Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Τα ξύλινα τα τείχη τα μεγάλα

Οι ακαλλιέργητοι εξυπνάκηδες ξεφυτρώνουν σαν τις κουράδες στο ελεύθερο κάμπινγκ, έτσι που γίνεται δύσκολο να μην πατήσεις κάποιον στη στροφή του θάμνου. Για τους κοπρολάγνους, όπως εγώ, είναι ανέφικτό να τους παρακολουθήσεις όλους με συνέπεια. Ήδη έχω βάλει στην άκρη προς αποδόμηση κοντά μισό βόθρο, περισσότερους δηλαδή συνδέσμους απ' όσους αντέχει χρονικά η ταπεινή ζωή μου. Ετούτος ο νέος εξυπνάκιας είναι και καθηγητής καρδιολογίας, πανάθεμά τον! Τη δική του την καρδιά, ωστόσο, την καταβρόχθισαν πιθανότατα σε τρυφερότερη ηλικία. Συνήθως συμβαίνει από κανίβαλους αστούς γονείς, οι οποίοι με τα μαχαιροπήρουνα της τυπικής μεσο-αστικής μεγαλομανίας ακυρώνουν κάθε ζωϊκό παλμό στο βωμό μιας μεγάλη ιδέας, αλλά δεν τον ήξερα τον άνθρωπο κι από χθες. Άσχετα, τώρα, με το ποιος του μασούλησε τον καρδιακό μυ, παλεύει ο κακομοίρης ο καθηγητής να βγάλει άκρη σ' ετούτο το σκληρό κόσμο με το μόνο πράγμα που του 'χει απομείνει : μια πήχη λεφτά μέσα στην χούφτα, με τις μαύρες τσέπες και τα δόντια του σκύλου. Παλεύει με τ' αμέσως καλύτερο πράγμα, το οποίο απομένει πια σ' έναν αποκαρδιωμένο αστό : την πίστη και τη δύναμη της οικονομίας. Σαν αναρίθμητους γιατρούς που κυνηγούνε τ' όνειρό τους, οφείλει να δείξει ξεκάθαρα στην κοινωνία μπροστά σε ποιες αξίες ακριβώς γονατίζει με σεβασμό κι έτσι έχει πολύ πλάκα να βλέπεις ένα καρδιολόγο να υπερασπίζεται τους εφοπλιστικούς στόλους, αντίς τον όρκο του Ιπποκράτη ή μια καινούργια ιατρική μεθοδολογία που σώζει ζωές. Κι όπως κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τον σέβεται τόσο, όσο χρειάζεται, μα ούτε μια στάλα παραπάνω. Τουλάχιστον, όχι τόσο ώστε ν' αποποιηθεί αυτή την πρόταση ζωής, την οποία συνιστά η δυνατότητα αρθρογραφίας στο Πρώτο Θέμα.

Παρόλα αυτά, δεν είναι και χαζός. Γνωρίζει πολύ καλά πως δεν έχει να ξεστομίσει τίποτα περισσότερο από αερολογίες. Ο λόγος του είναι αλαφρύτερος κι απ' τον αέρα που αναπνέουμε κι έτσι σύντομα θα βρίσκεται να κάνει συντροφιά με τ' αέρια του θερμοκηπίου, τα οποία δεν αφήνουν τη μαλακία να δραπετεύσει απ' τον πλανήτη Γη. Κατά τη γνωστή συνταγή της σοβαρής δημοσιογραφίας, λοιπόν, ξεκινά ο έρμος μ' ένα ιστορικό παράδειγμα, επιχειρώντας μάταια να προσδώσει στο λόγο του τη στιβαρότητα και την εγκυρότητα που κατά τ' άλλα απουσιάζουν. Άλλά ξεκινά αμέσως-αμέσως με πλάγιο άουτ, αφού κλωτσά τη μπάλα παντελώς εκτός θέματος, με τη χαρά του παιδιού που κράτησε πρώτη φορά μολύβι να γράψει. Συγχέει τον Ηρόδοτο με τους Lloyd's, το σκόρδο με το κρεμμύδι και το Φρανκεστάιν με το τέρας του. Δεν περνάει απ' το μυαλό του κακομοίρη πως εκείνο που έσωσε τους Αθηναίους του Θεμιστοκλή δεν ήταν η ναυτιλία τους αλλά το κοινό τους ήθος, το κοινό φαντασιακό που θα 'λεγε ο Καστοριάδης ή δεν ξέρω-γω ποιος άλλος καραμέλας. Σήμερα θα το σκάγανε όσοι έχουν κότερα κι οι αποδέλοιποι θα βρισκόμασταν φάτσα-κάρτα με τον Ξέρξη, να βαράμε παλαμάκια και να πουλάμε τουριστικά στα στενά της Πλάκας. Η ναυτιλία τους δεν ήταν αυτοσκοπός και σύμβολο, δεν εξυπηρετούσε καμία «ελληνικότητα», ήταν απλά ένα μέσο - το πλέον πρόσφορο στην ιστορική εκείνη στιγμή - ώστε να σωθεί η κοινωνία των Αθηναίων. Προσοχή! Όχι η οικονομία της κοινωνίας των Αθηναίων - ετούτα είναι τραγελαφικά σύγχρονα σχίσματα - μα η ίδια η κοινωνία καθαυτή! Μάλιστα, ούτε καν μια κοινωνία όπως αυτή που εννοούμε σήμερα, η οποία δεν είναι παρά ένα στατιστικό αντικείμενο, ένα άχρωμο και άοσμο αριθμητικό συνάθροισμα μονάδων, αλλά μια κοινωνία που είναι κοινό ήθος, βίωμα και τρόπος ζωής. Τα ίδια λέει κι ο Περικλής του Θουκυδίδη, στην ομιλία που επικυρώνει την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά ακόμα κι αυτή η απάντηση του Θεμιστοκλή στον Αδείμαντο μας κάνει. Αυτό το τελευταίο - δηλαδή η Αθήνα που συγκροτούν οι Αθηναίοι, που 'ναι και το ουσιαστικότερο - θα σωζόταν, ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν οι τελευταίοι αναγκάζονταν να το σκάσουν με τα πόδια, πάνω σε δελφίνια ή κρυμμένοι μέσα σε γκαμήλες. Η πραγματική Αθήνα θα τους ακολουθούσε αναπόφευκτα κι ως δεύτερη φύση, οπουδήποτε κι αν αποφάσιζαν να καταφύγουν, στα βουνά και στα λαγκάδια ή στην Κάτω Ιταλία, όπου θα συνέχιζαν και θα διατηρούσαν σταθερά την ιδιότητα και το ήθος του ελεύθερου πολίτη. Ο Θεμιστοκλής είχε «απλά» την ευστροφία να ερμηνεύσει το χρησμό με την στρατηγική ευφυία ενός ηγέτη, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος (έτσι αόριστα κι αφηρημένα) πως ακόμα κι ελλείψει στόλου, ακόμα και τότε, η επιτακτικότητα της ανάγκης θα τον οδηγούσε να εφεύρει μια εναλλακτική μα ισοδύναμη ερμηνεία και διέξοδο. Δε θα παρασυρθώ απ' τον ιστορικό πειρασμό να εικάσω πως οι Πέρσες ήταν καταδικασμένοι ούτως ή άλλως ν' αποτύχουν, οφείλουμε ωστόσο να παραδεχτούμε πως οι ετούτοι οι σατανάδες δεν πολεμούσαν ούτε για τις εστίες, ούτε για την επιβίωσή τους, παρά για το βιασμό, το πλιάτσικο και το γόητρο. Κι όταν λέμε εστίες, τουλάχιστον για την αρχαία Αθήνα, ελπίζω να έγινε κατανοητό πως δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση τα φτωχικά πλινθόκτιστα οικίσματα που πλαισίωναν την ακρόπολη ή τη μαρίνα Ζέας.

