Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Η αρθρογραφία της αθλιότητας και η αθλιότητα της αρθρογραφίας (Μέρος 1ο)

Ο κίτρινος τύπος
Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύτηκε, από τον ήσσονα Ριχάρδο Σωμερίτη, στο ΒΗΜΑ της Κυριακής της 3ης Ιουλίου 2011 και είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα άθλιας αρθρογραφίας. Στη συνέχεια, θα κάνω μια προσπάθεια σταδιακής αποδόμησης - εν μέρει μάταιης, εφόσον το άρθρο είναι τόσο άθλιο, ώστε αποδομείται από μόνο του. Προσωπικά, ο κύριος Σωμερίτης μου είναι παντελώς αδιάφορος και συνεπώς η ανάλυση θα όφειλε να περιορισθεί στα ευτελή γραφόμενα. Ωστόσο, δεν ορκίζομαι ότι καταφέρνω να απέχω απαρέγκλιτα της ειρωνίας. Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες για το χαμηλό επίπεδο. Και των δυονών.

«Κεντρικός στόχος της «πλατείας» την περασμένη Τετάρτη ήταν όχι μια μαζική διαμαρτυρία για το «μεσοπρόθεσμο» έξω από τη Βουλή αλλά ο αποκλεισμός της και η παρεμπόδιση της προσέλευσης εκεί των βουλευτών και συνεπώς η παρεμπόδιση της ψηφοφορίας. Με άλλα λόγια, απλά και σταράτα: η κατάλυση του κυριότερου θεσμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας». 

Α. Η «πλατεία» - ως γνωστόν, σε όσους έχουν πατήσει έστω και μία φορά το ποδάρι τους - δεν είναι μία και αδιαίρετη. Τα εισαγωγικά, ωστόσο, ενώ από τη μία ορίζουν το νόημα της λέξης, από την άλλη καταδικάζουν το νόημα της φράσης. Κι εξηγούμαι. Από τη μία υπάρχει η «πλατεία» ως θεσμικό όργανο, δηλαδή η λαϊκή της συνέλευση. Σε τούτη την πλατεία, δικαιούμαστε ν' αποδίδουμε κεντρικούς στόχους. Στο κάτω-κάτω, για τούτο παλεύει και η ίδια, διεκδικώντας τη συνοχή (των στόχων) καθώς και μια ταυτότητα. Αντιθέτως, η «πλατεία», εμπλουτισμένη με τις δεκάδες χιλιάδες ετερόκλητα στοιχεία που συναθροίζονται κατά περίσταση - αυτό που μάλλον εννοεί ο αρθρογράφος - δε χαρακτηρίζεται από καμία ενότητα στόχων και προθέσεων. Τούτο το τελευταίο δε λέγεται ούτε, φυσικά, ως μομφή, ούτε ως προσόν. Ως εκ τούτου, λοιπόν, δε μπορούμε ν' αποδώσουμε στο σύνολο τίποτε πιο συγκεκριμένο από μια γενικευμένη και ακαθόριστη αντίδραση, έναν διάχυτο παλμό, ο οποίος είναι το σωρευτικό αμάλγαμα των ζωντανών ατομικών σχέσεων. Με απλά λόγια: συνέλευση με κεντρικούς στόχους ναι, πλατεία αχταρμάς ναι, αλλά πλατεία με κεντρικούς στόχους δεν υπάρχει ούτε πρακτικά, ούτε νοηματικά.

Β. Τα λόγια μπορεί να είναι απλά και σταράτα, τα επιχειρήματα όμως είναι σαθρά και του ποδαριού. Ο αρθρογράφος πιάνεται αδιάβαστος, καθώς φανερώνει παντελή άγνοια για τις συζητήσεις που απασχολούν τον κόσμο τόσο της πλατείας, όσο και της συνέλευσης. Οφείλει να αιτιολογήσει ή να απαντήσει στα παρακάτω κι αν ο χώρος που του παρέχει η εφημερίδα δεν επαρκεί για πλήρη ανάπτυξη, τότε θα πρέπει να προσέχει τα λόγια του. Ας αρθρογραφήσει για την τιμή της ντομάτας, καλύτερα, θέμα για το οποίο ο ίδιος χώρος θα του ήταν υπεραρκετός. Πρέπει, λοιπόν, να διευκρινιστούν τα εξής:

# Είναι το πολίτευμα που μοιραζόμαστε δημοκρατία;

# Είναι αντιπροσωπευτική;

# Είναι η ψηφοφορία των αντιπροσώπων ο κυριότερος θεσμός της ή μήπως είναι η ψηφοφορία των ίδιων των πολιτών; Μήπως είναι το ίδιο; Είναι δηλαδή ο αντιπρόσωπος ισοδύναμος με τον πολίτη ή έχει και η υπομονή τα όριά της;

# Ποια στοιχεία ή ποιες δράσεις είναι εκείνες που συνιστούν κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος; Μήπως είναι βαριά κουβέντα, τούτο το τελευταίο;

# Η παρεμπόδιση της ψηφοφορίας ανήκει στα προηγούμενα; Αν ναι, σε κάθε περίπτωση; δηλαδή ασχέτως προθέσεων, συχνότητας, μέσων και μαζικότητας;

Όρεξη να 'χει κανείς και φαντασία. Η προηγούμενη λίστα ερωτημάτων θα μπορούσε να διασταλεί επ' αόριστον. 

«Το καθήκον του δημοκρατικού κράτους ήταν να εμποδίσει μια τέτοια κατάσταση που θα οδηγούσε ασφαλώς σε ανατροπές με σοβαρότατες εσωτερικές και διεθνείς συνέπειες. Και το κατάφερε με το μικρότερο δυνατό ανθρώπινο κόστος». 

Ορίστε μόνο ένα ισχνό δείγμα του «μικρότερου δυνατού ανθρώπινου κόστους» :


Το διαδίκτυο είναι στη διάθεση του καθενός, στο βαθμό βεβαίως που δεν είχε ιδία εμπειρία των τεκταινόμενων. Να υπενθυμίσουμε, επιπλέον, ότι η δημοκρατία που «χαιρόμαστε» σήμερα, είναι το αποτέλεσμα τέτοιων «ανατροπών με σοβαρότατες εσωτερικές και διεθνείς συνέπειες». Πολύ περισσότερο, που στην περίπτωσή μας δε στήθηκαν γκιλοτίνες, παρά καθολικές ή επιμέρους συνελεύσεις και αμεσοδημοκρατίες. Εισάγοντας, τέλος, ένα ελάχιστο μέτρο σύγκρισης, να τονίσουμε ότι ακόμα κι αν οι «αγανακτισμένοι» δεν συνιστούσαν πλειοψηφία, δε συνιστούσαν ωστόσο ούτε μειονόητα. Κάτι έχει να λέει και τούτο. 

«Οι  πολύχρωμοι και άχρωμοι πολιτικά αγαπημένοι τόσων ΜΜΕ «αγανακτισμένοι», που θέλουν να φύγουν κυβέρνηση, Βουλή, τρόικα και ό,τι άλλο στο όνομα μια άπιαστης «άμεσης δημοκρατίας» που είναι πρόσχημα για κάθε παρεκτροπή, βρήκαν τον λογικό τους σύμμαχο: τους κάθε ακροδεξιού και ακροαριστερού εξτρεμισμού «μπαχαλάκηδες». Αυτούς που ασέλγησαν μία ακόμα φορά σε βάρος της πόλης και του λαού».

Α. Οι συμμετέχοντες στο Κοινοβούλιο είναι μονόχρωμοι, σε αντιδιαστολή με τους «πολύχρωμους και άχρωμους πολιτικά»; Μια φράση παντελώς κενή νοήματος - δηλαδή μια φράση ανόητη - που επιδιώκει να εντυπωσιάσει με τον πιο εύκολο και φτηνό τρόπο, δηλαδή με λογοπαίγνια. Το λογοπαίγνιο, ωστόσο, δε συνιστά επιχείρημα, παρά έκπληξη και χωρατό κι έτσι ο Ριχάρδος Σωμερίτης κερδίζει, επάξια, τον τίτλο του ταλαντούχου χωρατατζή κι ανιματέρ των αστικών μαζών. 

Β. Κρίνοντας τις αιρετικές δόξες των αντιπάλων μας, όπως ας πούμε την άμεση δημοκρατία, ως «άπιαστες», οφείλουμε - εφόσον συνδιαλεγόμαστε τίμια - να στοιχειοθετήσουμε με επαρκείς αποδείξεις γιατί οι προσωπικές μας δόξες και η καθεστηκυΐα τάξη συνιστούν, σε αντιδιαστολή, ορθόδοξα δόγματα και συνεπείς εφαρμογές μιας ιδέας, αντίς ό,τι να 'ναι και δίκαιο της πυγμής. Οφείλει, δηλαδή, κανείς να καταδείξει κατά πόσον το κοινωνικό κράτος (πραγματικής) πρόνοιας, το σύστημα (πραγματικής) παιδείας, η πάταξη της (πραγματικής) φοροδιαφυγής, η (πραγματική) τιμωρία των (πραγματικών) ενόχων, η (πραγματική) μείωση ανεργίας, κ.τ.λ. δε συνιστούν άπιαστες ουτοπίες, αλλά κατακτημένες πραγματικότητες. Και συνεκδοχικά, κατά πόσο είναι παρούσα μια καπιταλιστική αγορά δίχως εκμετάλλευση, δίχως ανέχεια, δίχως αυξανόμενα κοινωνικά χάσματα, δίχως οικολογική καταστροφή και να 'χουμε να λέμε.

Γ. Η αντιστροφή της παρατήρησης «... στο όνομα μια άπιαστης άμεσης δημοκρατίας που είναι πρόσχημα για κάθε παρεκτροπή» σε «... στο όνομα μιας άπιαστης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που είναι πρόσχημα για κάθε παρεκτροπή» οδηγεί σ' έναν εκπληκτικό νοηματικό εμπλουτισμό και συνειρμούς, αν όχι περισσότερο. τουλάχιστον εξίσου βαθυστόχαστους με πριν. Αυτό συμβαίνει όταν ο λόγος δε στηρίζεται σε επιχειρήματα, αλλά σε ψευδο-ευφυή νοηματικά σχήματα, κενά περιεχομένου. Μπορούμε να συζητούμε ώρες, δίχως να λέμε τίποτα. Όταν δεν υπάρχει κανένα νόημα, τότε τα πάντα είναι πλήρη νοήματος. Πολύ εντυπωσιακό κι αυτό, δε νομίζετε;

Δ. Άλλο η πόλη κι άλλο ο λαός; Η πόλη δεν είναι ο λαός της και ο λαός δε φτιάχνει πόλη (ή την εγκαταλείπει); Κι αν κάποιοι ασελγούν στην πόλη, πού 'ναι ο λαός να τους αποτρέψει; Αν πάλι ασελγούνε στο λαό, πού είν' η πόλις; Και το Κράτος; πού στέκει το κράτος σ' όλα αυτά; Κλίνει προς το λαό ή κλίνει προς την ασέλγεια; Και, τελικά, ποιος ασελγεί σε ποιον; Ασελγούν οι λίγοι στους πολλούς; ασελγούν οι πολλοί στους λίγους; Κι ωστόσο, η ασέλγεια είναι ασέλγεια σ' όποιον αριθμό και να τη μετρήσεις. Η ασέλγεια είναι μία. Αριθμητικά άκλιτη και συνεπώς αξιακά αδιαίρετη. Οι «αγανακτισμένοι», πάλι, δε συνιστούν μέρος λαού, αλλά στοιχείο περιαιρετό και ξένο; Οι «αγανακτισμένοι» μόνο ασελγούν, την ώρα που ουδείς ασελγεί πάνω τους; Μήπως ο Σωμερίτης υπονοεί, τελικά, ότι ασελγεί ο λαός στο λαό; Κι η πόλη; Τι ακριβώς είναι μια πόλη; Μην είναι τα τσιμέντα της, μην ειν' τα μάρμαρά της; Μην είναι ο κοινός χώρος, όπου ο λαός κοινωνεί τη μοίρα του, οπότε ένα μάρμαρο δε συγκρίνεται σε καμία περίπτωση μ' ένα κεφάλι; Μήπως η πόλη έχει καταντήσει να είναι, απλά, η περιχαράκωση ενός κράτους, παρά η υλοποίηση ενός βίου;

Αντιφάσεις, ασάφειες και ασυναρτησίες, απ' τις οποίες δε θα υπήρχε ίχνος, αν ο λόγος ήτανε τίμιος και το νόημα πηγαίο. Μα εδώ μιλούνε οι κορώνες κι οι δεκάρικοι.

«Ο πολύς κόσμος δεν πήγε στο Σύνταγμα μήτε αλλού. Απέφυγε σε μεγάλο βαθμό και τις διαδηλώσεις των συνδικάτων των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ και ΠΑΜΕ. Αποδεχόμενος με ενθουσιασμό το «μεσοπρόθεσμο»; Αμφίβολο! Από φόβο; Ίσως. Δηλαδή, τον φόβο που προκαλούν οι «μπαχαλάκηδες». Ίσως και για άλλους λόγους. Και γιατί να αποκλείσουμε με το ζόρι την περίπτωση να είναι πλειοψηφία όσοι κατάλαβαν ότι κακό – στραβό – ανάποδο το «μεσοπρόθεσμο», όμως άλλη ρεαλιστική λύση παραμονής στην Ευρώπη χωρίς πτώχευση κανείς δεν προσφέρει: όλος ο κόσμος δεν είναι Αντωνάκης!». 

Τώρα μαθαίνουμε ακόμα και τούτο, πως δηλαδή «ο πολύς κόσμος δεν πήγε στο Σύνταγμα μήτε αλλού». Αλλά, φαντάζομαι, έχει διεξαχθεί κάποια στατιστική έρευνα για το πού ακριβώς βρισκόταν ο «πολύς» ο κόσμος, εκείνες τις ημέρες; Ή για ποιους λόγους απείχαν, εκείνοι που απείχαν; Δεν είμαστε άξιοι, λοιπόν, οι αναγνώστες μιας κάποιας παραπομπής, μιας αρθρογραφίας ή έστω, βρε αδερφέ, ενός ταπεινού συνδέσμου; Πώς κατέληξε εκεί που κατέληξε, δηλαδή, ο Σωμερίτης; Εγώ, για παράδειγμα, κατέβαινα τρεις φορές τη βδομάδα Σύνταγμα και μιλούσα, παρατηρούσα τον κόσμο, κάπου-κάπου συμμετείχα. Δεν περίμενα να μου πει η τηλεόραση κι η εφημερίδα. Αυτό με κάνει αντικειμενικό; Σε καμία περίπτωση, αλλά δίνει στο λόγο μου τη βαρύτητα της εμπειρίας και τη σχέσης. Απέκτησα σχέση με αυτούς τους ανθρώπους και δεν τους έκρινα, ως ξένος και απ' έξω. Ο Σωμερίτης πως τα κατάφερε; Μάζεψε τους φίλους του (δηλαδή, τους υπόλοιπους αστούς του Βήματος) κι έσχιζε ο ένας τα ρούχα του αλλουνού, στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης; Όταν οι άνθρωποι αποξενώνονται, σαν απουσιάζει δηλαδή η κοινή εμπειρία, απουσιάζουν κι οι δίαυλοι επικοινωνίας. Δίχως κοινή εμπειρία, άρα δίχως συμμετοχή, δεν μπορεί να υπάρχει δημοκρατία, παρά μονάχα ατομικές τυρρανίες, με την έννοια πως κάθε άτομο συνιστά κι έναν ξεχωριστό τύρρανο, ομφαλοσκόπο κι ασυνάρτητο. Στην τελική, σε ανθρώπους που στερούνται κοινής εμπειρίας - αλλά δεν επιθυμούν και τον εμφύλιο - τα γεγονότα γίνονται φυσαρμόνικες και πλαστελίνη. Απομένει μονάχα τούτο : ο λόγος μου προς το λόγο σου και Νικολό καρτέρει.

Ο «πολύς κόσμος», ωστόσο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ακόμη βαρύγδουπη ασυναρτησία, προς εντυπωσιασμό. Μια έκφραση λόγου κενότερη νοήματος από την προηγούμενη. Μόνη βάση επιχειρηματολογίας η συναισθηματική φόρτιση και τα συμφέροντα του γράφοντος - ή του Βήματος ή όπου, τέλος πάντων, οδηγεί ετούτη η αλυσίδα συμφερόντων. Γιατί κι εκείνοι που έκατσαν στους καναπέδες συνιστούν κόσμο πολύ, αλλά κι εκείνοι του Συντάγματος (ή άλλης πλατείας) ομοίως! Όπως κι εκείνοι στις καφετέριες, στις πλαζ και στην εθνική οδό, πολλοί ήταν κι αυτοί! Με ποιο αριθμητικό σύστημα, ακριβώς, είναι δέον - σύμφωνα με τον ακριβοδίκαιο Ριχάρδο - να μετράται ο κόσμος και να χωρίζεται σε «πολλούς», «λίγους» και «καμπόσους»; Να μας προσφέρει μια μετρική κλίμακα να βγάλουμε και 'μεις μιαν άκρη. Εκείνες οι δεκάδες (ή εκατοντάδες) χιλιάδες, που γέμισαν ένα σωρό φορές το κέντρο της Αθήνας, από Ομόνοια μέχρι Σύνταγμα και τα γύρω στενά, συνιστούν «μία ολίγην» ή «μια ελλιπή», κατά τη γνώμη του; Και τι τον κάνει να σκέφτεται και να ελπίζει, πως οι «πολλοί» που δεν πήγαν Σύνταγμα συντάσσονται με τα ερμηνευτικά του σχήματα και άρα επιρρώνουν το λόγο του; Ξέρουν κι οι αδιάφοροι; Ξέρουν κι οι λούμπεν; Ξέρουν κι αυτοί που αλείφονται αντηλιακό, την ώρα που άλλοι ξερνούν τα μάτια τους από τα δακρυγόνα; Όλοι πια ξέρουν εκείνο που ξέρει ο Σωμερίτης κι η παρέα του; Μόνοι αδαείς οι του Συντάγματος;

Α και να μην ξεχνάμε και τούτο. Το γεγονός, ότι σε μια δημοκρατία (δικού μας τύπου) αποφασίζουν οι πολλοί, δε σημαίνει προφανώς πως οι πολλοί έχουν και δίκιο ή γνωρίζουν το σωστό. Σημαίνει, απλά, πως αυτοί αποφασίζουν. Έτερον εκάτερον. 

«Οι αστυνομικές δυνάμεις, με λίγες παρεκτροπές, προστάτευσαν φυσικά το Σύνταγμα αλλά δεν μπορούσαν ταυτόχρονα να προστατεύσουν, παρά τις άναρθρες ραδιοφωνικές κραυγές μερικών ρεπόρτερ, και όσους ήθελαν, άμεσα ή έμμεσα, να το καταλύσουν. Χρησιμοποίησαν κυρίως τα «χημικά». Οι αντίπαλοι της Αστυνομίας (και των θεσμών) που πήραν τις περισσότερες φορές την πρωτοβουλία των μαχών χρησιμοποίησαν εναντίον των αστυνομικών κυρίως τα μάρμαρα της πλατείας σπάζοντάς τα σε κομμάτια. Προσοχή: Ποιες θα είναι οι «ανώτερες μορφές αγώνα» στο μέλλον»;

Α. Αλλά τι σημαίνει, πάλι, τούτο το «λίγες παρεκτροπές», όσον αφορά στη δράση των αστυνομικών δυνάμεων; Υπάρχει για την αστυνομία κάποιο ελάχιστο όριο παρεκτροπών ή συνιστώμενη δόση; Δύνανται, για παράδειγμα, οι αστυνομικοί να εκτροχιαστούν έως και σε πέντε παρεκτροπές, αλλά όχι σε περισσότερες; Και πώς εννοούνται αυτές; Πέντε παρεκτροπές από ολόκληρο το αστυνομικό σώμα ή ο κάθε αστυνομικός ξεχωριστά; Δικαιολογούνται παρεκτροπές οποιασδήποτε μορφής; Από σπρώξιμο, ας πούμε, μέχρι και βαρύ τραυματισμό, αλλά όχι φτύσιμο και θάνατο; Ποια νομοθεσία υποστηρίζει κάποιο ή κάποια από τα προηγούμενα;

Αλλά να μη λέμε ανοησίες. Το πλήθος – ή κατά μία άλλη ερμηνεία ο όχλος – σχεδόν εξ’ ορισμού λειτουργεί παρορμητικά, αμήχανα, σπασμωδικά, συναισθηματικά. Αντιθέτως, οι αστυνομικές δυνάμεις οφείλουν να λειτουργούν ψύχραιμα, οργανωμένα, εκπαιδευμένα και επαγγελματικά. Οι μόνη παρεκτροπή που θεωρείται θεμιτή – όσο μπορώ να σκεφτώ τη στιγμή ετούτη – είναι εκείνη στην οποία μπορεί να υποπέσει ατομικά ένας αστυνομικός, του οποίου απειλείται η ζωή και βρίσκεται σε άμυνα πανικού. Όχι σε άμυνα του κώλου, όπως εκείνη που πλήρωσε ο καταδικασμένος σε θάνατο Αλέξης. Μιλάμε για άμυνα, τύπου «Φονικό όπλο Νο 2» κι έτσι. Σε καμία άλλη περίπτωση. Οποιαδήποτε άλλη χρήση βίας ως «παρεκτροπή» θα πρέπει να θεωρείται αδικαιολόγητη! Όταν, ωστόσο, η χρήση βίας είναι απαραίτητη - σύμφωνα πάντα με την αστική νομοθεσία - θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους κανόνες δεοντολογίας και την άριστη εκπαίδευση, αρετές με τις οποίες το κράτος οφείλει να προικίζει ή να επιβάλλει στα όργανα της «τάξης». Δε μπορούμε, δηλαδή, να μιλάμε για «αυθορμητισμό» και «παρεκτροπές» τις αστυνομίας, ούτε ακόμη και για χάρη του επιχειρήματος. 

Β. Ποιο Σύνταγμα ακριβώς προστάτευσαν οι αστυνομικές δυνάμεις, αδυνατώ να καταλάβω, εφόσον κανείς δεν επιθυμούσε τότε - κι ούτε τώρα το επιθυμεί - να καταλύσει κάνα Σύνταγμα. Ίσα-ίσα, όσοι επιθυμούν την αναθεώρησή του απαιτούν δημοψήφισμα του δήμου άπαντος και όχι επανάσταση των ολίγων. Εκτός κι αν ισοδυναμεί η κατάλυση της κυβέρνησης με κατάλυση του Συντάγματος, κάτι που δεν ευσταθεί γιατί δεν είναι έννοιες ταυτόσημες και απαιτείται, από οποιονδήποτε εκφράζει παρόμοιες αιχμές, να συγκροτήσει σοβαρό επιχείρημα, στηριγμένο στον ορθό λόγο. Κάτι που, φυσικά, δε συμβαίνει εδώ. Πολύ περισσότερο, θα τολμούσα να πω, αν η Αστυνομία επιθυμούσε πραγματικά να προστατεύσει το Σύνταγμα, θα όφειλε να στρέψει τις κάννες 180 μοίρες, ακριβώς, από εκεί που αρχικά διατάχθηκε.

Εκτός κι αν εννοούμε την πλατεία Συντάγματος, οπότε πάσο.

Γ. Το λάθος: «Οι αντίπαλοι της Αστυνομίας (και των θεσμών)», αντί του ορθού: «Οι αντίπαλοι της Αστυνομίας (και των θεσμών που αυτή αντιπροσωπεύει / υπερασπίζεται)». Η αστυνομία και οι θεσμοί δεν είναι, φυσικά και ευτυχώς, έννοιες ταυτόσημες ή ομόρροπες - εκτός κι αν αναφερόμαστε στο θεσμό της... αστυνομίας. Η αστυνομία, ωστόσο, είναι από κατασκευής το εκτελεστικό όργανο της εξουσίας. Έτσι, συχνά, οι αντίπαλοι της αστυνομίας (ή της εξουσίας) γίνονται εξ ορισμού σύμμαχοι των αληθινών θεσμών (όπως της δημοκρατίας). Οπότε ποιο το νόημα; Για άλλη μία φορά, επιδιώκεται η σύγχυση προκειμένου να εκβιαστεί το συμπέρασμα. Τελικά, για ποιους θεσμούς μιλάμε; Γιατί κανείς δεν εξέφρασε την επιθυμία να καταλύσει π.χ. το θεσμό της οικογένειας ή της κοινωνικής ασφάλισης. Με ποιους ακριβώς θεσμούς συντάσσεται η αστυνομία, σύμφωνα με τον αρθρογράφο; Με όλους; με κάποιους; Άγνωστο, όπως άγνωστες και οι προθέσεις τόσο της αστυνομίας, όσο και της δημοσιογραφικής πορδολογίας.

Δ. Περί αντιπαραβολής «χημικών» και μαρμάρων - άγνωστος, βεβαίως-βεβαίως, ο ρόλος των εισαγωγικών. Επρόκειτο, δηλαδή, για αιθέρια έλαια, καταστάλαγμα κλασματικής απόσταξης πικραλίδας μ' ανεμώνη; Η μήπως επρόκειτο για παραδοσιακά μαντζούνια της γιαγιάς, από φρέσκο κρεμμύδι και κόκκινη πιπεριά; Η καλή δημοσιογραφία, όσο θυμάμαι, βρίσκεται ανάμεσα στον κόσμο και στην πηγή των γεγονότων. Βρέχεται από την ίδια βροχή και τσιτσιρίζεται από την ίδια στάχτη. Η πληρωμένη δημοσιογραφία, γίνεται με φρέντο καπουτσίνο και Μπαμπινιώτη, για τη σωστή ορθογραφία της λέξης «ασφιξία». Τη στιγμή που γράφω ετούτες τις ταπεινές αράδες, δεν έχει πέσει στη αντίληψή μου κανένας σοβαρός τραυματισμός - μα τι γράφω; ούτε καν βηχαλάκι με βραδινά φλέματα - οποιουδήποτε φέροντα κρανοστολή κι ασπίδα, από μαρμαρόσκονη κι ασφυκτικές βωμολοχίες. Αλλά για κάνε πως περνάς στην αντιπέρα όχθη για να δεις τη γλύκα, στα μάτια και στα πνευμόνια ανθρώπων που δεν «πήγαιναν γυρεύοντας» και ζητούσαν να διαδηλώσουν, απλά, τη δυσαρέσκειά τους.

Ε. Οι «αντίπαλοι» της αστυνομίας πήραν, λέει, τις περισσότερες φορές την πρωτοβουλία των μαχών. Άρα πήρε και η αστυνομία μερικές πρωτοβουλίες, προφανώς όμως λιγότερες. Δεν πρόκειται, δηλαδή, παρά για ένα συναγωνισμό πρωτοβουλίας, αν κατάλαβα καλά, κι εκείνος που θα πάρει τις περισσότερες κερδίζει το ρόλο του καλού δημοκράτη. Να υποθέσω, τώρα, ότι ο αυλοκόλακας γραφιάς ήταν στο Σύνταγμα μ' ένα μπλοκάκι και κράταγε λογαριασμό; Ή τα γράφει όλα τούτα καταπώς τα αισθάνεται στα σωθικά του - ή το κόλον - αντί καταμαρτυρώντας γεγονότα, ως αρμόζει σε δημοσιογράφο; Άσε που κάτι μου διαφεύγει στο σημείο ετούτο : από πότε η Αστυνομία είναι θεμιτό να παίρνει πρωτοβουλίες μαχών; Μήπως υπάρχει μια σύγχυση του ρόλου της μ' εκείνον του στρατού; Μήπως - ακόμη πιο επικίνδυνο - υπάρχει μια σύγχυση στο κρανίο του αρθρογράφου; 

Άμποτε καταφέρει να κοιτάξει ο αστός την αστυνομία του στα μάτια, τότε κι η δημοκρατία του θα προχωρήσει βήμα ασύλληπτο προς την ελευθερία.

«Για μια ακόμα φορά προβλήθηκε από μερικούς το επιχείρημα «μπαχαλάκηδες = παρακράτος». Είναι πολύ πιθανό η Αστυνομία να χρησιμοποιεί και αυτή τη γνωστή μέθοδο του «εισοδισμού» ακόμα και για να έχει πληροφορίες. Είναι γελοία η γενίκευση: Γιατί τότε όσοι «μπαχαλάκηδες» συλλαμβάνονται υποστηρίζονται από όσους τους χαρακτηρίζουν παρακρατικούς»; 

Μα είναι γελοία και τούτη η γενίκευση : «γιατί τότε όσοι μπαχαλάκηδες ... παρακρατικούς»! Ο Ριχάρδος Σωμερίτης, λέει η Wikipedia, είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας, κάτι που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς, παρακολουθώντας τις αλλεπάλληλες ανακολουθίες σκέψης, καθώς και την αναπηρία του να εκφράσει ένα λόγο με περιεχόμενο. Η γραφή του έχει τόση νοηματική συνέπεια, όση ευχάριστη οσμή έχει η κουράδα. Αντιτίθεται σε μια γενίκευση με μια νέα γενίκευση και φυσικά - κάτι που θα το περιμέναμε - δίχως κανένα παραπεμπτικό στοιχείο, πέραν της ισχύος του σωμερίτειου λόγου. Στο κάτω-κάτω, ακριβώς την ίδια τακτική του «εισοδισμού» φαίνεται να ακολουθεί και η εκάστοτε κρατική εξουσία στους κόλπους της δημοσιογραφίας. Όχι, βεβαίως, προκειμένου να έχουνε πληροφορίες, παρά προκειμένου να ελέγχουν τις «πληροφορίες» ή να τις δημιουργούν. Φυσικά και δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι του Βήματος εγκάθετοι. Μια τέτοια γενίκευση θα 'ταν γελοία. Έτσι δεν είναι;

«Είναι αυτονόητο ότι οι απεργίες, οι πλατείες, οι «μπαχαλάκηδες», οι απαγορεύσεις απόπλου πλοίων, η μετατροπή της Αθήνας σε κόλαση δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη, στον τουρισμό και συνεπώς στον περιορισμό των θυσιών που καλούνται να προσφέρουν (υποχρεωτικά) κυρίως οι μη έχοντες. Τα μάρμαρα της πλατείας θα τα πληρώσουμε όλοι μας και συλλογικά η χώρα»! 

Στην ανάπτυξη, επίσης, δε συμβάλλουν ούτε τα μέτρα του μεσοπρόθεσμου, ούτε άλλα μέτρα, που κατά καιρούς ταλαιπωρούν τούτον τον έρμο τόπο. Άσε που τα τελευταία μετατρέπουν σε κόλαση ολόκληρη την Ελλάδα και όχι μονάχα την στριμόκωλη πρωτεύουσα, το λιμάνι ή - ξερωγώ - την Ακρόπολη και τη Διονυσίου Αεροπαγίτου. Όσο για τα μάρμαρα της πλατείας, ας μπουν κι αυτά στο λογαριασμό. Μήπως φοβάται ο αρθρογράφος ότι η επιβάρυνση θα είναι τέτοια, που αυτή μόνη της, θα εκτοξεύσει τα ελλείμματα σε ύψη δυσθεώρητα; Επίσης, να μην παραγνωρίζεται το γεγονός - κάτι που αμέλησα να αναφέρω νωρίτερα - ότι κάποιοι απ’ τους αστυνομικούς εκτόξευσαν, δια της ιδίας μεθόδου, τα σπασμένα μάρμαρα πίσω στους αποστολείς τους. Το πιθανότερο από σεβασμό και προκειμένου επιστραφούν τα μάρμαρα στις θέσεις τους. Πολύ περισσότερο απ’ την υπομονή του αναγνώστη να παρακολουθήσει τη φτήνια του άρθρου μέχρι τέλους, είναι δίκαιο να εξάρουμε και την αντίστοιχη επιμονή του αρθρογράφου να παραμείνει ασυμβίβαστα κι ανυποχώρητα χαμερπής και μικρόνους.

Το τυπικό ετούτο δείγμα σύγχρονου αστού - αν δηλαδή έχει κάποιο νόημα ν' αναφερόμαστε στον αρθρογράφο, αντί των όποιων εντολέων του - έχει οφθαλμούς εξαιρετικά προσαρμοσμένους στο να διακρίνουν τον υλικό ιστό μιας κοινωνίας, μα παντελώς τυφλούς στον αληθινό ιστό. Έτσι, άνθρωποι σαν αυτόν τον Σωμερίτη δε μπορούν να δουν παραπέρα από εκείνο, που μπορούνε να πληρώσουν. Εννοείται να πληρώσουν στο μόνο νόμισμα που 'χουνε ποτέ γνωρίσει, το ευρώ, κι όχι με νόμισμα τον εαυτό τους. Τα σώματα που βιάζονται και οι αξιοπρέπεια που λοιδωρείται δεν είναι γι' αυτούς ανοιχτοί λογαριασμοί μιας κοινωνίας, που θα πληρωθούν εξίσου απ' όλους μα και συλλογικά! Στο μυαλό του (κάθε) Σωμερίτη δεν υπάρχει τίποτε που να συνδέει την κατάρρευση της καρδιάς του Δημήτρη Κοτζαρίδη με τη δική του καρδιά ή το σακατεμένο κορμί της Αγγελικής Κουτσουμπού με το δικό του σώμα - ή έστω γενικόλογα με το σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Η αξιοπρέπεια του (κάθε) Σωμερίτη θίγεται από ένα κατεστραμμένο μάρμαρο, αλλά περνάει στο ντούκου έναν κατεστραμμένο άνθρωπο. Τούτο είναι το ήθος των σύγχρονων αστών, που δεν αντέχει κι εξαντλείται, όποτε ξεπερνά την ξώπορτα ενός καλοσφουγγαρισμένου διαμερίσματος

«Πάντως η κυβέρνηση, εσωτερικά μόνη εναντίον όλων, κέρδισε στη Βουλή αλλά και έξω από τη Βουλή μια σημαντική μάχη. Το καθήκον της τώρα είναι να πράξει το παν για να μη δικαιωθούν όσοι προβλέπουν και κυρίως προσβλέπουν σε μεγαλύτερες αδικίες, σε μεγαλύτερες εξαρτήσεις και σε χειρότερες ανατροπές». 

Το να κερδίζει κανείς μόνος του εναντίον όλων, δηλαδή η μειοψηφία έναντι της πλειοψηφίας, είναι ευγενές όταν επιτυχγάνεται με την πειθώ και το ήθος. Όταν επιτυγχάνεται με την ισχύ, τις λαμογιές και τις μηχανορραφίες της εξουσίας, ωστόσο, αισθάνομαι ότι δεν είναι χαρακτηριστικό δημοκρατίας. Μα τι τα θες. Ούτε η πρώτη φορά είναι που αντιφάσκει ένας λακές, ουτ' η τελευταία. Μερικές αράδες νωρίτερα, ο «πολύ κόσμος» έμενε σπίτι κι οι «λιγοστοί» αποτελούσαν έκτροπο. Τώρα ως κυβέρνηση, οι «μόνοι» θριαμβεύουν απέναντι σε «όλους» ως πολιτικά και ηθικά άξιοι. Άμα ο λόγος ήταν λάστιχο, ο Σωμερίτης θα 'τανε πρώτος στη σφεντόνα.

Ακολουθεί όμως και μια ταυτολογία: ό,τι προβλέπει και προσβλέπει σε μεγαλύτερες αδικίες, σε μεγαλύτερες εξαρτήσεις και σε χειρότερες ανατροπές είναι το ίδιο το μεσοπρόθεσμο. Προφανώς, η νίκη της κυβέρνησης και η δικαίωση της επιδείνωσης είναι ένα και το αυτό πράγμα. Κι αν ετούτο συνιστά προσωπική κρίση και όχι γεγονός, είναι ωστόσο ο ίδιος ο αρθρογράφος που μας επιτρέπει ετούτο το παραθυράκι. «Να μη δικαιωθούν όσοι προβλέπουν ... μεγαλύτερες αδικίες ». Να μην επαληθευτεί, δηλαδή, η κρίση ότι το μεσοπρόθεσμο αποτελεί δεινό. Που σημαίνει, μ' άλλα λόγια, να μην βγουν τελικά αληθινοί οι «μπαχαλάκηδες», να μην αποδειχτεί ότι οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν, τελικά, να 'χουνε κάποιο δίκιο.