Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Άμα πετύχει η μαλακία [ Νούμερο 2 ] ...

Ως γνωστόν η μαλακία είναι επαναλαμβανόμενη κίνηση και συνεπώς ο μαλάκας είναι καταδικασμένος να ξαναχτυπήσει. Ο Ρολφ Ντομπέλλι κυκλοφορεί ανάμεσά μας σα μεταστατικός καρκίνος και ξεφυτρώνει ακόμα κι εκεί που δεν τον σπέρνουν. Είπα θα τον κάνω block δια παντός και μου τον στέλνει ο άλλος mail. Ρε αν έχεις το Θεό σου, χίλιες φορές να διαβάσω εκείνο το spam για την επιμηκύνση του πέους! Ή το άλλο με τον πρίγκιπα απ' την Ουγκάντα, που θέλει να του κάνω εξυπηρέτηση για 50.000 δολλάρια. Τουλάχιστον ο spammer σέβεται τη νοημοσύνη μου, αφού ασφαλώς γνωρίζει πως γράφει μαλακίες κι ότι, κατά 99%, θα πεθάνω στο γέλιο. Οπότε μου φτιάχνει και τη μέρα.

Το προηγούμενο άρθρο του Ντομπέλλι το 'χα πετύχει σε σύνδεσμο του Lectures Bureau . Τούτο που μου στείλανε είναι από τη συμπρωτεύουσα . Όχι πως έχει σημασία και μη σκάτε, γιατί 'ναι ο σύνδεσμος του συνδέσμου, ω σύνδεσμε! Άμα βάλετε στην αναζήτηση «κοινωνική απόδειξη» θα διαπιστώσετε ότι οι σκατόμυγες τη μυρίζονται την κουράδα από χιλιόμετρα. Έτσι το κείμενο έχει αναπαραχθεί αμέτρητες φορές, με τραγικότερη εκείνη της Σώτης , η οποία είναι η μόνη που γράφει το ήθος στα παπάρια της (όπως δηλαδή το συνηθίζει) και παρουσιάζει το κείμενο για σκατοτοισεκατό δικό της. Θα μου πείτε δεν είναι ακριβώς έτσι κι είσαι κακεντρεχής : το κορίτσι πατάει αλαφρά στο κείμενο του Ντομπέλλι κι αυτοσχεδιάζει. Πατάει όμως πολύ καλά και με τα δυο ποδάρια : με το δεξί ποδάρι copy, με το ζερβό ποδάρι paste. Κι ας είναι τούτη δα, που την έχει μεταφράσει την «Τέχνη της καθαρής σκέψης» του Ντομπέλλι. Δεν είναι παράδοξο; Μια μικρή αναφορά στο πρωτότυπο θα τιμούσε και την ίδια. Όμως οοόχι! Δεν είναι η Σώτη απ' αυτές. Ή είσαι μουσίτσα ή δεν είσαι. Άραγε το ξέρει ο Ντομπέλλι; Άραγε το ξέρει ο Πατάκης; Άραγε το ξέρει η Athens Voice; Άβυσσος η ψυχή του λογοκλόπου.

Τώρα ο διανοητής της πεντάρας (ο Ντομπέλλι, εννοείται, γιατί μαζεύτηκαν πολλοί στην προηγούμενη παράγραφο), θέλοντας να γράψει γι' άλλη μια φορά την εξυπνάδα του, πιάνει να θίξει ένα φαινόμενο, το οποίο ονομάζεται και καλά «κοινωνική απόδειξη». Είναι λέει το πράμα που συμβαίνει και σηκώνεις το κεφάλι σου κι εσύ, σα τη μαϊμού, άμα στο διάβα σου συναπαντήσεις πέντε τυχαίους να 'χουνε, γι' άγνωστο λόγο, καρφώσει τα βλέμματα στα ουράνια. Φυσικά, στην πραγματικότητα, οι περαστικοί δεν πρόκειται να σταθούν ούτε κλάιν-μάιν δευτερόλεπτο - πέραν από τίποτε αργόσχολους - μα θα συνεχίσουν να κοιτάνε τη δουλειά τους σκυθρωποί. Ο Ντομπέλλι μάλλον έχει στο νου του περισσότερο τις γελοιογραφίες, από την εποχή του '50, παρά τον κόσμο όπου λάμπει ο ήλιος. Και στο κάτω-κάτω το νόημα του μιμητισμού απέχει παρασάγγας από το νόημα της κοινωνικής πίεσης, που θέλει να μας τσαμπουνήσει.