Ο μονοδιάστατος Στεφανάδης, ο αστός καρδιολόγος, απέχει από εκείνη την αντίληψη, όσο απέχει η βούρτσα απ' την καράφλα μου. Καθόσον και γιατί ο σύγχρονος εφοπλιστής δεν έχει την παραμικρότερη σχέση ούτε με την ελληνική κοινωνία, ούτε με τον ελληνικό πολιτισμό. Κι επειδή δεν ξέρω αν έχει σήμερα νόημα να μιλούμε για «ελληνικό πολιτισμό», ας μιλήσουμε καλύτερα για τη ρημάδα κοινωνία και να δούμε ποια είναι η σχέση του εφοπλιστή με την προηγούμενη. Για παράδειγμα, ανησυχεί ο έλληνας εφοπλιστής πώς θα τα βγάλει πέρα μέχρι το τέλος του μήνα ή κάνει διακανονισμό για να ξεπληρώσει ένα στρώμα ή ένα πάπλωμα; Κατέβηκε ποτέ ο έλληνας εφοπλιστής σε καμία διαδήλωση, στο πλευρό κανενός λαού (οποιουδήποτε λαού), αγχωμένος για το μέλλον της χώρας ή των συγχωριανών του; ή έστω για να μυρίσει τι γεύση έχουνε τα χημικά που εισπνέουν οι ελεύθεροι άνθρωποι; Νοσηλεύεται ο έλληνας εφοπλιστής στα ίδια δημόσια νοσοκομεία που νοσηλεύομαι κι εγώ, περιμένει στις ίδιες ουρές του ΟΑΕΔ μ' εμένα, περιμένει απ' τον ΟΠΑΠ μήπως δει μιαν άσπρη μέρα; Κι όταν λέω «εγώ» κι «εμένα», φυσικά, δεν εννοώ εμένα προσωπικά, καθώς δεν έχω την παραμικρή κωλοκαούρα να συγκρίνω εαυτόν με τον κάθε νονό ή μικρο-μαφιόζο της πιάτσας. Εννοώ «εμένα» ως εκπρόσωπο μιας κβαντικά φτωχοποιημένης κατάστασης βίου, που μήτε πεθαίνεις της πείνας, μήτε σου τρέχει κι η αξιοπρέπεια απ' τα μπατζάκια. Δεν πειράζει, ανακαλύψαμε ξανά τι σήμαινε κάποτε το ρήμα μπαλώνω. Ο έλληνας εφοπλιστής, λοιπόν, είναι Έλληνας μόνο κατ' όνομα, δηλαδή για τις δεξιώσεις και τα νταραβέρια του με το κράτος. Στην ουσία είναι ένα εξάμβλωμα της κοινωνίας κι ετούτο είναι πολύ εύκολο να καταδειχτεί, στο βαθμό που κι αυτός - όπως φυσικά και πολλοί άλλοι - κοιτάζει κυρίως την πάρτη του και την κονόμα του. Βέβαια, δε χρειάζεται να είμαστε πολύ σκληροί μαζί του : ο άνθρωπος δεν κάνει κάτι διαφορετικό από εμάς τους υπόλοιπους. Απλά το κάνει πολύ καλύτερα. Βλέπετε, είναι ανώφελο να καταδικάσουμε τον εφοπλιστή δίχως να καταλήξουμε τελικά στην κριτική αποκαθήλωση ολάκερης της κοινωνίας. Αυτό το τελευταίο, δηλαδή η κοινωνία, στην πραγματικότητα και στην κλίμακα που τη θεωρούμε όταν κουβεντιάζουμε, απλά δεν υφίσταται! Παραπαίουμε οι άνθρωποι, ξένοι και ασυνάρτητοι μεταξύ μας, γλιστρούμε σαν τα χέλια ένας δίπλα στον άλλο. Οι άνθρωποι είναι οι παντελώς «άλλοι» κι όχι απλά έτερα «εγώ», πρόσωπα. Υπάρχουν όμως πολλές-πολλές μικρότερες κοινωνίες μέσα στη μεγα-κοινωνία μας, οι οποίες είναι αληθινές και λειτουργικές και υγιείς και δεν έχουν καμία σχέση με τον άκρατο ατομικισμό της φιλελεύθερης κουλτούρας. Δεινοπαθούν, βέβαια, αλλά υπάρχουν.

Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, ο σύγχρονος εφοπλιστής αποδεικνύει περίτρανα πως δεν είναι ζωντανό και αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον με την παραμικρή ευκαιρία είναι διατεθειμένος ν' άλλαξει σημαία, με την ίδια ευκολία δηλαδή που θ' άλλαζε οδοντόκρεμα ή ένα χεσμένο σώβρακο. Πρωτίστως αποκόπτουν οι ίδιοι εαυτούς απ' τον ελληνισμό όταν ο ελληνισμος γι' αυτούς είναι απλά χρηστικός και όχι μια εσωτερική διάσταση ύπαρξης, μια ουσία δηλαδή αδιαπραγμάτευτη. Γιατί τότε, προφανώς, θα υπέφεραν πού και πού κάτω απ' το βάρος της αληθινής τους ταυτότητας, αρνούμενοι να υποκύψουν στην όποια χρηστική αποκήρυξη τους «επέβαλε» η κατά καιρούς νομοθεσία. Ας πλήρωναν κάποιο τίμημα, βρε αδερφέ, για τα πιστεύω τους. Η αληθινή σημαία του εφοπλιστή είναι φυσικά το κέρδος του και τούτο τον καθιστά γνήσιο τέκνο της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας της μάσας, μα σε καμία περίπτωση μέτοχο κάποιας «ελληνικότητας». Κι οι περιβόητες χιλιάδες θέσεις εργασίας σε έλληνες θα μπορούσαν πολύ εύκολα κι εν μία νυκτί ν' αντικατασταθούν από ισάριθμους Φιλιπινέζους, ινδιάνους Απάτσι ή οκτάχρονα κινεζάκια, αν ετούτο συνέφερε τον εφοπλιστή και το επέτρεπε ο νόμος. Όπως ακριβώς εξαφανίστηκαν κι απ' τα χωράφια οι έλληνες εργάτες, επειδή τελικά συνέφερε τον έλληνα μεγαλοκτηματία κι επειδή τον άμοιρο και βρωμύλο μετανάστη μπορείς ευκολότερα να τον εξαφανίσεις απ' το πρόσωπο της Ιστορίας με μια απλή καραμπίνα, απ' ό,τι το ντόπιο βρωμύλο που πιθανότατα τον περιμένει κάπου κι ένα παιδί ή μία μάνα, δυο πόλεις απόσταση.

Δίχως να 'χω ιδιαίτερη σκασίλα γι' αυτό που αποκαλούμε πατριωτισμό, μπορώ ωστόσο πολύ καλά να καταλάβω πως δεν είναι ορθό να χαρακτηρίζεται ως «έλληνας» κάποιος, ο οποίος για να φερθεί ως τέτοιος χρειάζεται να του δώσει το κράτος κίνητρα, αντί να τ' αναζητήσει μόνος του. Ένας τέτοιος μπαγαμπόντης προσιδιάζει περισσότερο σε μισθοφόρο, σε πατριδοκάπηλο ή απλά σ' ένα κοινό μαλάκα. Ο μαλάκας, φυσικά δεν έχει μήτε πατρίδα, μήτε άλλο δεσμό, πέρα δηλαδή απ' το πουλί του και το όφελος. Γι' αυτό κι έχει γεμίσει ο κόσμος μαλάκες, αλλιώς θα έμεναν στην πατρίδα τους, στην οποία κανένας δε θα γύρευε να εισβάλλει για να τους εκτοπίσει. Θέλω να καταλήξω, λοιπόν, πως εφόσον οι εφοπλιστές είναι πρωτίστως επιχειρηματίες και χρειάζονται κίνητρα ώστε να στηρίξουν τον ελληνισμό, τούτο σημαίνει πως ο ελληνισμός δεν είναι μέρος της φύσης και της ύπαρξής τους. Άρα είναι σωστό να τους αντιμετωπίζουμε ως τέτοιους και μόνο, δηλαδή ως επιχειρηματίες, κι όλα τα υπόλοιπα τα συναισθηματικά και τα εθνικο-ρομαντικά, ας τ' αφήσουμε στην άκρη, γιατί είναι κίνδυνος να βγάλουμε κανά μάτι άμα κουνάμε πολύ τη σημαία, πέρα-δώθε.

Τώρα αν υπάρχει καμία φωτεινή εξαίρεση δε μου αναιρεί δα και το επιχείρημα, καθώς εδώ δε μιλώ για κανόνες μα για κανονικότητες. Έτσι συμπερασματικά και αντιθέτως με τον αρθρογράφο, θεωρώ πως οι έλληνες εφοπλιστές είναι στ' αλήθεια φοροφυγάδες, απάτριδες κι απατεώνες. Φυσικά δεν είναι οι μόνοι, μα τώρα γι' αυτούς μιλάμε. Φοροφυγάδες, λοιπόν, όπως οι περισσότεροι που κερδίζουν αθρόα, καθότι όσο περισσότερα κερδίζεις, τόσο δυσκολότερα μπορείς να τ' αποχωριστείς και τούτη την απλή ψυχολογική νόρμα τη γνώριζε κι ο ίδιος ο Χριστός (οι καρδιολόγοι βέβαια κόβουν αποδείξεις για όλα και γι' αυτό μπερδεύεται, έτσι άκομψα, ο αφελής αρθρογράφος). Απάτριδες όπως οι περισσότεροι που κυνηγούν το χρήμα και δη το διεθνές κι επομένως υψώνουν σημαία προς εκείνο που λατρεύουν, υποστέλλοντας οτιδήποτε άλλο αποπροσανατολίζει το μπούσουλα του κέρδους. Απατεώνες όπως οι περισσότεροι που βγάζουν χοντρό χρήμα, γιατί διαφορετικά δε θα βγάζανε. Ίσως κάποιοι από εμάς να γνωρίζουμε κάλλιστα και τις ακριβείς εκείνες μεθόδους, με τις οποίες τα βαπόρια περνούνε κάθε χρόνο τις επιθεωρήσεις ανά την υφήλιο, αν δεν καταλήξουν νωρίτερα να γίνουν πρωτοσέλιδο με μαύρα γράμματα. Είναι λάθος, κάθε φορά που ακούμε τη λέξη εφοπλιστής το μυαλό μας να πηγαίνει κατευθείαν στον Ωνάση και στη σκάλα του Μιλάνου, αντί στον παχύδερμο Μαρινάκη και στη σκάλα του Περαία, ο οποίος είναι και πιστότερος ως εικόνα και ομοίωση του ιδεατού. Οποιοσδήποτε έχει έστω και μια αμυδρή περιγραφή εκ των έσω μένει απλά ενεός μπροστά στους ποταμούς χρηματικής ασυδοσίας (νόμιμης ή όχι) οι οποίοι πλημμυρίζουν τον κλάδο, ακόμα και για ένα μέσο εκπρόσωπο του είδους. Θα μείνει σοκαρισμένος από τα ποσά που τρώγονται μηνιαίως στις πουτάνες ή άλλες «ακολασίες», χρήματα που για χάρη ενός μονοφαγά και για ένα μόνο μήνα θα σώζονταν από τα χρέη, ας πούμε προς τη ΔΕΗ, ίσαμε και χίλιοι συνταξιούχοι. Τι σχέση έχουν με το σώμα, λοιπόν, της ελληνικής κοινωνίας και τα καθημερινά προβλήματα επιβίωσης κι αυτοπροσδιορισμού, ετούτα το κατακάθια (ή αφρόκρεμα) του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού ατομικισμού και της αλαζονείας; Τι σχέση έχουν μ' εμένα (και τον κάθε εμένα) και τον αγώνα που δίνω καθημερινά, ώστε να παραμείνω άνθρωπος αντίς για κτήνος, να φτιάχνω δεσμούς με τον κόσμο γύρω μου αντί να την κάνω μ' ελαφριά πηδηματάκια; Τι σχέση ήθους έχουν μαζί μου εκείνοι που σπιτώνουν γκόμενες πολυτελείας στην άλλη άκρη της γης, αντί να σπιτώσουν δέκα άστεγους ή μια γιαγιά με τη νοσοκόμα της;

Αυτός ο εξωραϊσμός του εφοπλιστή δεν είναι παρά ένας συμβολισμός που εξυπηρετεί το όνειρο το σύγχρονου αστού : πολίτης του κόσμου, επιχειρηματικός κι επιτυχής. Τα πώς δεν τον ενδιαφέρουν, αρκεί να μην καταρρεύσει το όραμα ενός κόσμου, που λειτουγργεί μόνο δια της οικονομίας. Ο καρδιολόγος Στεφανάδης θα μπορούσε να έχει τη βιλάρα του καταμεσίς μιας βραζιλιάνικης φαβέλας, οχυρωμένης πίσω από ψηλές μάντρες, με κάμερες, σεκιουριτάδες και τάφρους με πιράνχας, αλλά κάθε πρωί να ξεπορτίζει απ' το γκαράζ του έχοντας απόλυτη πίστη στους νόμους της αγοράς και στο αόρατο χέρι του Σμιθ. Τέτοιες τραγελαφικές ψυχοσυνθέσεις, θεότυφλες προς το φόνο ακόμα κι όταν τους πασαλείφεις τη μούρη αίμα, είναι άνθρωποι νοσηρά κι ασύμμετρα μεγαλωμένοι, είναι από εκείνους που καμώνονται πως «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας». Δεν είναι προδότες από κακία, είναι προδότες από δειλία. Όχι από δειλία να πολεμήσουν - όχι, όχι! κι εδώ είναι το άρρωστο, διαφορετικά θα μιλούσαμε για πράματα φυσιολογικά κι ανθρώπινα - αλλά από δειλία να εγκαταλείψουν τη βολή ενός κόσμου επίπλαστου. Αρνούνται να αναθεωρήσουν την αίσθηση της πραγματικότητας, καθώς θα 'πρεπε με τον τρόπον αυτό ν' αναθεωρήσουν την ίδια τους την ύπαρξη και την πορεία της : τις κατουρημένες ποδιές που φίλησαν, τους εξευτελισμούς που υπέστησαν, τους συναδέλφους που εκβίασαν και τέλος πάντων όλη την προσωπική τους οδύσσεια, προκειμένου να πραγματοποιήσουν το κοινωνικό όνειρο του έλληνα γιατρού ή δικηγόρου. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος αρνηθεί τη σημασία και την αποτελεσματικότητα της ελεύθερης αγορά και των πτωμάτων, αρνείται κατά βάθος την ίδια τη βαθύτερη πίστη του, αρνείται τον εαυτό που ξεπούλησε ή φόνευσε για να βολέψει τον υπόλοιπο εαυτό. Αν τ' αρνηθεί όλα ετούτα είναι σα να δίνει τη χαριστική βολή σ' αυτό που σώθηκε.

Ακόμα κι αν η οικονομία πράγματι ανάρρωνε, από μια δεδομένη αλλαγή στάσης των εφοπλιστών, το ζήτημα δεν είναι ποια οικονομία διασώζουμε, αλλά ποια κοινωνία διασώζουμε. Αν είναι να διασώσουμε την ίδια κοινωνία η οποία γέννησε τα τέρατα που την κανιβάλισαν, να μας λείπει κι ευχαριστούμε. Αν είναι πάλι ν' αλλάξει η κοινωνία τόσο, ώστε να γίνει αντάξια κάποτε του ονόματός της, τότε - πιστέψτε με - η στάση των εφοπλιστών θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα μας απασχολεί και μη σώσουν να υψώσουνε σημαία, στον αιώνα των άπαντα. Γιατί τότε θα 'μασταν ευτυχισμένοι και μάλιστα δίχως πολλά-πολλά! Μπορεί, βέβαια, σ' εκείνη την απέριττη νέα ισορροπία, ο κύριος Στεφανάδης (αλλά κι ο κάθε ονειροπαρμένος) να μην είχε την οικονομική δυνατότητα για ταξιδάκια στο Μισισιπί και τουριστικούς ρομαντισμούς του κώλου. Ή μπορεί πάλι, ν' ακουγε απ' την πλώρη μια φωνή να γκαρίζει στον ίδιο, αντί στο Γιώργο, «Χριστόδουλε φέρε τη μάνικα» γιατί θα 'ταν ο Στεφανάδης ο λοστρόμος, μέσα στη βρώμα και τα λάδια, αντίς ο καρδιολόγος με την καθαρή, σιδερωμένη ρόμπα, απέναντι στα ταπεινά ανθρωπάκια που χτυπούνε δειλά την πόρτα του και, μέσα στην ανάγκη τους, τόνε κοιτάζουν για θεό. Ίσως τότε να 'χε και περισσότερες ελπίδες, κάθε που θα βρισκότανε σε ξένο τόπο να πάρει κάτι απ' τον τόπον εκείνο, μήπως και διασταλεί κάπως ο νους του, παρά ν' αναζητεί παντού τις ίδιες και τις ίδιες προβολές του εαυτού του (γαλανόλευκες κι αγιο-Νικολήδες), μικραίνοντας τον κόσμο, μπας και χωρέσει στη στενάχωρη ψυχή του.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος των Lloyd's (δεξιά) απολαμβάνει μια ακόμα ναυμαχία (αριστερά), όπου οι
Περσικές τριήρεις είναι στην πραγματικότητα «ελληνικών συμφερόντων» ∙ έχουν ωστόσο αλλάξει
σημαία, κάτω απ' το βάρος της δυσβάσταχτης (τότε) αθηναϊκής φορολόγησης των πλοιοκτητών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου