μπορεί ωστόσο να μετρήσει κάποια. Το αν κανείς θα χρηματοδοτούσε ή όχι ανάλογες έρευνες, θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι στον γράφοντα πέφτει και το βάρος της απόδειξης, αν νομίζει δηλαδή πως κανείς δεν τις έχει ήδη χρηματοδοτήσει. Άνθρωποι που μιλούν με τέτοια ευάερα επιχειρήματα, σα να βρίσκονταν στο καφενείο, αν στριμωχτούν λιγάκι πιθανότατα θα παραδεχόντουσαν πως ίσως να 'χουν χρηματοδοτηθεί μερικές, παρά ολοσδιόλου. Κι αν πιεζόταν κι άλλο ίσως παραδεχόταν τις «μερικές» για «αρκετές» και πάει λέγοντας για καθεμία απ' τις πομφόλυγες της φλυαρίας του. Έτσι, για να μην πετάμε μπαρούφες δεξιά κι αριστερά, καταπώς βολεύει τον καθένα. Θα μου πείτε, έχω στοιχεία και μιλάω; έχω παραπομπές; έχω βιβλιογραφία; Κοιτάτε να σας πω. Εγώ κάθομαι δω στη γωνίτσα μου, κάθομαι μονάχος μου, δε με γνωρίζει και κανείς και γράφω για την πάρτη μου. Δε γίνομαι μαϊντανός στα κοινωνικά μέσα, ούτε με πληρώνουνε με το κομμάτι, δε γράφω βιβλία, δεν χρηματοδοτούμαι από κόμματα, δεν είμαι πνευματικός ταγός κανενός. Άμα χρειαστεί να γράψω ποτέ για ευρύτερο κοινό, τότε θα μάθετε πώς πρέπει να γράφει κανείς δομημένα άρθα κι όχι καζαμίες και μερομήνια. Δε χρειάζεται να είσαι γκουρού κι αλάνθαστος, χρειάζεται απλώς να έχεις ήθος και να 'σαι μετρημένος. Η παράγραφος κλείνει με το παραδοσιακό κλισέ και κρίμα την κουλτούρα του - μη χέσω :

« Η ενοχοποίηση του καπνίσματος είναι ένας εύκολος τρόπος να παροχετευθεί η ανησυχία των ανθρώπων σε ανώδυνους δρόμους, να μην σκεφτούμε όλα εκείνα που δεν πρέπει να σκεφτόμαστε. »

Τέλος πάντων, ετούτη η καραμέλα έχει γλειφτεί πια από τόσες γλώσσες ώστε ζήτημα είναι να της έχει μείνει η παραμικρή γεύση. Έχει απομείνει φράση κενή νοήματος, στο βαθμό που μπορεί κανείς να τη χρησιμοποιήσει οπουδήποτε και για οτιδήποτε. Η υιοθέτησή της στο έπακρο οδηγεί στον παραλογισμό : τελικά δεν έχει νόημα να μιλούμε για τίποτα, αφού τα μισά ζητήματα καταλήγουν να λειτουργούν αποπροσανατολιστικά ως προς τα υπόλοιπα μισά. Ό,τι να 'ναι, πραγματικά, όταν φυσικά τα ζητήματα θίγονται έξω από τα πλαίσια όπου συμβαίνουν, ασυνάρτητα από τα γεγονότα και τις εκάστοτε συγκυρίες.

Η επόμενη παράγραφος (τέταρτη στη σειρά) είναι ο κολοφώνας της ανοησίας και του λαϊκισμού, της ανύπαρκτης λογικής συνάρτησης και της κακής επιστήμης. Είναι από την πάστα εκείνη, με την οποία φτιάνονται τα περισσότερα hoaxes (κοινώς «ψευδείς ειδήσεις»), η μάστιγα δηλαδή της σύγχρονης αμπελοφιλοσοφίας. Αρκεί να διαβάσει κανείς «ανάμεσα» στα γράμματα. Το παθητικό κάπνισμα δεν είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, μας λέει ο Τερζάκης ο οποίος είναι αυθεντία στα ιατρικά ζητήματα, παρά «βολικός μύθος». Δεν αναρωτιέται καν, όπως θ' άρμοζε σ' έναν τίμιο στοχαστή, είν' απολύτως βέβαιος! Όσο βέβαιος είναι δηλαδή ο κλανιάρης για την πατρότητα των προϊόντων του. Απλώς δεν υπάρχουν αξιόπιστα ευρήματα για «στατιστικά σημαντικές βλάβες» παραθέτει ο αρθρογράφος, όπου ο λόγος του και μόνο είναι σφραγίδα εγγύησης. Βέβαια ετούτες οι «στατιστικά σημαντικές βλάβες» δεν είναι ατάκα να την πάρει κανείς αψήφιστα, αλλά αναπόδραστης βαρύτητας, εφόσον αφήνει να υπονοηθούν απροσδιόριστης ευρύτητας περιθώρια για ένα σωρό άλλες βλάβες, στατιστικά ασήμαντες. Περίτεχνα και πονηρά, αποφεύγει να σταθεί στο σημείο ετούτο, ο κατά τ' άλλα ευαίσθητος κι ανθρωπιστής Τερζάκης. Μη ύπαρξη στατιστικά σημαντικής βλάβης δε σημαίνει σε καμία περίπτωση μηδενική βλάβη. Μη έχοντας μπροστά μας τα ερευνητικά συμπεράσματα, μπορούμε να εικάσουμε διάφορα: είτε πως οι σοβαρές βλάβες έχουν στατιστικά πολύ μικρή πιθανότητα (αλλά συμβαίνουν), είτε πως τα στατιστικά στοιχεία είναι ανεπαρκή ώστε ν' αντλήσουμε σαφή συμπεράσματα, είτε ακόμα κι αυτό που πραναφέραμε : βλάβες δηλαδή στατιστικά λιγότερο σημαντικές, μα υπαρκτές παρόλα αυτά. Μ' ακόμη κι αν είμαστε όσο χοντρόπετσοι χρειάζεται, ώστε ν' αγνοήσουμε εκείνη την ενοχλητική χούφτα των ανθρώπων που ψοφάνε 100% - κι όχι λιγότερο - νοθεύοντας τη στατιστική καθαρότητα των αποφάνσεων, τι συμβαίνει με την έστω ανεπιβεβαίωτη υποψία η βλάβη να είναι τελικά πραγματική κι ευρύτερη; Ποια είναι η ηθική μας θέση, η πολιτική μας στάση, ο κλήρος που πέφτει στην ευθύνη μας; Τι 'ναι καλύτερα τελικά; να λειτουργήσουμε ψύχραιμα και προληπτικά, από μέριμνα και φροντίδα, από νοιάξιμο βρε αδερφέ, ή να πεισμώνουμε σαν δυσκοίλιες γαϊδάρες, αρχινώντας τις κλωτσοπατινάδες και φορτώνοντας το προσωπικό μας γινάτι σε πολιτικούς κόκκορες ή τράγους;

Η παραφιλολογία του πιο φτηνού κιτρινισμού, του είδους που συναντά κανείς στις ιστοσελίδες του συρμού κι έχει γαμήσει το ειδησεογραφικό ήθος, συνεχίζει να δίνει ρεσιτάλ με γλιτσώδεις κοινοτοπίες του είδους «Εκείνοι που είναι σε θέση να ξέρουν», «Ένας εξαιρετικά έγκυρος και κοινωνικά ευαίσθητος γιατρός», «Ο Σουηδός τοξικολόγος τάδε» κι ο «αυστραλός επιστήμονας δείνα». Ο Τερζάκης που δεν έχει επιστημονικό ήθος, αλλά μόνο πολιτικό, άμα διαβάσει τη λέξη «φασισμός» σε μια φυλλάδα καυλώνει και το παίρνει τούτο για εγκυρότητα. Σα δεξιά ψωλή, καυλώνει με την αυθεντία - εκείνη φυσικά που συμφωνεί μαζί του - όπως το άμυαλο μαθητούδι κι ο αφελής χωριάτης χάσκουνε άμα δουν γραβάτα. Πιάνει δυο-τρία άτομα τα οποία έγραψαν κάτι, κάπου, κάποτε και σφίγγεται να μας πει κάτι σημαντικό. Δεν έχει πάρει πρέφα πως στην επιστήμη σημασία έχουν τα δίκτυα κι οι ερευνητικές ομάδες κι όχι ένας-που-έγραψε-ένα-άρθρο-κάποτε-στη-Guardian ή σ' ένα post-it κολλημένο στο ψυγείο. Κύρος έχει η επιστημονική κοινότητα και όχι μια-δυο προσωπικότητες με τεράστιο τσουτσούνι ή αβυσσαλέο κόλπο. Κύρος δεν έχει ο Αϊνστάιν γιατί το είπε ο Αϊνστάιν, παρά γιατί ο επιστημονικός κόσμος αναγνώρισε σ' αυτόν κάποιαν αξία. Ο Τερζάκης δεν έχει πάρει χαμπάρι από βραβευμένους επιστήμονες κι ερευνητές, οι οποίοι αποκαθηλώθηκαν εν μία νυκτί, γι' απάτη, αστοχία, παραλήψεις. Για επαναλήψεις πειραμάτων, ακυρώσεις και ανεξάρτητες διασταυρώσεις, για μετα-έρευνες, αναθεωρήσεις κι εκ νέου ερμηνείες. Στο μυαλό του είναι όλα τετελεσμένα και ξεκάθαρα, όπως ακριβώς και στο μυαλό ενός ακραιφνούς... φασίστα! Παραδοξότητες έτσι;! Μα φασίστας ο σούπερ αριστερός Τερζάκης; Μα πώς; Αν είναι δυνατόν! Σχήμα λόγου όμως, μην το δέσετε κι ούτε να με μηνύσετε γι' αυτό. Έτσι για να λέμε. Γιατί έτσι είναι η τίμια μεθοδολογία : επιβάλλει γι' αφετηρίες ερωτήματα κι όχι προτηγανισμένες απαντήσεις. Ο υπεύθυνος και πραγματικά ελεύθερος πολίτης (όχι τα κομματικά φασόν) ελάχιστες φορές είναι σε θέση ν' αποφασίσει μ' ασφάλεια και βεβαιότητα. Διαφορετικά ουδέποτε θα υπήρχαν ηθικά διλήμματα και η ζωή θα κυλούσε σα βανίλια υποβρύχιο στο κουταλάκι της. Δυστυχώς, η ζωή βρωμά και ζέχνει ηθικά διλήμματα. Στο τέλος της ημέρας καλούμαστε ν' αποφασίσουμε με στατιστικές αβεβαιότητες και μ' ελλιπή στοιχεία, κάνοντας χρήση μόνο του καθαρότερου γνώμονα, που δεν είναι μήτε ο τοξικολόγος Nilsson, μήτε οι πέντε ποσοστιαίες μονάδες, αλλά ο συνάνθρωπός μας, εκείνος ή εκείνη που κάθεται δίπλα μας στην καφετέρια, στέκεται μπροστά μας στην ουρά, κάθεται στο πίσω κάθισμα ή κοιμάται στο ίδιο σπίτι ή δωμάτιο μαζί μας. Τα υπόλοιπα, Τερζάκη, είν' άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε.

Μα το ρεσιτάλ ερμηνείας δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ο χειμαρρώδης κι ανεξάντλητος αρθρογράφος μόλις τώρα φτάνει στο κρεσέντο του. Επειδή έχει διαβάσει και πέντε βιβλία σειρά έχει, τώρα, να μας τρίψει την κουλτούρα του στη μούρη. Μ' άλλα λόγια, ενώ ξεκινήσαμε από μια γαμημένη αντικαπνιστική εκστρατεία, φτάσαμε τώρα να μιλάμε γι' Αγκαμπέν και για Φουκώ, για εθνικοσοσιαλιστικό Ράιχ και στρατόπεδα συγκέντρωσης, για Raymond Aron και ινστιτούτα της Φραγκφούρτης κι ένα σωρό απίστευτα πράγματα να τα διαβάζει κανείς και να μαθαίνει, αρκεί να μην κάνει το λάθος να τα συνδέσει με το κάπνισμα και την τρικυμία που ταλανίζει τον τερζάκειο εγκέφαλο. Η χυδαιότητα του Τερζάκη έγκειται στην απροκάλυπτη ασέβεια κι αλαζόνεια προς τον αναγνώστη ή, τέλος πάντων, προς τον πάσα μη-Τερζάκη : δεν έχει νόημα να ξεκινήσεις καν να μιλάς, φιλαράκο, για το ζήτημα άμα δεν έχεις νωρίτερα διαβάσει Αγκαμπέν κι αν δε μιλάς με βιοπολιτικούς όρους και άλλα εμβριθή. Στην πραγματικότητα δε θέλει να σε πείσει για την άποψή του (π' ούτε ο ίδιος δεν τήνε ξέρει ακριβώς κι έχει από ώρα βγει εκτός θέματος), περισσότερο θέλει να σε κάνει να ντραπείς για τη δική σου. Το κάνει στην κατακλείδα ολοφάνερα :

« Τίποτα πιο αστόχαστο δεν υπάρχει από την κρυφή ικανοποίηση εκείνων που, μη καπνιστές οι ίδιοι, πιστεύουν ότι επιτέλους θ’ απαλλαγούν από μια περιττή ενόχληση »

όπου ταυτίζει την ανακούφιση κάποιων ανθρώπων με την αστοχασιά και μ' επιπολαιότητα. Δηλαδή, μόνο αν είσαι αστόχαστος αναστενάζεις μ' ευχαρίστηση που - το λιγότερο - δε θα βρωμάνε τα ρούχα σου τρεις μέρες τσιγαρίλα και δε θα τσούζουνε τα μάτια σου για το υπόλοιπο της μέρας. Μα να 'ταν απλά και μόνο τούτο! Στο μυαλό του Τερζάκη δεν είσαι απλά αστόχαστος, παρά είσαι συνένοχος της μεγαλύτερης πολιτικής συνομωσίας! Από το πουθενά, για έναν αναστεναγμό βρε αδελφέ, μία βαθιά ανάσα, βρίσκεσαι τώρα στο εδώλιο κατηγορούμενος κι από τον έναν ολοκληρωτισμό (του κεφαλαίου) βρίσκεσαι τώρα υπόλογος στον άλλο: τον ολοκληρωτισμό της ιδεολογικής καθαρότητας του κάθε νεκρόφιλου αριστερού. Γιατί στο μυαλό του Τερζάκη δε μπορούν να συμβαίνουν και τα δύο, δηλαδή ν' ανακουφίζεσαι δίχως να παραγνωρίζεις τις βιοπολιτικές στρατηγικές. Η παραδοξότητα ετούτη λύνεται πολύ εύκολα : αρκεί κανείς να παραδεχτεί την πολυσημία των ανθρώπινων κοινωνιών και σχέσεων, όπου παρεμφερή αποτελέσματα εκκινούν συχνά από εντελώς ανόμοιες αφετηρίες. Κι ως εκ τούτου, ξεκινώντας από την απαγόρευση του καπνίσματος κι ανηφορίζοντας τη διαδρομή αντίστροφα μπορεί άλλοτε να 'ρχόμαστε αντιμέτωποι με μια πραγματική μέριμνα δημόσιας υγείας, άλλοτε (κατ' εμέ το συνηθέστερο) με μια οικονομική αρπαχτή και στυγνό καπιταλιστικό ανταγωνισμό κι άλλοτε πάλι με την ολοκληρωτική δυστοπία που προφητεύει ο ινστρούχτορας της καρδιάς μας. Μα ποια 'ναι η αλήθεια, τέλος πάντων; Προσωπικά, θεωρώ πως κάθε εκδοχή διεκδικεί ερμηνευτικό μερίδιο, άλλη περισσότερο κι άλλη λιγότερο, αναλόγως του πλαισίου εντός του οποίου κουβεντιάζουμε : αν είναι παγκόσμιο επίπεδο, κρατικό επίπεδο ή το επίπεδο της καφετέριας που θα κάτσουμε να ρουφήξουμε μια τζούρα (καφέ).

Μα σ' ένα πράμα έχει δίκαιο ο Τερζάκης: η αντικαπνιστική εκστρατεία συνήθως εκφράζεται και διαδίδεται με όρους παράνοιας απ' τα διάφορα Ενημερωτικά Μέσα. Αυτό, ωστόσο, εξαντλείται ευτυχώς στα τηλεοπτικά εκράν και σπάνια απαντάται στην απλή καθημερινότητα των ανθρώπων, όπου συνήθως επικρατεί το χιούμορ κι οι εντάσεις μικρού βεληνεκούς. Τούτη, δηλαδή, η αντικαπνιστική παράνοια δεν είναι αντικαπνιστική εξαίρεση, είναι απλά ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται τα Μέσα για οτιδήποτε: το άσυλο, τις πορείες, τις καταλήψεις, το ελεύθερο κάμπινγκ, τους μικροπωλητές, τους πρόσφυγες, τους ομοφυλόφυλους, της καθαρίστριες, τους καλικάντζαρους και τους Πέρσες του Αρτάβαζου. Τα πάντα όλα γίνονται αντιληπτά μέσα σε καθεστώς πολεμικής παράνοιας, παρά σε καθεστώς διαλόγου, αποσαφήνισης και κατανόησης, ανοιχτού πνεύματος κι αποκλιμάκωσης. Έτσι, ο αντικαπνιστικός νόμος δε θα μπορούσε ν' αποτελεί εξαίρεση και ν' αναπτυχθεί μέσα σε διαφορετικό κλίμα. Τα υπόλοιπα ο Τερζάκης μοιάζει να τα 'χει μπερδεμένα.

Σ' επίπεδο πολιτικής διαχείρησης πολύ πιθανό ο Τερζάκης να δικαιώνεται σε διάφορους βαθμούς. Κι ωστόσο, πέρα από καπιταλισμούς και παγκοσμιοποιήσεις, ο περιορισμός των καπνιστών - ή μάλλον της δράσης τους - έχει και μια δεύτερη, παράλληλη και κρυστάλλινη ερμηνεία, μια μετάφραση που γίνεται ξεκάθαρη άμα παρατηρήσει κανείς τους ανθρώπους στην πεζή καθημερινότητα κι όχι στις δαιδαλώδεις πολιτικές διυλύσεις και σε κλίμακες διηπειρωτικές. Μια μετάφραση, την οποία αν δεν αναγνωρίσουμε και ξεμπροστιάσουμε, καταδικάζουμε εαυτούς να την αναπαράγουν εσαεί. Αν θέλει, λοιπόν, ο κάθε αναλυτής Τερζάκης να μάθει πώς νιώθουν οι παθητικοί καπνιστές, ας αφήσει τις ειρωνίες να μαζεύουνε σκόνη στ' οπλοστάσιό του κι ας κοπιάσει να ρωτήσει αυτούς τους ίδιους, δηλαδή εμάς. Ας ρωτήσει μάλιστα τους πλέον καλόβολους από εμάς κι ας αφήσει τους τοξικολόγους και τις αριστερές ιδεοληψίες του στην άκρη. Ας έρθει να ρωτήσει εμάς τους ίδιους για τις συνθήκες εκείνες τις οποίες είμασταν αναγκασμένοι να υποστούμε από γεννησημιού μας, μέσα στο ίδιο μας στο σπίτι, στο σαλόνι, στην κουζίνα, στη γραφική παλιά αυλή, στις χιλιοτραγουδισμένες εκδρομές με τα κεφτεδάκια ή γύρω απ' το χαρούμενο κυριακάτικο τραπέζι. Ας αφήσουμε ακόμη κι αυτό το θέμα της υγείας στην άκρη - ας πάει στο διάτανο - κι ας μιλήσουμε απλά για ποιότητας ζωής. Θέλει να μιλήσουμε για τις ατελείωτες ώρες ναυτίας στο οικογενειακό αυτοκίνητο; Θέλει να μιλήσουμε για τις ευχάριστες «οάσεις» δύσπνοιας μέσα στους χώρους της οικογενειακής καθημερινότητας, για όσους «τυχερούς» δεν είχαν δικό τους δωμάτιο; Θέλει να μιλήσουμε για την ασύλληπτη καταπίεση των αισθήσεων στις καφετέριες, τις ταβέρνες και τελικά σ' οποιονδήποτε από τους χώρους ήταν υποχρεωμένος να συχνάζει ο άνθρωπος εκείνος, που επέμενε να διατηρεί μια στοιχειώδη κοινωνικότητα και δεν είχε πάρει απόφαση να μονάσει; Θέλει να μιλήσουμε για τα φλέματα, τους ερεθισμούς και τις γλινιασμένες μελιτζάνες που 'βγαιναν απ' τη μύτη μας ή τα βλέφαρα που γέμιζαν καρφιά κι ανεβοκατέβαιναν ίδιες τσουγκράνες μέχρι να τ' απαλλάξει ο ελεήμων ύπνος; Θέλει να μιλήσουμε για όλες εκείνες τις στραβωμένες φάτσες, τις ειρωνίες ή την αδιαφορία τα οποία ήταν αναγκασμένος να υποστεί οποιοσδήποτε τολμούσε και με κάθε δισταγμό - αντί να ξεκινήσει καυγά - να παρακαλέσει το διπλανό στην καφετέρια να ξεφυσά πιο πέρα ή να κάνει λίγο κράτει; Ο ανεκδιήγητος καραγκιοζοπαίχτης που λέγεται Τερζάκης επιμένει να παραγνωρίζει την αφόρητη καταπίεση την οποία ανεχτήκαμε εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι για τη μισή σχεδόν ζωή μας ή για όλη. Για τούτη την προκατάληψη, την οποία έχει το θράσος να μεταμφιέζει με πολιτικές σερπαντίνες και να την καταλογίζει σε μας ως αστοχασιά - ή ό,τι άλλη ανοησία του υποβάλλει το πλεονάζον σπέρμα - θαρρώ έχω κάθε δικαίωμα να τον επικρίνω ασύστολα ως μέγιστο αυνάνα, καθώς ως κάθε αυνάνας κοιτάζει μόνο το πουλί του, είτε ως αλληγορία είτε κυριολεκτικά, άμα τον κολακεύει. Επιμένει να παραγνωρίζει τον «ολοκληρωτισμό» τον οποίο είχαν επιβάλει για δεκαετίες οι καπνιστές με τα τερτίπια τους, οι κακομαθημένοι ετούτοι πασάδες που δε σηκώναν μύγα στο τσιμπούκι τους. Επιμένει να παραγνωρίζει την αλητεία τύπου Κανέλλης, η οποία επικρατούσε σ' ολόκληρη την Ελλάδα κι η οποία (Κανέλλη) παρόλη την καλλιέργειά της, δεν καταλάβαινε ή δε γούσταρε να παραδεχτεί. Πως, δηλαδή, το λάθος της δεν ήταν ότι κάπνιζε όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, μα ο τρόπος που αρνούνταν να βάλει το πάθος της μία στιγμή στην άκρη απέναντι σε μιαν άλλη προτεραιότητα. Γιατί μπέρδευε τους ανθρώπους που την έβλεπαν από την τηλεόραση με τα λαμόγια που 'χε συνηθίσει να συναναστρέφεται στην τηλεόραση. Κι έτσι, συνέχιζε κι αυτή η αλλοπαρμένη, μίζερη ψυχή να διαδίδει με τον ίδιο τρόπο το συνηθισμένο νεοελληνικό ήθος του κάνω ό,τι θέλω, όπου θέλω και λογαριασμό δε δίνω. Μ' ακριβώς αυτό: ας δώσει επιτέλους κάποιος κι ένα λογαριασμό στον άλλο ή σε κάποιον! Ο αντικαπνιστικός νόμος δεν ξέρω αν ήρθε για να μείνει, παρόλα αυτά ήρθε σαν ήττα της κοινωνίας να διευθετήσει εαυτόν, εφόσον μια μερίδα των ανθρώπων αρνήθηκε επανειλημμένα να στοιχειοθετήσει ήθος και ν' αναλάβει ευθύνες απέναντι στους υπόλοιπους, τους οποίους κι είχε γραμμένους στις σκοτεινότερες κοιλότητες της ανθρώπινης ανατομίας. Κι είναι γνωστό πως εκεί που οι κοινωνίες αποτυγχάνουν, χώνεται σαν την ψωλή το κράτος κι οι μαφίες του.

Το γλέντι καλά κράτησε και δεν το λέω με κακία, το λέω με ανακούφιση κι ας εκτοξεύει κάθε βρωμύλος τις πολιτικές του ακαθαρσίες περί ανακούφισης. Τουλάχιστον έχω διαφορά απ' τον Τερζάκη: εγώ ανακουφίζομαι από κάτω μου, εκείνος ανακουφίζεται από πάνω μου. Ας κάνει καθείς ό,τι του καπνίσει αλλά, συγγνώμη, όχι όπου του καπνίσει. Ας κάτσει σπίτι του, στο μπαλκόνι του, στο πάρκο της γειτονιάς, ας χωρίσουν τα καταστήματα σε κατηγορίες, ποσώς μ' ενδιαφέρει τι θα κάνουν. Κανείς, τελικά, δεν απαγόρευσε στον άλλο να διαχειριστεί το σώμα του καταπώς γουστάρει. Όμως παραδόξως πώς, κανείς πια δε φτύνει όπου να 'ναι, όταν παλιότερα ο κόσμος ήταν γεμάτος πτυελοδοχεία. Μήπως κι η εξαφάνιση της ροχάλας ήταν συνέργεια των ασφαλιστικών και βιοπολιτική συνωμοσία του περασμένου αιώνα; Γιατί κανείς δεν αυνανίζεται όπου να 'ναι, δε χέζει όπου να 'ναι, δεν σνιφάρει κόκα όπου να 'ναι, δεν κλάνει όπου να 'ναι; Οι καπνιστές είχανε κι έχουνε πάρει ψηλά τον αμανέ, δυστυχώς, όχι υπό την αιγίδα κάποιου γνήσιου δικαιώματος μα περισσότερο εξαιτίας των απόλυτων αριθμών τους, οι οποίοι τους εξασφαλίζουν μεγάλη οικονομική δύναμη στην κοινωνία κι έτσι βρίσκουν το θράσος να χτυπούν και το χέρι στο τραπέζι, άμα λάχει. Η δύναμη, βεβαίως, ετούτη δεν προκύπτει απλά και μόνο απ' τις πωλήσεις της καπνοβιομηχανίας, μα επιπλέον απ' τις παράλληλες πωλήσεις των μπαρ, των καφενείων, της καφετέριας, της ταβέρνας, του μεζεδοπωλείου, της παμπ, του κλαμπ, του μπουζουξίδικου, των νυχτερινών κέντρων, των ψιλικατζίδικων και πάει λέγοντας. Δικαίωμά τους; Δικαίωμά τους. Αλλά μπροστά στην αμυδρή και μόνο υποψία να βλάπτουν τελικά τους συνανθρώπους τους
στ' αλήθεια, απέδειξαν και το αληθινό τους πρόσωπο, το πρόσωπο δηλαδή του κοινού πρεζάκια. Αντίς να κάμουνε κι ένα βήμα προς τα πίσω, ταπεινά, αναγνωρίζοντας το μπάτε σκύλοι αλέστε που απολάμβαναν τόσον καιρό, χυμάνε και να σε δαγκώσουν. Βρε άι και στο γερο-διάτανο! Κι εσείς και τα κακέκτυπα διανόησης τύπου Τερζάκη, που σου καταλογίζουν και πολιτικές ευθύνες, αν πεθυμήσεις να πάρεις μιαν ανάσα πίνοντας τον καφέ σου, όπως όλος ο κόσμος. Και όχι, αγαπητέ Τερζάκη: γονιός που δεν ξέρει πότε είναι η ώρα να καπνίσει και πότε είναι η ώρα να του κοπεί το χέρι έχει μεγάλο πρόβλημα (ψυχολογικό ή άλλο) και ναι, σ' ένα βαθμό κακοποιεί το παιδί του, όπως κακοποιηθήκαμε ένα σωρό παιδιά. Κι η κακοποίηση έχει τις διαβαθμίσεις της. Δεν ήταν κολάσιμο έγκλημα που τόσες δεκαετίες καπνίζαν δίπλα στην κούνια όσες μάνες, ήτανε κοινή άγνοια. Ούτε μας βιάσανε, ούτε μας αφήσανε ατάιστα, ούτε μας στέρησαν την αγάπη, αλλά κακοποίηση από αμέλεια ή ωχαδελφισμό ήταν, είτε σ' αρέσει να το χωνέψεις, είτε όχι. Μόνο η άγνοια, το πείσμα κι ανωριμότητα εμποδίζει τον καπνιστή που δεν μπορεί να κουλαντρίσει το συνήθειο του, απ' το να καταλάβει πόσο ζώον είναι. Ζώον, δηλαδή, με την έννοια την αληθινή κι όχι την υβριστική! Ζώον και όχι άνθρωπος, καθόσον δεν έχει τον παραμικρό έλεγχο πάνω στις έξεις και πάνω στις πράξεις του. Γιατ' είναι τόσο άρρωστος μέσα στον εθισμό του, ώστε δυσκολεύεται ν' αναγνωρίσει πού σταματά ο εαυτός του και που ξεκινά ο περιβάλλων χώρος.

Στην τελική, αν κάποιος το γράφει ωραία και δίχως Αγκαμπέν και μαλακίες είναι ο Νίκος Σαραντάκος κάπου στο ιστολόγιό του :

« Όσο υποκριτική και αν είναι η καθολική απαγόρευση του καπνίσματος, που είναι δηλαδή, είναι καταδικασμένη να πετύχει για έναν και απλό λόγο: είναι δίκαιη γιατί προστατεύει την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων. Και ως τέτοια και μόνο, δεν μπορώ παρά να την υποστηρίξω, όσο και αν με ενοχλεί ως καπνιστή. Τα υπόλοιπα που διατυπώνονται ως κριτική, περί προστασίας των ασφαλιστικών εταιριών, των ταμείων, του κρατικού προϋπολογισμού για την υγεία, περί ουσιαστικής αδιαφορίας της πολιτείας για τη ζωή των ανθρώπων, είναι σωστά. Είναι σωστά όμως για μία άλλη συζήτηση και όχι για την απαγόρευση ή μη του καπνίσματος. »


Αυτά είχα να μου πω, λοιπόν, πάω τώρα να ρουφήξω καμιά τζούρα απ' το τσιμπούκι της ειρήνης. Αντιός, σας φιλώ κι ορεβουάρ. Για κατακλείδα ας πω και το τελευταίο τούτο: του κράτους μπορεί να μην του καίγεται καρφί για την υγεία σας, αλλά μη σκάτε, και ο Τερζάκης χεσμένους σας έχει κατά βάθος.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Ειρωνία; Πάρε να 'χεις! [Μέρος Βου]

Τελικά βαρέθηκα και δε θα γράψω άλλο! Αυτές τις μέρες έχω καλύτερα πράματα να κάνω. Και πολύ ασχολήθηκα! Σας παραπέμπω, ωστόσο, στο Αντίφωνο και στο εν λόγω άρθρο .

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Ειρωνία; Πάρε να 'χεις! [Μέρος Άλφα]

Όσον αφορά στο ζήτημα της ειρωνίας, ο τελευταίος που 'χει δικαίωμα να βάνει τις πέτρες στην ποδιά, τα τρόχαλα στον κόρφο, είναι η αφεντομουτσουνάρα μου, καθόσον έχω ανάγει την ειρωνία σε σημαία, σχεδόν, του παρόντος ιστολογίου. Η ειρωνία είναι - αν όχι το ισχυρότερο - ένα από τα ισχυρότερα μέσα της σάτιρας, σίγουρα ωστόσο το επιθετικότερο. Δε μιλώ εδώ για σαρκασμό. Ετούτος έχει ξεφύγει, είναι υπερβολή. Ο σαρκασμός είναι εξ' ορισμού μοχθηρός και βίαιος κι η βία νομίζω πως δε χωρά στη σάτιρα. Θα μου πείτε: πώς γίνεται κάτι να γίνεται επιθετικό, χωρίς να είναι βίαιο; Ας συμφωνήσουμε σε τούτο: αν η ειρωνία είναι γραφική αψιμαχία, ο σαρκασμός είναι λύσσα και φονικό. Ακριβώς, λοιπόν, εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού της ειρωνίας - δηλαδή της επιθετικότητας - είναι πολύ εύκολο να ξεφύγει από το κωμικό προκαλώντας άστοχη βλάβη. Γιατί ο πραγματικός σκοπός της σατιρικής ειρωνίας δεν είναι να βλάψει πραγματικά, να προσβάλλει το πρόσωπο καθαυτό, αλλά μια πράξη, μια συμπεριφορά, ένα ήθος. Σκοπός της είναι, δηλαδή, περισσότερο να συνετίσει, παρά ν' απαξιώσει ή να καταστρέψει. Για τούτο το λόγο η διακωμώδηση της σωματικής εμφάνισης δεν ανήκει στην κατηγορία που συζητούμε, αλλά στο χώρο του φτηνού, του ανόητου, του κτηνώδους. Η ειρωνία, ως δημόσια σάτιρα, έχει επίσης στόχο να διδάξει τη ντροπή, τόσο στον υποκείμενο όσο και στους μειδιώντες, οι οποίοι αντιλαμβάνονται έμμεσα πως ουδέποτε θα επιθυμούσαν να βρεθούν στην ίδια θέση. Μ' άλλα λόγια, η ειρωνία αυτού του είδους είναι, κατά κάποιο τρόπο, και διδακτική κι επιπλέον περιοριστική του εγωϊσμού και της αλαζονείας, όχι μόνο όσων προκαλούν την τύχη τους, μ' ακόμη περισσότερο εκείνων που έχουν το θάρρος (ή τη σοφία) ν' αναγνωρίζουν στο θιγόμενο πρόσωπο κάτι από τους εαυτούς τους. Κι ωστόσο, η κατάλληλη ισορροπία, ώστε να επιτευχθούν τα προηγούμενα, απαιτεί ανθρώπους με γερό κι εύστροφό νου, μ' ανώτερη καλλιέργεια κι ευφυΐα, σίγουρα ανθρώπους με βαθιά αυτογνωσία. Δυστυχώς, τούτοι σπανίζουν. Δε μπορεί ο καθένας να δαμάσει και να ζέψει ετούτο το θεριό, καταφέρνοντας να ξεριζώσει τα παρασιτικά ζιζάνια, καλλιεργώντας συνάμα τις σωστές σπορές. Η Μαλβίνα ήταν ένα από τούτα τα καταιγιστικά μυαλά, καθώς δούλευε την ειρωνία σα τρίκοπο μαχαίρι, δηλαδή τέτοιο που να κόβει ως κι η λαβή του. Εγώ ας πούμε δεν είμαι τέτοιος. Εγώ απλά ειρωνεύομαι, προκειμένου να εκτονώσω μια καταπιεσμένη μοχθηρία, σε μικρές αβλαβείς δόσεις. Μ' άλλα λόγια, λοιπόν, όταν η ειρωνία δεν είναι μέρος σάτιρας (ή δηκτικού πειράγματος στην παρέα) είναι μικρόψυχη και κακοπροαίρετη.

Η ειρωνία αυτού του φτηνού είδους είναι οξεία ως προς το συναίσθημα που εκτονώνει κι όχι ως προς τη σύλληψη που συμπυκνώνει. Έτσι, για παράδειγμα, ο ηλικιωμένος εκείνος που με την αλλαγή μια κυβέρνησης αναστενάζει «Τώρα, σωθήκαμε!» άλλο δεν κάνει, με τ' αθώo ετούτο σχήμα λόγου, παρά να συμπυκνώνει τα βάσανα της κλεψάς και της γραφειοκρατίας που 'χει μετρήσει στο πετσί του μια ολόκληρη ζωή - είναι δηλαδή αντήχηση ενός βιώματος. Αντιθέτως, ο καθηγητής (ή ο γονιός) εκείνος, ο οποίος μπροστά στο χαμηλό βαθμό ενός διαγωνίσματος και στη αιτιολογία «ήμουν άρρωστος», απαντά στο μαθητή «Καλά, σε είδαμε και τον καλό καιρό!» - όταν δεν είναι άδολο πείραγμα - εκτονώνει απλά την κακεντρέχειά του, τη συναισθηματική του μιζέρια, την ανωριμότητα ή τη μικρότητά του. Υπάρχει, βεβαίως, κι η ντόμπρα ειρωνία του θυμού, η οποία δεν είναι άλλο παρά μια μεταφρασμένη βρισιά. Άλλο που λένε πως στο θυμό επάνω λέγονται η μεγαλύτερες αλήθειες. Τούτο είναι μια καραμέλα των καφενείων και δεν είναι πάντα θεμελιωμένο στην πραγματικότητα. Ετούτη η μανική ειρωνία δεν είναι κακεντρεχής γιατί δεν έχει προμελέτη κι ούτε υποκρίνεται την ευγένεια, παρά σου δηλώνει ευθύς εξαρχής, κατάμουτρα, πως είναι πελεκημένη για να σε ματώσει. Δε στο παίζει διαφορετική απ' το που είναι. Υπάρχουν, λοιπόν, ειρωνίες κι ειρωνίες. Αλλά ακόμη και τη σωστής ειρωνίας δεν είναι πάντα και παντού ο χρόνος και ο τόπος. Έτσι, το πρόβλημα δεν είναι πως οι περισσότεροι εντρυφούμε στη φτηνή και άγονη - μα τόσο ανθρώπινη - ειρωνία της συναισθηματικής εκτόνωσης, μας πως οι περισσότεροι (ή πολλοί) από εμάς έχουμε, συνήθως, παντελή άγνοια για το κατάλληλο της ώρας, της στιγμής ή του χώρου, όπου είναι δέον να εκτονώσει την πίκρα του, ο κάθε πικραμένος.

Όταν, λοιπόν, πιάνει κανείς την πένα, το στιλό ή το πληκτρολόγιο και δεν έχει το ταλέντο να χειριστεί την ειρωνία κατά πώς πρέπει ή την κριτική ικανότητα για το κατάλληλο του χωρόχρονου, τότε ξεπέφτει στην άλλη μορφή ειρωνίας, που δεν είναι παρά γραφικός ή γελοίος εξυπνακισμός. Πρόζα και πόζα. Σαν επιθυμεί κανείς να φανεί σοβαρός μα και να τον πάρουν σοβαρά, σαν επιπλέον επιθυμεί να προκαλέσει έναν αξιοπρεπή και καλοπροαίρετο διάλογο, είναι δέον ν' αποφεύγει το ειρωνικό σχήμα, να εκκινεί συναινετικά και δίχως την παραμικρή υποκρισία. Κάτι αντίστοιχο, έχω την εντύπωση, θίγεται στον Γοργία στη σύγκριση μεταξύ ρητορικής και φιλοσοφίας, όπου καταδεικνύεται απ' το Σωκράτη πως ο ρήτορας δεν έχει την παραμικρή διάθεση να φτάσει σε καμιάν αλήθεια των πραγμάτων κι ως εκ τούτου όλο του το τάλαντο εξαντλείται απλά στο να πείσει, σε αντίθεση δηλαδή με το φιλόσοφο, του οποίου σκοπός δεν είναι η πειθώ μα η επίτευξη της λογικής συνέπειας και της ορθής εννόησης, πράγματα τα οποία επιτυγχάνονται από κοινού. Στην πραγματικότητα ο συνήθης είρων δεν έχει την παραμικρή διάθεση να κάμει διάλογο, όσο κι αν αυταπατάει εαυτόν. Το μόνο που έχει διάθεση είναι να σου τρίψει στη μάπα το εγώ του. Κρυφή του επιθυμία είναι η αυτο-επιβεβαίωση κι η κολακεία. Μόνος σκοπός του εξυπνάκια : να εκβιάσει τη θέση του δια της υποτίμησης και της έντασης του αισθήματος, παρά δομώντας πειστικά επιχειρήματα - είτε γιατί δεν έχει, είτε γιατί μπερδεύει τα αισθήματα για επιχειρήματα. Η ευτελής ετούτη ειρωνία πετυχαίνει πολύ καλά αποτελέσματα στους συναισθηματικά αδύναμους ανθρώπους που, όντας αδαείς και φοβισμένοι, είναι έτοιμοι να καταπιούν τα πάντα, εκ μέρους εκείνων που το 'χουν συνήθειο να λαμβάνουνε πόζα ισχυρού. Είναι επίσης επιτυχημένη, μεταξύ ομοίων ή ομοδόξων, οπότε το μήνυμα επαναλαμβάνεται ως ανέκδοτο της παρέας, παραμένει εύληπτο κι ευκολοχώντο κι όλοι ευλογούν τα γένια τους. Από την άλλη ο ευφυής άνθρωπος, αυτός μ' εμπιστοσύνη στην κρίση του και στην καρδιά του - που σημαίνει εμπιστοσύνη στην καθαρότητα κι όχι απαραίτητα στην ορθότητά τους - δε μασάει από τούτα τα τερτίπια και μπορεί να διαχωρίζει τους σοβαρούς συνομιλητές απ' τους αυνάνες.

Η ειρωνία αυτού του φτηνού είδους είναι, λοιπόν, καταστροφικής φύσης. Συνήθως, είναι λογικά ασυνάρτητη και συνιστά άγονη επίθεση ad hominem. Αντιθέτως, υπάρχει ειρωνία δημιουργικής φύσης, η οποία είναι στρατηγική κίνηση. Όταν ο Όσκαρ Ουάιλντ αποφαίνεται πως μπορεί ν' αντισταθεί στα πάντα εκτός από τον πειρασμό, αυτό που φαίνεται εν πρώτοις ως μονοδιάστατη εξυπνάδα δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια εξαιρετικά δίκοπη ειρωνία : τόσο ως προς εαυτόν, όσο και προς τις ηθικές βάσεις της εγκράτειας. Η γόνιμη κι ευφυής ειρωνία είναι αναζήτηση μιας ισάδας, ώστε πάνω της να χτιστεί ή ν' αποκαλυφθεί μι' αλήθεια. Και στο κάτω-κάτω, ένας σωστός διάλογος, μια αγνή και καλοπροαίρετη διερεύνηση δε μπορεί να είναι, ευθύς εξαρχής, ξεκάθαρα ενάντια σε οτιδήποτε, παρεκτός στις προσωπικές μας πεποιθήσεις - κι όχι, όπως λανθασμένα κάνουμε οι περισσότεροι υπέρ τους. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τούτο το τελευταίο, η σωστή κριτική δεν οφείλει ν' αποδομεί μονάχα το αντικείμενό της, μα συνάμα ν' ασκεί έλεγχο στον εαυτό της. Η καλοπροαίρετη διερεύνηση, ξεκινώντας από μιαν άλφα αφετηρία, αναγκάζεται να χτίζει σχεδόν στα τυφλά, πάνω στα μονοπάτια που χαράσσουν διαδοχικές συνεπαγωγές, καταλήγοντας ενίοτε σε άτοπα. Πόσους αρθρογράφους έχει συναντήσει ποτέ, ο καλός αναγνώστης, οι οποίοι να «καταδικάζουν» στο τέλος εαυτούς; Είναι αλήθεια βέβαια πως, στον αληθινό κόσμο, τα πράγματα δεν είναι τόσο διαυγή. Είναι ακριβώς εδώ, λοιπόν, που 'χει τη μεγαλύτερη ανάγκη ο στοχαστής απ' τη νοητική εγρήγορση, ώστε να ελέγχει διαρκώς τις συναισθηματικές του εμπλοκές. Τις εκτροπές δηλαδή εκείνες (πίστες, επιθυμίες, φόβοι) οι οποίες με τη σειρά τους εκβιάζουν, σχεδόν αξιωματικά, την εξαγωγή συμπερασμάτων. Το 'χω ξαναγράψει αλλού : το συναίσθημα, η πεποίθηση δεν είναι επιχείρημα, παρότι συνιστά ένα τίμιο κίνητρο, μιαν άριστη αφορμή ώστε να τεθεί ο νους σε κίνηση. Το «αισθάνομαι πως» μολονότι άξιο σεβασμού, όταν αναφερόμαστε στο πρόσωπο, είναι παντελώς αδιάφορο κι ανάξιο, όταν αναφέρεται ως επιχείρημα.

Από τούτη τη φτηνή ειρωνία, η οποία επιτίθεται σε ανθρώπους κι όχι σε ιδέες, συναντά κανείς πολύ συχνά στη δεξιά αρθρογραφία - τύπου Καθημερινής - και προφανώς υπάρχουν λόγοι, μα τούτο θα φανεί στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης. Φυσικά, απαντά και αλλού. Απλά δε διαβάζω συχνά Αυγή και Ριζοσπάστη. Παραξενεύει, ωστόσο, το γεγονός ενός τέτοιου ήθους, από φαινομενικά ευγενείς και φιλελεύθερους διαφωτιστές. Ο τυπικά δεξιός αρθρογράφος (με πτυχίο και γραβάτα, δηλαδή, κι όχι κανείς ουρακοτάγκος χρυσαυγίτης) ξεκινά με λόγους και μεθόδους, τα οποία υπόσχονται νηφαλιότητα κι αξιοπρέπεια : ιστορικές αναδρομές, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, τσιτάτα μεγάλων προσωπικοτήτων, επίκληση στην κοινή λογική, την ψυχραιμία και τον πολιτισμό. Παρόλη τη φιλότιμη προσπάθεια, ωστόσο, στην τελευταία παράγραφο, οι αντιστάσεις καταρρέουν. Ο καθαρόαιμος «φιλελεύθερος» - ελληνικής πάντα κοπής - δεν αντέχει μέχρι τέλους να υποκρίνεται μια ψυχραιμία, της οποίας δεν είναι αληθινός κάτοχος. Θα εκδηλώσει επιτέλους τον πραγματικό του εαυτό, εκτονώντας έναν οχετό ασυναρτησίας κι απωθημένου συναισθήματος λίγες αράδες προτού κλειδώσει και μας αφήσει με το χαρτί στο χέρι. Ετούτο το μοτίβο είναι πια τόσο συνηθισμένο, ώστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι διδάσκεται σε σχολές δημιουργικής γραφής. Πίσω απ' τις καλο-σιδερωμένες εκφράσεις του προλόγου και του κυρίου θέματος κρύβονται οι ίδιοι ακριβώς κυνόδοντες, με τους οποίους οι κανίβαλοι μασουλούσαν το σπληνάντερο των αντιπάλων τους. Οι άνθρωποι ετούτοι, στην πραγματικότητα, δε δίνουν δεκάρα για το δίκαιο, αλλά δίνουν τα πάντα για το δίκιο τους ή συνεκδοχικά για το μόνο δίκιο που καταλαβαίνει ένας εγωιστής : τη βολή του - όχι απαραίτητα μόνο την υλική, μα επιπλέον την ηθική και συναισθηματική. Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας αρθρογραφίας του ποδιού, όπου κύριος στόχος του αρθρογράφου είναι (α) να φανεί πολύ καλλιεργημένος και (β) να υποτιμήσει ένα γεγονός παρά να το αποδομήσει λογικά, είναι κι αυτό . Το παράφωνο εκείνο «σοβαρά;» που γλιστρά σα φίδι στην προτελευταία παράγραφο, δηλητηριάζει όλη την προηγούμενη εικόνα ήθους και φανερώνει έναν άνθρωπο που δε μπορεί να προσποιηθεί μέχρι τέλους τον ευγενή. Το ειρωνικό ετούτο «σοβαρά» όχι μόνο δεν υπηρετεί στο παραμικρό την όποια πειθώ μα, πολύ περισσότερο, δίνει τελικά και τη χαριστική βολή. Κάθε καλή διάθεση να παρακολουθήσει κανείς περαιτέρω τους συλλογισμούς καταρρέει σε θρύψαλα κι αποχωρείς  με μια γνώριμη ξινίλα : Άμε στο διάτανο κι εσύ βρε καραγκιόζη, μού 'φαγες το χρόνο τσάμπα!

Υπάρχει και κάτι τελευταίο, που για μας είναι παντελώς αδιάφορο μα είναι πολύ κακό για τον ίδιο τον είρωνα και την τακτική που ακολουθεί. Επιλέγοντας την ατραπό της ειρωνίας, πρέπει να 'χει κανείς τη γνώση πως διόλου δεν είναι αθώος απ' το έγκλημα, μα τουναντίον προσκαλεί σε πάλη. Ειδάλλως δεν έχει ιδέα για τις εκφραστικές μεθόδους που χρησιμοποιεί κι ας πιάσει καλύτερα να τραγουδάει, αντίς να γράφει. Ανοιχτή πρόκληση και πάλεμα είναι λοιπόν η ειρωνία και, όπως σε κάθε πάλεμα, θα φτάσει κάποτε η στιγμή που θα βρεθεί κάποιος καλύτερος! Κάποτε δηλαδή θα βρει κι ο είρωνας το μάστορά του, τον τύπο ή την τύπισσα που θα τον ισοπεδώσουν, που θα τον κάνουν τ' αλατιού και να τον κλαίν' οι ρέγγες. Κάποτε θα βρεθεί ο που θα ειρωνευτεί απείρως αιχμηρότερα τον κακομοίρη που είσαι.

Όπως είπαμε θέλει κότσια η πετυχημένη και βαθύκοπη ειρωνία κι είναι ζήτημα τέτοια κότσια να εμφανίζει ένας στους εκατό χιλιάδες νοματαίους. Δεν την παλεύουν όλοι. Οι περισσότεροι χοροπηδούμε ίδιοι αρλεκίνοι, τσαλαβουτώντας στ' αποπατήματά μας. Ευφράδεια, ετοιμολογία, καλλιέργεια, χειρουργική ακρίβεια κι ευστοχία, μα σημαντικότερο, βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο είναι μερικά μόνον απ' τα στοιχεία που μπορώ να σκεφτώ και τα οποία απαιτούνται για να χτίσουν πετυχημένους είρωνες - σα να λέμε ένα Σιρανό ντε Μπερζεράκ - κι όχι απλά μικρόψυχους κακομοίρηδες. Άσ' το λοιπόν, άμα δεν το 'χεις! Ανακάτεψε μία σαλάτα ή ρούφα τ' αυγουλάκι σου. Στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης, όπου δε θα 'μαι διόλου αξιοπρεπής, θα βγάλω κι εγώ τ' απωθημένα μου απέναντι σ' ένα ύφος αντίστοιχο, όπου ο αρθρογράφος αντί να ρουφάει τ' αυγουλάκι του τ' αρέσει να φτύνει τα σάλια του δεξά κι αριστερά, παίρνοντας τα πτύελα σαν αγιασμό και την μικροψυχία για εθνική περηφάνεια κι υπεράσπιση. Παρά το γεγονός πως παραθέτω τον αντίστοιχο σύνδεσμο, θ' αποφύγω ν' αναφερθώ στο όνομα του αρθρογράφου, στο βαθμό που ο ίδιος μου είναι παντελώς άγνωστος μα κι αδιάφορος. Θα μπορούσε να λέγεται Κατίνα Παξινού ή Τζον Γούικ, το ίδιο μου κάνει. Εγώ επιτίθεμαι στο ύφος και στο ήθος, στη σημειολογία του άρθρου, παρότι το ήθος αυτό μπορεί ν' αποτελεί παροδικό εκτροχιασμό κι εξαίρεση κι όχι το πραγματικό ήθος που διακρίνει το συγγραφέα του. Σκοπός μου δεν είναι ν' απαξιώσω έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά έναν εικονικό άνθρωπο, ένα ιδανικό μέλαν σώμα, το οποίο εκφράζει τη θεωρητική κατανομή της υποκρισίας και της ομφαλοσκόπησης.

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Ποιος είδε την καλοσύνη και δεν τη φοβήθηκε...

Επειδή πολύ τα 'χω βάλει με τους ομόφυλούς μου τελευταία, ώρα τώρα να πληρώσει και κανένας θηλυκός αντιπρόσωπος του είδους! Η Σώτη που θίξαμε δυο αναρτήσεις νωρίτερα, θίχτηκε μονάχα ξώφαλτσα, οπότε δε μετράει. Ας περιμένει στην ουρά. Είναι απόλαυση να σερφάρει κανείς στα κύματα της ελαφρολαϊκής φιλοσοφίας, όχι μόνο γιατί κάνει μια κάποια ζέστη κι η μαλακία είναι δροσερή, μα επιπλέον γιατ' είναι κι ανεξάντλητη. Βέβαια, να πούμε την αλήθεια, το κείμενο ετούτης της Λουκίας Μητσάκου δεν είναι και παντελώς μαλακία, όπως ας πούμε τα κείμενα του Ντομπέλλι. Σίγουρα φαίνεται πιο όμορφη απ' τον Ντομπέλι κι αν με πάρει ποτέ τηλέφωνο για να με βρίσει, θα επιχειρούσα να με βρίσει κάποτε κι από κοντά. Πάντως κι αυτά που γράφει η Μητσάκου δεν είναι τίποτα ψαγμένα. Αμπελοφιλοσοφίες του κιαρατά είναι, παρά το γεγονός πως βιάζεται να καταδικάσει την αμπελοφιλοσοφία, μήπως προλάβει και τη μολύνει. Αλλά τι να κάνουμε; ο αναμάρτητος ας λιθοβολήσω πρώτος. Στην τελική, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε βάζει και σε πέντε σκέψεις ή συγκρίσεις, καθόσον μιλάει στην απλή την καθημερινή τη γλώσσα του λαού και της καφετερίας, «να σου πω ένα μυστικό» και τέτοια. Όπως της βγαίνουν τα λόγια απ' την καρδιά, ασυνάρτητα και δίχως την παραμικρή δομή. Αυτό, τελικά, είναι προς όφελος του άρθρου, της Λουκίας, αλλά και του ίδιου του αναγνώστη. Να μην κάθομαι, τώρα, να σας κάνω περίληψη. Ζήτημα να 'ναι εκατό γραμμές, να κάτσετε να τις διαβάσετε. Ακολουθούν διάφορες ένστασεις.

Λέει, λοιπόν, ετούτη η Μητσάκου - μιλώντας πάντα για την πάρτη της - πως η ίδια με το κακό δεν έχει πάρε-δώσε. Διόλου, λέει, δεν ασχολείται με το κακό γιατί δεν είναι μέρος του χαρακτήρα της ή γιατί βαριέται ή γιατί δεν έχει κίνητρο. Σε ελεύθερη μετάφραση, δηλαδή, δεν κάνει το κακό γιατί... έτσι, βρε αδερφέ! Μιλάμε για ανάλυση σε βάθος κι όχι τίποτε πλατσουρίσματα στα λασπόνερα. Ήδη ο Καντ γρατζουνάει μες στον τάφο του κι ο Αριστοτέλης φέρνει σβούρες. Τέλος πάντων, εκεί τελειώνει και με το κακό η Μητσάκου, αποδεικνύοντας περίτρανα πως όντως δεν της καίγεται καρφάκι. Ωστόσο, δε μας διαφωτίζει στο παραμικρό αν (σύμφωνα με τη γνώμη της) πρέπει να κάνεις το κακό ή αν δεν πρέπει και σε κάθε περίπτωση γιατί. Αυτό που κάνει ουσιαστικά είναι όχι ν' αρνείται την υπολογιστική ικανότητα της δολιότητας, το τέχνασμα ή την πρόθεση, αλλά τους πολλούς μπελάδες στους οποίους αυτή σε βάζει. Η ίδια δε βλάπτει, όχι γιατί δε θα το 'θελε ή γι' αυτό και για τον άλλο λόγο, παρά γιατί δεν της βγαίνει. Ουσιαστικά, η καλή Λουκία χέστηκε για το κακό και, όπως μαρτυρά ξεκάθαρα κι ο ίδιος της ο τίτλος, στρογγυλοκάθισε να γράψει για την παραξηγημένη καλοσύνη και όχι για τ' αντίθετο.

Να δούμε τώρα αν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο για το καλό και την καλοσύνη, όταν το παίρνει επιτέλους απόφαση να μας μιλήσει. Τι μας λέει, λοιπόν; Μας λέει ότι το καλό ή το κάνεις κατόπιν οργανωμένου σχεδίου και με κομπιουτεράκι ή άσ' το καλύτερα. Πάει η παλιά εκείνη λαϊκή ευγένεια του «κάνε το καλό και ριξ' το στο γιαλό». Κάνε το καλό σου λέει, αλλά πριν πας στο γιαλό να 'χεις χωνέψει, να 'χεις πάρει αντηλιακό και να φοράς και τα μπρατσάκια σου. Κάνε το καλό, αλλά πρόσεχε να μη χτυπήσεις, οπότε μην το κάνεις και πολύ έντονα, αλλά με μέτρο. Κάνε, σου λέει, το καλό όχι γιατί έτσι σου βγαίνει, γιατί είναι στη φύση ή το ήθος σου, όπως ακριβώς εκείνη δεν κάνει το κακό γιατί δεν είναι (στη φύση ή το ήθος της), αλλά κάνε το καλό για τον τάδε λόγο ή για το δείνα λόγο ή μ' εκείνη ή την άλλη προϋπόθεση. Το καλό της δηλαδή δεν είναι αυθόρμητο μα υπολογιστικό, υποκείμενο σε μια στρατηγική διαδικασία και, γιατί όχι, μια υστεροβουλία. Δίνει μάλιστα κι οδηγίες προς ναυτιλομένους, τι να προσέχεις, πώς να ντύνεσαι, λες κι έχουν όλοι το ίδιο ανοσοποιητικό σύστημα. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε λέγοντας πως η καλή Λουκία δεν αρνείται το κακό, αλλά δεν της ταιριάζει ως ιδιοσυγκρασία, μα ούτε και χαρίζει το καλό, εκτός κι αν της αποφέρει κάποιο αντάλλαγμα ή έστω δεν της στερήσει ό,τι έχει. Λες κι η αληθινή καλοσύνη μπορεί ποτέ να αποβεί εις βάρος εκείνου που την ακτινοβολεί, λες κι η καλοσύνη είναι ικανή να σου στερεί. Μόνο αν δεν είναι αληθινή. Της αρέσει προφανώς ν' αυταπατάει εαυτόν θεωρώντας πως εκλογικεύοντας τις υστερόβουλες προθέσεις, εξευγενίζει τη δήθεν καλοσύνη σε ντόμπρα καλοσύνη. Η «καλοσύνη» της Λουκίας δεν παύει στιγμή να είναι εμπορικό αλισβερίσι, παρά καλοσύνη αληθινή. Μυρίζει περισσότερο τη σαρδέλα και το ζύγι του μπακάλη, παρά ευωδιάζει την άνοιξη μιας ανθισμένης καρδιάς.

Θα μου πεις τώρα «και τι 'ναι η αληθινή καλοσύνη, που μας τσαμπουνάς ρε μάστορα»; Να το συζητήσουμε, λοιπόν. Δεν είναι δα και τίποτε ακοτόρθωτο να φτιάξουμε, εδώ επί τόπου, έναν πρόχειρο ορισμό, έστω και κάπως άχαρο. Καλοσύνη, ας πούμε, δεν είναι η στάση εκείνη, που δεν επιθυμεί το κακό του άλλου. Τούτο είναι σκέτη αδιαφορία και κοιτάζω τη δουλειά μου. Η καλοσύνη δεν είναι απλά μια στάση ως προς τον άλλο, παρά είναι κίνηση προς τον άλλο. Μια κίνηση, η οποία αναγνωρίζει στο πρόσωπό του όχι μόνο την πραγματική του ανάγκη, μα επιπλέον και τη μέθοδο, τον τρόπο που της αρμόζει. Έτσι για παράδειγμα η απλή φιλανθρωπία, δίχως να είναι άκαρπη, δεν είναι και καμιά καλοσύνη της προκοπής, έτσι όπως εξαντλείται στην ικανοποίηση μιας άλφα ανάγκης, αλλά με τρόπο που εξακολουθεί να παρατά τον άλλο έρμαιο στη μοίρα του, αντί να του προσφέρει τη δυνατότητα ν' απελευθερωθεί κάποτε από δαύτην. Χρειάζεται δηλαδή ν' αμφισβητηθεί ετούτη η βεβαιότητα - σ' όσους την έχουν - πως οι καλές πράξεις συνιστούν απαραίτητα καλοσύνη ή καθιστούν αυτομάτως κάποιον καλόν άνθρωπο. Τι είναι βέβαια μια καλή πράξη, είναι και τούτο ένα θέμα, ας μην πλατειάσουμε ωστόσο περαιτέρω. Η φιλανθρωπία, όπως είπαμε, δεν είναι μια κακή πράξη, μα ούτε κι απαραίτητα μια αμιγώς καλή. Δε μπορούμε, ωστόσο, και ν' αρνηθούμε ότι προσφέρει ένα όφελος σε κάποιον. Η πολυσημία της φιλανθρωπίας αποκαλύπτεται ακόμη καθαρότερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε φιλανθρωπίες μπορούν κάλλιστα να προβούν ακόμα κι οι αρχιμαφιόζοι κι οι πρεζέμποροι. Κι όμως, παρότι μπορεί κανείς να ορίσει έστω και σε αδρές γραμμές την καλοσύνη, είναι αντιθέτως μεγάλη ιστορία να την ξεχωρίσεις - και αν - στην πράξη. Ενώ μπορούμε, δηλαδή, με μια σχετική ομοφωνία να ξεχωρίσουμε μια καλή πράξη από μια κακή, δεδομένων των αποτελεσμάτων τους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσουμε την πραγματική καλοσύνη από την υποκριτική, καθώς οι αληθινές προθέσεις των ανθρώπων (ενίοτε και του εαυτού μας) συνήθως θα μας διαφεύγουν.

Μα λέει κι άλλα, η αγαπητή Λουκία. Λέει, να πούμε, πως είν' άλλο πράγμα το να 'σαι καλός κι άλλο εντελώς το να 'σαι αφελής και δε θα μας βρει, εκ προοιμίου, αντίθετους. Της καρδιάς της χρειάζεται να κόβει κίνηση με σπιρτάδα κι όχι να 'ναι πτωχιά τω πνεύματι, που 'λεγε εκείνος ο κουρελής ο Ιησούς. Πρέπει να στροφάρει με χίλιες στροφές, σαν ηλεκτρική ξουριστική ή πολυμίξερ. Να ζυγίζει με κάθε ευκαιρία το ποιος την αξίζει και ποιος όχι. Ο άνθρωπος είναι περιορισμένος, λέει, και δε μπορεί να αναλώνεται σε μύρια όσα κομμάτια, αν τα κομμάτια ετούτα είναι ανάξια. Εν πρώτοις, δε φαίνεται να λέει κάτι παράλογο η γυναίκα, αλλά είναι η ίδια που σε διδάσκει να 'σαι καχύποπτος. Η καλοσύνη της Λουκίας δίνει περισσότερο την εντύπωση τελωνείου και σκάνερ υψηλής ανάλυσης, προκειμένου να κερδίσεις την πολυπόθητη βίζα στην καρδιά της, παρά καλοσυνάτης καλοσύνης. Και δε λέω πως δεν την καταλαβαίνω, ποιος πληγωμένος δεν τα σκέφτηκε όλα ετούτα, κάποτε στη ζωή του; Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν πέρασε ποτέ απ' το νου της να κάνει το καλό απλά και μόνο γιατί το 'χε ανάγκη ο άλλος, ασχέτως δηλαδή αν το άξιζε ή όχι. Αυτή η εμπλοκή με τις αξίες και τα κριτικά γνωρίσματα είναι καθόλα ύποπτη για μισανθρωπισμούς κι άλλα στενόκαρδα. Και στο κάτω-κάτω της γραφής ποια είσαι εσύ μωρή (λαϊκή έκφραση) που κρίνεις τον άλλον και με ποια κριτήρια; Να κρίνεις αν έχει κανείς ανάγκη, πάω πάσο! Αλλά να κρίνεις αν τ' αξίζει; Άσε που είναι ευκολότερο να κρίνεις την ανάγκη απ' την αξία. Άσε που στην τελική - να το πούμε κι έτσι - τ' αξίζει αφού το 'χει ανάγκη! Την ανάγκη δεν είναι δύσκολο να τη διαπιστώσεις, ακόμα κι αν δεν έχεις τ' ανάλογα βιώματα. Αρκεί μονάχα η καλή διάθεση. Άμα, βέβαια, διαβάσεις ολόκληρο το κείμενο, μπαλώνονται κάπως τα πράγματα. Να είσαι καλός μέχρι εκεί που αντέχεις και δε σ' εκμεταλλεύονται. Ελεύθερη μετάφραση, δική μου. Εδώ έχει δίκιο. Οι άνθρωποι είμαστε περιορισμένοι κι οφείλουμε να διαχειριζόμαστε τις δυνάμεις μας, ώστε να τις εκμεταλλευόμαστε στο ακέραιο. Ωστόσο, είναι διαφορετικό να δίνεις όσο αντέχεις και διαφορετικό να δίνεις σε όποιον τ' αξίζει. Και τούτο η Λουκία είτε δεν το καταλαβαίνει, είτε δεν το ξεκαθαρίζει. Είναι μάλιστα και λίγο αντιφατικά, ετούτα τα δύο. Τόσο αντιφατικά, όσο το να λες πως δεν υπάρχει αρκετό φαί, άρα θα ταΐσω μόνο τους πεινασμένους που τ' αξίζουν. Δε βγάζει νόημα! Μόνο η ιδιότητα του πεινασμένου είναι αρκετή προϋπόθεση. Άμα έχεις δίνεις, άμα δεν έχεις δε δίνεις. Απλά τα πράματα. Ένα πιάτο φαί θα το 'δινες ως και στο Χίτλερ. Δε θα το 'διναν βεβαίως όλοι, αλλά κουβέντα να γίνεται. Αυτό είναι καλοσύνη. Να μην του επιτρέψεις να συναναστραφεί ξανά ανθρώπους, αυτό είναι εξυπνάδα.

Να γίνω και λίγο σεξιστής; Αφού θα γίνω, τι ρωτάω; Εδώ, λοιπόν, μου βρωμάει περισσότερο αποπάτημα ερωτικής απογοήτευσης, παρά η μελαγχολική μούχλα μιας ευεγερσίας που δεν βρήκε αντίκρυσμα άλλο, απ' την αχαριστία. Η αγαπητή Λουκία αναρρώνει πιθανότατα από εκείνο τον υπέρτατο μαλάκα, ο οποίος διέρχεται κατά κανόνα απ' τη ζωή κάθε γυναίκας (μπορεί να 'ναι κι ο ίδιος ή ο γιος του) και τη σημαδεύει ανεξίτηλα. Εκείνον τον κουλτουριάρη, βρωμύλο και τρίχα, ο οποίος της φάνηκε γοητευτικός, αντί για κουλτουριάρης, βρωμύλος και τρίχας. Κι ο οποίος, αφού της απομύζησε όλη την ζωϊκή ενέργεια και το φενγκ-σούι, την πούλεψε για την πατρίδα του και την παράτησε δίχως πια δύναμη ή κουράγιο. Αφού κι εκείνο το λίγο κακό που ίσως γούσταρε να κάμει κάποτε η γυναίκα, ως κι εκείνο το βαριέται. Κάτω απ' αυτήν την οπτική, όλα τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν ξαφνικά στη θέση τους και το αρχικό χάος βγάζει άριστα πλέον νόημα : όλες οι ασυναρτησίες, τα φιλοσοφικά κρεσέντο και το ύφος μυξοκλάψας που διαποτίζει το άρθρο της, απ' άκρου εις άκρον, έχουν ως αφετηρία μια καρδιά ερωτικά στιγματισμένη, παρά μια καρδιά αγαπητικά υγιή. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης (άλλη μαλακία πάλι και τούτη) πιάνει η Λουκία να μιλήσει για την καλοσύνη, μα ο μπούσουλας της καρδιάς της σημαδεύει διαρκώς προς τη μεριά του έρωτα. Ετούτα τα γραφικά κλισέ με τις δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, πουθενά δεν ταιριάζουν περισσότερο παρά στην βαθιά πληγωμένη καρδια εκείνου ή εκείνης, που προδώθηκαν από το ίδιο τους το πάθος. Όμως στον έρωτα δεν υπάρχουν καλοσύνες, χριστιανικές αγάπες κι αηδίες. Ο έρως λειτουργεί με τους δικούς του ιδιαίτερους και μυστήριους κανόνες κι έτσι καλά παθαίνει όποιος εξακολουθεί να φέρεται ως κορόιδο - μ' εμένα πρώτο διδάξα ή πρώτο πατήσα. Ο έρωτας, δυστυχώς ή ευτυχώς, απαιτεί και χρειάζεται ανταλλάγματα, μ' ένα και βασικότερο τη συναναστροφή του ερώμενου. Ο ερωτευμένος οφείλει να ζητάει ανταλλάγματα, ώστε να 'ναι ψυχικά ισορροπημένος. Ο ερωτευμένος είναι μια συναισθηματική καταβόθρα των Δαναΐδων και μαύρη τρύπα π' ούτε το φως δε μπορεί να δραπετεύσει. Ο μόνος λόγος, που δεν το καταλαβαίνει αυτό κι ο ίδιος, είναι η μαλακία που τον / την δέρνει. Φυσικά και να το ξεκαθαρίσουμε, ο ερωτευμένος μπορεί να ζητάει ό,τι θέλει, ο άλλος ωστόσο δεν οφείλει να του προσφέρει το παραμικρό α δε γουστάρει - άσε που συνήθως δεν έχει και καμιά δουλειά με την όλη φάση. Ο ερωτευμένος σκάβει μόνος του το λάκκο του, μόνος του βουτάει μέσα και μόνος του σκεπάζεται. Δεν του φταίει κανείς. Έταξε στον εαυτό του τον Παράδεισο, όταν χρειάζονται τουλάχιστον δύο για τούτες τις δουλειές και καλά να πάθει. Η καλοσύνη, παρόλα αυτά, δεν έχει καμία σχέση με όσα περιγράψαμε περί έρωτος ή ό,τι άλλο. Όπως επίσης δεν έχει καμία σχέση με δεύτερες ευκαιρίες, προϋποθέσεις κι ανταλλάγματα. Εκτός κι αν θεωρήσουμε ως αντάλλαγμα την ευδοκίμηση, την πρόοδο δηλαδή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται (η καλοσύνη). Όμως ετούτο είναι ανταμοιβή παντελώς διαφορετικής κοψιάς και ποιότητας, ώστε και μόνο η λέξη «αντάλλαγμα» την αδικεί κατάφωρα.

Τι είναι καλοσύνη, να το πούμε έτσι που να το καταλάβει ακόμα κι ένα πιτσιρίκι, μας το διδάσκει πολύ σοφά η παρακάτω ελαφρολαϊκή ιστορία που διάβασα κάποτε, πρώτη φορά, στην εισαγωγή της Λιάνας Κανέλλη απ' το οδοιπορικό της στη Ρουάντα :

« Ήταν, λέει, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι σε μια παραλία όπου κάθε πρωί το κύμα ξέβραζε αστερίες ζωντανούς με την τεράστια δύναμή του. Το κορίτσι κατέβαινε κάθε πρωί στην αμμουδιά κι ώσπου να δύσει ο ήλιος ξανάριχνε τους αστερίες στη θάλασσα. Την έκτη μέρα το αγόρι της θύμωσε γιατί βαρέθηκε να την ακολουθεί στη μονότονη αυτή σισύφεια τελετουργία. "Τι νόημα έχει", ρώτησε, "να ρίχνουμε πίσω στο νερό τους αστερίες, αφού κάθε πρωί η θάλασσα τους ξαναξεβράζει;" Το κορίτσι γύρισε και τον κοίταξε με το βαθύ χαμόγελό της προσωποποιημένης ζωής και του απάντησε κρατώντας έναν αστερία: "Για σένα και για μένα μπορεί να μην έχει σημασία, έχει όμως γι' αυτόν εδώ τον αστερία ... " »

Η παραπάνω ιστορία είναι άριστα διατυπωμένη κι αποφεύγει, μ' απρόσμενη ισορροπία, να χρησιμοποιήσει ομόρριζα ή παράγωγα εννοιών όπως «καλό», «σωστό» και διάφορα σχετικά, τα οποία είναι ανθρώπινες αηδίες, φευγαλέες κι αμφισβητήσιμες. Μιλάει για «σημασίες» και «προσωποποιημένη ζωή» κι ετούτα κατεβαίνουν ίσαμε τον πυρήνα της καρδιάς κι αντηχούν πηγαία, βιωματικά, κι όχι μετά από τρία χέρια νοητικής επεξεργασίας, με τ' αστάρι έξτρα. Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ποια είναι η σημασία πράγματος τινός, ωστόσο βιωματικά γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνει να έχει κάτι σημασία. Αντιθέτως, ακόμα κι αν γνωρίζουμε κατά περίπτωση ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, τι 'ναι σωστό και τι 'ναι λάθος μπορεί να διαφεύγει επ' αόριστον. Το αγόρι γνωρίζει μόνον εκείνο που έχει σημασία για το ίδιο, μπορεί να κοιτά μόνο με τα δικά του μάτια. Κι ωστόσο δεν είναι το αγόρι σύμβολο του κακού ή το κορίτσι σύμβολο του καλού. Με γυμνή ευθύτητα, το κορίτσι είναι απλά η προσωποποίηση της ζωής. Μπροστά στην ακτινοβολία της εικόνας ετούτης, ο μανιχαϊσμός καλού-κακού καταρρέει δίχως κανένα νόημα και περιεχόμενο. Το κορίτσι ταυτίζεται με οτιδήποτε ζωντανό και γίνεται σύμβολό του. Μπορεί να κοιτά με τη ματιά του αγοριού, με τη ματιά του αστερία και τελικά με τη ματιά οποιουδήποτε παλεύει με τις ανάσες και το θάνατο. Να μπορείς να γίνεις η ματιά του άλλου, ίσως ετούτο να είναι τελικά κι ο καλύτερος ελεύθερος ορισμός της καλοσύνης.

«Η καλοσύνη δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη» μας γράφει κλείνοντας, η πονεμένη Λουκία. «Και τη δύναμη πρέπει να τη χρησιμοποιείς με σοφία» συμπληρώνει μεστά. Προστατεύοντας μάλιστα τα πνευματικά της δικαιώματα κι αποτρέποντας το απλό copy-paste απ' το ιστολόγιο - φοβούμενη τι; μήπως κλαπεί όλο αυτό το πολύτιμο καταστάλαγμα; - μας αναγκάζει ν' αντιγράψουμε τα λόγια της ένα προς ένα. Θα τελειώσουμε κι εμείς μαζί της και δίχως το παραμικρό ίχνος σαρκασμού μα, ίσα ίσα, συμφωνώντας : ναι Λουκία μας, καλοσύνη με σοφία. Μα όχι καλοσύνη με το ζύγι.