Παραθέτει κι άλλα παραδείγματα, ο Ντόμπελλος, τα οποία είναι τόσο παράταιρα, ώστε όχι μόνο δεν βγάζεις άκρη το τί 'ναι τούτη η καινούργια μόδα της «κοινωνικής απόδειξης» μα, πολύ περισσότερο, αντιφάσκει ένα το άλλο. Γιατί - όπως είπαμε - είναι διαφορετικός ο λόγος που κοιτάς ψηλά, όταν κοιτάνε κι άλλοι, διαφορετικός ο λόγος που χειροκροτάς, όταν χειροκροτάνε κι άλλοι, διαφορετικός ο λόγος που αφήνεις φιλοδώρημα, όταν αφήνουν κι άλλοι. Και, τέλος πάντων, γίνονται τα πάντα casus dobelli κι αχταρμάς. Κοιτάς ψηλά από περιέργεια κι όχι από στείρα μίμηση ή γιατί βλέπεις κάτι σωστό. Διαφορετικά, άμα έβλεπες κάποιον να ξύνει τ' αρχίδια του θα τά 'ξυνες κι εσύ, κάτι που δεν ισχύει. Χειροκροτάς για να τιμήσεις τον καλλιτέχνη, αλλά δεν υπάρχει και κανονισμός «Savoir-vivre δια Συναυλίας» κι οπότε, με την παραμικρή ευκαιρία, τ' αφήνεις το κλαπέτο (κι άμα προσέξετε στο πλήθος, συνήθως δε χειροκροτούν ούτε οι μισοί) κι όταν αφήνεις φιλοδώρημα δεν είναι γιατί το κάναν κι άλλοι - έτσι αναίτια - παρά για χίλιους λόγους : γιατί θέλεις να είσαι κοινωνικά καθωσπρέπει (κάτι που δεν είναι καθαρή μίμηση, μα υστεροβουλία), γιατί σκέφτεσαι την εποχικότητα ενός σχεδόν ασήμαντου επαγγέλματος, που το πιθανότερο δεν αφήνει ένσημο ούτε για παρακεταμόλη, γιατ' είσαι δειλός και ντρέπεσαι να μην αφήσεις, γιατί σ' αρέσει το γκομενάκι στην γκαρνταρόμπα κι όρεξη να 'χεις, να σκαρφίζεσαι αιτίες. Όπου ταπώνεται περίτρανα ο κάθε Ντομπελλάκης, καθώς σε όλα του σχεδόν τα παραδείγματα υπάρχουν αιτίες διαφορετικές και πολυποίκιλες, οι οποίες τρυπώνουν ένα επίπεδο βαθύτερα, απ' τη γενετικά κληρονομημένη μαζικότητα ή την «απόδειξη» - που ούτως ή άλλως είναι διαφορετικά πράγματα.

Απαγωγή σε άτοπο ...

Για να μην πούμε για το φόβο. Φαντάζεστε, ας πούμε, να βρίσκεται κανείς στην ομιλία του Γκέμπελς [1], [2] και να πρέπει να ορθώσει ανάστημα, καταμεσίς σε 50.000 πωρωμένους; Εδώ νικάει το χεσμένο σώβρακο με πέντε αυτογκόλ, παρά οι κακές παρέες που σε παρασέρνουν. Σίγουρα, μερικοί από εσάς, έχετε κάποια στιγμή χαζέψει εκείνη την απολαυστική φωτογραφία, με τον Γερμανό εργάτη που αρνείται να χαιρετήσει ναζιστικά, ο οποίος μόνος ανάμεσα σ' εκατοντάδες έχει τα χέρια σταυρωμένα και χαζεύει τους μαλάκες, γύρω του, μ' εκείνο το ύφος της γιαγιάς μου : «Ε δεν είμαστε καλά, τι καμώματα είναι πάλι τούτα»; Περιεργάστηκα λίγο τη φωτογραφία κι ανακάλυψα ακόμα ενάμιση πιθανούς αντιρρησίες, αλλά ο δικός μας είναι στα σίγουρα ο πιο cool ever - άσε που ξεχωρίζει και σα τη μύγα μες στο γάλα. Αν ήμουν γυναίκα, αυτόν τον άντρα θα τον ερωτευόμουν. Μα το ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει : ήταν ο μόνος που σκεφτόταν ανάλογα ή ο μόνος που 'χε τ' αρχίδια ν' αντισταθεί, παρά το φόβο να χάσει τη δουλειά ή τη ζωή του; Και πού διάολο χωράει η «κοινωνική απόδειξη», όταν οι απέναντι βαστούν την εξουσία ή τίποτε, ακόμη, πιο μυτερό; Γι' άλλη μια φορά ο καλός Ντομπέλλι παρατά τις ερμηνείες μετέωρες στη μοίρα τους.

Πίσω στα δικά μας, ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνουμε πως το παράδειγμα του Sportpalastrede είναι άτοπο εξ ορισμού. Για τον απλό λόγο πως η κοινωνική πίεση έχει εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα, στα ίδια τα σωθικά και τις διεργασίες της κοινωνίας, παρά ξάφνου και δια μαγείας στο κατάμεστο στάδιο του Βερολίνου. Οι ναζιστική σύναξη της 18ης Φεβρουαρίου του 1943 ήταν ήδη βαθιά συνειδητοποιημένη από το κατώφλι της εξώπορτας και δεν παρασύρθηκε ούτε απ' τον ενθουσιασμό, ούτε απ' τον ανιματέρ, ούτε από λεωφορείο. Κι ως εκ τούτου δε στέκει δα κι ακράδαντο το επιχείρημα, πως δηλαδή μέσα στο ίδιο πλήθος, ερωτηθέντες κατά μόνας, δε θα 'χε βρεθεί ουδείς να συναινέσει στην επερχόμενη τρέλα. Το πολύ-πολύ να μη χαμογελούσαν τόσο. Κάτω απ' την ίδια ομπρέλα, που ο Ντομπέλλι - είτε η επιστήμη - ονομάζει «κοινωνική απόδειξη» υπονοώντας μιαν άλφα κοινωνική πίεση, στοιβάζονται διαφορετικά φαινόμενα, τα οποία θα μπορούσαν και να οφείλονται σε κοινωνική «έλξη», σε κοινωνική «αδράνεια», σε κοινωνικό «φόβο» ή σε κοινωνικό «καμουφλάζ». Το φαινόμενο, το οποίο ουσιαστικά επιθυμεί να εξετάσει ο αμπελοφιλόσοφος της χειρομαλακτικής στοάς, πρόκειται για την αλλοίωση της ορθολογικής συμπεριφοράς - κι όχι του συναισθήματος - εκβιασμένης από το «δίκιο» των πολλών. Τούτο, ωστόσο, είναι μια συνειδητή μεταστροφή και αυταπάτη - καθότι στο εσωτερικό του νου διαδραματίζεται, έστω και προς στιγμή, μια σύγκρουση - κι όχι το αγελαίο συναίσθημα, που υπονοεί.

Συχνά, οι άνθρωποι «συμμορφώνονται» με την πλειοψηφία για λόγους, οι οποίοι δεν έχουν να κάνουνε με την πειθώ, αλλά με διαφορετικές αφετηρίες. Όταν επιλέγω να χειροκροτήσω τη χρονική στιγμή που χειροκροτούν κι οι άλλοι δεν είναι γιατί θεωρώ σωστή ή καλή τη συμπεριφορά τους. Είναι γιατί κι εγώ θέλω να χειροκροτήσω, κάποια στιγμή, από μόνος μου, αλλά αμφιβάλλω για το κατάλληλο. Άπαξ κι η φάση κάποτε γαμηθεί, γιατί βρεθήκανε 2-3 περισσότερο αλλοπαρμένοι ώστε να συγκρατηθούν, λες : ας πάει και το παλιάμπελο, ας γίνει τώρα. Δεν είναι γιατί πείστηκα από τη συμπεριφορά τους, ούτε γιατί πιέστηκα ή παρασύρθηκα. Ήταν κίνηση στρατηγική. Ούτε η περιέργεια, επίσης, είναι πειθώ και συνεπώς, αν συναντήσω κάποιους στο δρόμο να κοιτουν σα χάνοι τα σύννεφα, δε θα το πάρω για πράξη σωστότερη απ' το να κοιτάξω τη δουλειά ή το πουλί μου. Η στάση τους δε μπορεί να κριθεί με όρους σωστού-λάθους ή καλύτερου-χειρότερου. Απλά θα σκάσω από περιέργεια. Άμα δε δω τίποτα ενδιαφέρον θα χαμογελάσω και θα συνεχίσω την πορεία μου. Άμα τώρα είναι πολλοί χάνοι μαζεμένοι, το πολύ-πολύ να ρωτήσω κάποιον απ' αυτούς τι διάολο χαζεύουν. Κι άμα δε βρω ικανοποιητική την απάντηση θα χαμογελάσω με οίκτο και θα συνεχίσω την πορεία μου. Ούτε το πρωτόγονο αίσθημα του μεταδιδόμενου πανικού είναι «απόδειξη». Αν δω δεκαπέντε χωριανούς να τρέχουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, επειδή τους κυνηγά ο βασιλιάς των λιονταριών ή ο Τιμόν κι ο Πούμπα μεταγγλωτισμένοι, δε θα τρέχουν με γέλια και χορούς, αλλά με πρόσωπα συσπασμένα από τον τρόμο και μάτια γουρλωμένα σαν αυγά μάτια. Η διάδοση του τρόμου, ωστόσο, και η μαζική υστερία είναι φαινόμενα της ψυχολογίας, τελείως διαφορετικής φύσης από την κοινωνική απόδειξη κι είναι χρέος να εξετάζονται αυτόνομα. Για το φόβο της μάζας ή της εξουσίας - και όχι την πειθώ - τα είπαμε και τα κουβεντιάσαμε, νωρίτερα, στα περί Γκέμπελς. Ούτε η ντροπή ωστόσο είναι κοινωνική απόδειξη, καθώς δε βασίζεται σε κάποια πειστική διεργασία περισσότερο, απ' ότι στο άγχος της αποδοχής ή εκείνο της σύγκρουσης. Πολύ συχνά, δηλαδή, επιλέγουμε να μη ξεχωρίζουμε από τη μάζα, όχι γιατί παρασυρόμαστε να θεωρούμε τις τακτικές της μάζας τελειότερες, παρά για να 'χουμε το κεφάλι μας ήσυχο και να παραμένουμε μακριά από μπελάδες. Όλα ετούτα - και χιλιάδες άλλα, που πιθανότατα σκεφτεί κανείς πλουσιότερος σε φαντασία από μένα - μπορεί να καταλήγουν στον ίδιο φαινότυπο, βασίζονται ωστόσο σε διεργασίες εντελώς διαφορετικής φύσης. Δε συμμορφώνονται πάντα οι άνθρωποι με τους πολλούς, γιατί κρίνουν την τακτική των πολλών ορθότερη, αλλά (και) για χίλιους άλλους λόγους.

Αλλά και παρακάτου γίνεται ρεζίλι ο λοχαγός Ντομπέλλι, γράφοντας :

« Το πείραμα που έκανε για πρώτη φορά ο ψυχολόγος Σόλομον Ας, το 1950, αποδεικνύει πόσο η κοινωνική πίεση μπορεί να διαστρεβλώσει τη σωστή κρίση. »

Άμα ήταν σωστός επαγγελματίας και όχι σκιτζής και καραγκιόζης θα έκαμε τον κόπο να διασταυρώσει και δυο πληροφορίες. Θα διαπίστωνε τότε ότι στο πείραμα του Σόλομον, το οποίο βαστά απ' το '50 - τι μανία κι αυτή των διανοούμενων με τα παρωχημένα πειράματα, λες και δε γίνονται πειράματα στην εποχή μας - έχει ασκηθεί και ουσιαστική κριτική. Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση κι άμα είσαι σοβαρός άνθρωπος, το πολύ-πολύ να πεις πως τα εν λόγω ευρήματα συνιστούν «ισχυρές ενδείξεις», μα σε καμία περίπτωση «απόδειξη» - όπως ισχύει και στους πειραματισμούς, εν γένει, της ψυχολογίας, εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης τους.

Μ' όλη την καλή διάθεση, δε βρίσκει κανείς ουτ' ένα παράδειγμα εντός θέματος! Ούτε οι εμβόλιμοι γέλωτες στις κωμικές σειρές λειτουργούν στο θεατή ως κοινωνική απόδειξη, ούτε τα διαφημιστικά μηνύματα. Οι πρώτοι γιατί απευθύνονται στο πλέον αρχέγονο αίσθημα του ήχου, το οποίο έχει συναισθηματική ισχύ μεγατόνων και δρα με την αμεσότητα του ακαριαίου - όπως ένα ξερό κλαδί που σπάει πίσω απ' την πλάτη μας, σε κάποιο σκοτεινό μονοπάτι του δάσους και στέλνει τους σφυγμούς στα κόκκινα. Εξού κι η υποβλητική δύναμη των soundtracks ή, αντιθέτως, η ταπείνωση που υφίσταται μία ταινία τρόμου, μ' απενεργοποιημένο ήχο. Όσον αφορά στα δεύτερα, δηλαδή τα διαφημιστικά σλόγκαν, ο πήχης πέφτει ακόμα χαμηλότερα. Και την κουτσή Μαρία να ρωτήσεις το ξέρει, πως δηλαδή σκοπός της διαφήμισης δεν είναι να σε πείσει, παρά να σου θυμίσει την ύπαρξη του προϊόντος κι αν είναι δυνατόν να σου κάνει και πλύση εγκεφάλου. Γι' αυτό και σε κερδίζει το προϊόν που ακούγεται περσότερο οικείο ή που 'χει καλύτερο περτύλιγμα.

Εδώ, ο Ντομπέλλι περνάει ξώφαλτσα απ' το ζητούμενο και πάλι αστοχεί ο μαλακοπίτουρας! Γιατί τούτη η οικειότητα που επέρχεται με την ανηλεή επανάληψη είναι το μόνο είδος «απόδειξης», που 'χουμε πετύχει μέχρι τώρα και μπράβο μας, βρήκαμε μια εφαπτομένη του θέματος! Αλλά σε καμία περίπτωση δεν οφείλεται στο «γεγονός» πως πρόκειται για προϊόν πρώτο σε πωλήσεις, όπως καμία νοικοκυρά δεν αγόραζε το Skip γιατί το συνιστούσαν 29 κατασκευαστές πλυντηρίων, αλλά γιατί μπορεί να 'ταν πιο φτηνό, πιο παλιό, πιο καλό στη χρήση ή το 'χε μάθει από τη μάνα της. Το διαφημιστικό σποτ θα μπορούσε κάλλιστα να λέει «προϊόν πρώτο σε προκλήσεις» - ή σε προσκλήσεις, ή σε παραισθήσεις - και κανείς να μην έπαιρνε χαμπάρι τη διαφορά. Όλο και κάποιος από μας - όχι εγώ, προς θεού! - άμα τραβά ζόρι στο μπιντέ, θα 'χει πιάσει να διαβάζει τα σαμπουάν και τ' αφρόλουτρα για ν' αποσπάσει το μυαλό του. Είναι απίστευτο πόσες αδιάφορες ασυναρτησίες σκαρφίζονται οι σχεδιαστές του προϊόντος, προκειμένου να γεμίσουν τον κενό χώρο της ετικέτας και να μη φαίνεται το προϊόν γυμνό - ή να φαίνεται ως να 'χει κάτι σημαντικό να πει, εφόσον υπάρχουν τόσες λεξούλες στριμωγμένες, μία δίπλα στην άλλη, σε τόσο λίγο χώρο.

Τουλάχιστον, ο άμοιρος Ντομπέλλι είναι ένας απλός μαλάκας, που προσπαθεί να πουλήσει κανά βιβλίο. Η δε Σώτη είναι μια κακιασμένη μάγισσα κι άμα το καλοσκεφτείς ο μόνος λόγος που γράφει, τελικά, το άρθρο «της» - το αίτιο κι η αφορμή - γίνεται φανερός ήδη από την πρώτη κουβέντα : είναι μόνο και μόνο για να «την πει» στο ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο για μια περίοδο είχε σκυλιάσει. Η Χρυσή Αυγή προστέθηκε, φυσικά, για γαρνιτούρα και για τα μάτια του κόσμου - και καλά να μην την πάρουν για φασίστα, παρότι έχει όλα εκείνα τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, ώστε δύσκολα θα την ξεχώριζες από έναν. Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί, λέει ο λαός, μα εγώ δε συμφωνώ πως η Σώτη Τριανταφύλλου είναι τέτοια γυναίκα και σας παρακαλώ να μη μου ασκηθεί μήνυση. Στο κάτω-κάτω η πουτάνα είναι επαγγελματίας, ενώ η Σώτη δεν φέρεται σε καμία περίπτωση επαγγελματικά, όταν αποφεύγει να συμπληρώσει στην κατακλείδα, πούθε κρατά η σκούφια του κειμένου που αναπαράγει, παρουσιάζοντάς το για δική της έμπνευση και δική της εργασία. Κλείνοντας, να αποδώσουμε για μια τελευταία φορά τα εύσημα στο σύντροφο Ρολφ, ο οποίος έδωσε και πάλι ρεσιτάλ μαλακίας, πιτσιλώντας όποιον έβρισκε μπροστά του. Διατηρείται σταθερά στον πάτο, τόσο που το απόλυτο μηδέν είναι γι' αυτόν φιλοδοξία και μέλλοντας εξουθενωτικός. Κι είναι απορίας άξιο πώς άνθρωποι σαν κι αυτόν πουλάνε βιβλία και βγάζουνε λεφτά, δίχως να λένε τίποτα - ή ακόμα χειρότερα, λέγοντας βρωμιές - την ώρα που άνθρωποι σαν κι εμένα λέμε τόσο όμορφα και καθωσπρέπει πράματα και μάλιστα με πολύ περισσότερες λέξεις. Βάζουμε, δηλαδή, κάποιο μεράκι κι έναν κόπο. Λες; Λες να πάω στον Πατάκη; Και λες ν' απαιτήσω κι από πάνω να με μεταφράσει η Σώτη; Η οποία είναι τόσο καλή στις μεταφράσεις, ώστε δύναται ν' αποδίδει άριστα ακόμα κι εκείνο το σιβυλλικό «Ντομπέλλι» - ίσως κι άλλα ομοίως - ως «Τριανταφύλλου»;;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου