Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Ο Γιανναράς επέθανε, ζήτω ο Γιανναράς!

Το 'χω ξαναπεί αλλά ποιος μ' ακούει! Υπάρχει μια πυρετική χαιρεκακία κάθε που πεθαίνει ένας «θεός», σαν αποκαθηλώνεται ένα πρότυπο, ένα ίνδαλμα, μια αυθεντία. Αν το καλοσκεφτείς η ταπεινή ετούτη ευχαρίστηση δεν έχει να κάνει τόσο με το αποκαθηλωθέν πρόσωπο - το οποίο άλλο δεν έκανε, παρά να φανερώσει την ανθρωπινότητά του - όσο με το σπάσιμο της νοσηρής συνάρτησης. Έχει να κάνει με την τελική απελευθέρωση, με την ψυχή που πατά ξανά στα πόδια της και τινάσσει μακρυά ό,τι φορτώθηκε κάποτε από μόνη της ή που της φόρτωσαν - άχθος σε κάθε περίπτωση. Δεν είναι πολύς καιρός, κάποιοι μυξοκλαψούριζαν κι ένιωθαν προδωμένοι όταν ο «πολύς» Nick Cave, ο εναλλακτικός της νιότης, πήρε την απόφαση τελικά να τραγουδήσει στο Ισραήλ του απαρχάιντ και των περήφανων φονιάδων. Μη χέσω, να κάτσω να σκάσω για τον κάθε καμένο τραγουδιάρη. Από τότε που συνειδητοποίησα πως ούτε ένας, ούτε δύο, μα ένα σωρό απ' τα ινδάλματα της εφηβείας ήτανε συνηθισμένα εγωκεντρικά υποκείμενα, ξένοι από κάθε πραγματικότητα, λεφτάδες ή κακομαθημένα πρεζόνια, αποφάσισα να διαχωρίσω τον καλλιτέχνη-δημιουργό από τον καλλιτέχνη-άνθρωπο. Πολύ πριν διαβάσω την Απολογία του Σωκράτη όπου ο Πλάτωνας ξεμπροστιάζει ξεκάθαρα την αδαημοσύνη των ποιητών και άλλων, συνειδητοποίησα πως ο καλλιτέχνης είναι φορέας μιας απαράμιλλης δύναμης, της οποίας αυτό ακριβώς: είναι απλά ο φορέας και πιθανόν να μην έχει ο ίδιος μαζί της την παραμικρή σχέση. Όπως ακριβώς ένας σωλήνας γίνεται δίαυλος πολύτιμου και κρυστάλλινου νερού, μα δε δανείζεται απ' τη φύση του νερού τίποτ' άλλο απ' τη δροσιά του, έτσι ακριβώς κι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης μπορεί να πλάθει και να συνθέτει με μαστοριά μοναδική, παίζοντας με ουσίες απ' τις οποίες δεν παίρνει πρέφα κι ως προς τις οποίες στέκεται ένα ζώον και μισό. Θα μου πείτε: τότε δεν είναι μεγάλος καλλιτέχνης, μα επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Μπορεί να μην είναι μεγάλος και στις τρεις διαστάσεις, με το βάθος να του διαφεύγει, αλλά μπορεί μια χαρά να διαπρέπει στα μήκη και στα πλάτη της τέχνης του.

Ένας βιρτουόζος του πιάνου δεν χρειάζεται να έχει κανένα παραπανίσιο ήθος απ' τον αριστοτεχνικό χειρισμό των πλήκτρων. Ένας αναγνωρισμένος συνθέτης, ένας φτασμένος ηθοποιός, ένας ταλαντούχος ζωγράφος μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιούν τις λέξεις, τη μανιέρα ή τα χρώματα έχοντας - συν τω τάλαντω - μαθητεύσει περισσότερο στην αντανάκλαση των προηγούμενων μέσα στις ματιές των άλλων ανθρώπων, παρά στη δική τους. Γίνονται φορείς ενός άγονου ήθους, που είναι κατά τ' άλλα εξαιρετικό, εφόσον δεν παύει να συνιστά παρόλα αυτά τεχνική δεξιότητα. Τούτο το άγονο (ή πρωτόγονο) ήθος δεν είναι άλλο απ' εκείνο, το οποίο άριστα εκμεταλλεύονται τα νήπια, σαν ανακαλύπτουν δηλαδή πως μια τυχαία τσαχπινιά τους, μια έκφραση, ένας ήχος μπορούν να επιφέρουν αναπάντεχα έναν καταιγισμό αναγνώρισης κι αγάπης, απ' το χαζοχαρούμενο κοινό τους. Συνέπεια ο εκδιωγμός απ' τον παράδεισο : η τσαχπινιά παύει πια να 'ναι τυχαία και γίνεται στρατηγική πονηράδα και επιτηδευμένη δεξιότητα. Σε κάποιο βαθμό - π' ας κρίνει καθένας με τα γούστα του - ο καλλιτεχνικός κόσμος απαρτίζεται από σωρεία τέτοιων ανθρώπων, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα χάσκοντα κι ατάλαντα πλήθη γύρω τους, απομυζώντας την προσοχή που τόσο έχουν ανάγκη. Ποιος είναι δηλαδή ο Nick Cave και τι 'ναι εκείνο που τον καθιστά μεγάλο καλλιτέχνη, ικανό δηλαδή να γίνει ίνδαλμα ή φορέας αξιών, πέραν του γεγονότος πως γουστάραμε τη μουσική του ή τους στίχους του; Σιγά τ' αυγά! Πήρε την προσωπική μαυρίλα, την ξεδίπλωσε με χάρη, την έντυσε με καλλιεργημένη μουσική, είχε και τ' άγγιγμα της μούσας. Το μπορούν αυτό πολλοί; Όχι πολλοί μα ούτε και λίγοι. Τους κάνει αυτό ξεχωριστούς; Ναι. Τους κάνει κι αξιόλογους; Σε καμία περίπτωση. Κανείς δε λάτρεψε ποτέ το μαραγκό για βιρτουόζο του ξύλου κι ούτε χύθηκε κανένα δάκρυ για τα κομμένα δάχτυλα, που 'ναι στρωμένος ο δρόμος της ξυλουργικής.

Ο Χρήστος Γιανναράς δεν είναι άνθρωπος να τόνε παίρνεις αψήφιστα και, παρότι έχω εγκαταλείψει εδώ κι αιώνες την ανάγκη γι' αυθέντες του μυαλού μου, δεν έπαψα στιγμή ν' αποζητώ τη φιλία του ξεχωριστού, να θαυμάζω τις προσωπικότητες των ανθρώπων και να φωτίζομαι από δαύτες. Αν και το κόλπο τούτο τη φώτισης είναι κομμάτι πονηρό: ακόμα κι εγώ σαν πιάσω ν' απαγγέλλω π.χ. στίχους του Καβάφη κάποιοι θα φωτιστούνε, μα πιθανότατα να παρεξηγήσουν το φως των λόγων που αναπαράγω για φως προσωπικό δικό μου, όταν κατά τ' άλλα μπορεί να μην είμαι παρά ένας κοινός μαλάκας που απλά απαγγέλει ποίηση. Το Χρήστο το Γιανναρά, ωστόσο, τον θαύμαζα περισσότερο για το (τηλεοπτικό, καθόσον ήταν το μόνο που γνώριζα) ήθος του, την ευγένεια και την σεμνότητα έκφρασης, την πρόσκληση σε κοινότητα κατανόησης, μ' έναν τρόπο που φάνταζε (δίχως να ειρωνεύομαι) ειλικρινής. Τον θαυμάζα γι' αυτά, προτού καλά-καλά καταλάβω έστω και μέρος εκείνων, τα οποία προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύσει με τους λόγους του. Τον αγαπούσα πολύ τούτον τον άνθρωπο - όσο δηλαδή είναι δυνατόν ν' αγαπάς κάποιον που σού 'ναι άγνωστος - για την αγωνία του να περισώσει κάτι που θεωρούσε πολύτιμο, όχι μονάχα για τον εαυτό του ή γενικότερα για καποιανού τον εαυτό, μα περισσότερο για 'κείνον τον ξεχωριστό τόπο και το χρόνο που καθιστά όλους τους «εαυτούς» ζωντανό σώμα και κοινότητα. Κι έμαθα πολλά στο «πλάι» του. Έμαθα τι σημαίνει «κοινωνώ» κι ακόμα-ακόμα τη διαφορά του «ατόμου» και της «res publica» από το «πρόσωπο» και τη «δημοκρατία», αντίστοιχα. Κι εξακολουθώ να μαθαίνω ακόμα ∙ τούτο δεν ακυρώνεται. Αλλά...

Αλλά συνέβησαν πολλά από τότε που ξεκίνησα να τον παρακολουθώ στενότερα, κάπου στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Συνέβησαν πολλά π' αλλάξανε πολύ κι εμένα και πιθανότατα κι αυτόν τον Γιανναρά. Κι έτσι, τα τελευταία χρόνια, βρεθήκανε ξάφνου αντιμέτωποι ο δάσκαλος κι ο μαθητής, τουλάχιστον μες στο στενό μυαλό μου. Κι είναι τόσο μα τόσο δύσκολο να μην οργίζεται ο μαθητής, που φαίνεται μικρότερος ο δάσκαλος στα μάτια του. Από τις ταπεινές ή επικές εκείνες προσδοκίες οι οποίες ακολούθησαν τις αναταραχές του '11 κι εξής και τις οποίες έπλασε καθείς κατά το μέτρο της φαντασίας του, ο Γιανναράς έπιασε σιγά-σιγά να φθίνει σε κοινή μοιρολογίστρα του συρμού. Ή τουλάχιστον, τότε άρχισα να το συνειδητοποιώ εγώ. Γκρίνια και κλάψα, κλάψα και γκρίνια και δώσ' του, διαδοχικά ξανά, το ίδιο μοτίβο μέχρι να εξαντληθούν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί της κλάψας με τη γκρίνια. Οι μοιρολατρικές επιφυλλίδες της Καθημερινής, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε πως ήταν - κι εξακολουθούν να είναι - ο πιο τρανός μάρτυς του γλωσσικού μας πλούτου. Τα γιαννάρεια «ωϊμέ» διατυπώνονται σε τόσες παραλλαγές αρίφνητες, ώστε φτιάχνουν ολάκερη μια γλώσσα μοναχά τους. Τα συνώνυμα των «ουαί» μοιάζουν να μην έχουν τελειωμό κι αν τα προσθέσουμε στ' «αλίμονο» φτάνουνε να χορτάσουν μια φιλολογική γενιά. Το μαύρο μοιάζει ν' αναπαράγεται σε πλέον των πενήντα αποχρώσεων, τις οποίες μόνον ο Γιανναράς αναγνωρίζει κι αναλαμβάνει το χρέος να γίνει ο νουνός τους. Πολύτιμος επίκουρος αγράμματων κι ακαλλιέργητων αυτόχειρων, σαν το τρεμάμενο χέρι αστοχεί κι η βουρκωμένη όραση θολώνει, αρκεί μία γιαννάρειος επιφυλλίδα εν είδει ύστατου σημειώματος κι είναι όλοι ευχαριστημένοι. Το θύμα, ο θύτης μα κι εκείνος που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Τούτη η φυσική κούραση της ακατασίγαστη κλάψας, επέρχεται κάποτε ελεήμων ακόμη και στα σωθικά μιας μάνας. Αλλά η καταιγίδα στα στήθια του καλού Δασκάλου δε λέει να καταλαγιάσει. Αλλάζει μόνο ονόματα, κατά τη μονδέρνα συνήθεια των μετεωρολόγων, είτε μορφές ώστε από χιόνι να γίνεται χαλάζι ∙ αλλά το ψύχος ψύχος. Και θα 'τανε τούτο το λιγότερο, αν δηλαδή ήτανε μόνο τούτο. Το πρώτο ράγισμα στο τζάμι γίνηκε πριν λίγους μήνες, όταν γνωστός δαίμων του διαδικτύου οδήγησε τ' ανυποψίαστα βήματά μου σε τούτη την ιστοσελίδα του Indymedia, όπου μέσα σ' όλα αποκαλείται, κάπου, ο Γιανναράς «νεοναζί». Τώρα κι η κουτσή Μαρία καταλαβαίνει πως ο Γιανναράς νεοναζί - με την πλήρη σημασία της λέξης - δε γίνεται ακόμα κι αν του ράψεις τη σβάστικα στο μετωπιαίο λοβό. Αλλά μου θύμισε, η ιστορία ετούτη, μιαν αλήθεια την οποία δεν είχα βεβαίως παραγνωρισμένη μα είχα ωστόσο παραμελημένη, πως δηλαδή ο Γιανναράς δεν παύει στιγμή να είναι ένας καλοσιδερωμένος, συντηρητικός (όχι μόνο με την καλή έννοια) αστός, του βιβλίου και της εκκλησίας. Κι όπως κάθε συντηρητικός αστός που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και τούτος συμπυκνώνει στο ήθος του δύο πρόσωπα: εκείνο του καλού μπάτσου κι εκείνο του κακού. Δυο πρόσωπα σε ένα, ώστε να συμφέρει τόσο το μπάτσο, όσο και την ανάπαψη της πιλάτειας ψυχής. Άλλος είναι δηλαδή ο Γιανναράς των βιβλίων και των καναλιών, προσεκτικός, μετρημένος, ευγενής κι άλλος ο Γιανναράς της αρθρογραφίας, όπου ξάφνου αναδύεται απ' τα σωθικά του ένας απωθημένος ιεροκήρυκας. Ο Γιανναράς της αρθρογραφίας (από)θρασσύνεται εκφραστικά, η τηλεοπτική του μειλιχιότητα μεταμορφώνεται σε ειρωνία και συναισθηματική εκτόνωση, η οποία αγγίζει ενίοτε και τα όρια του μένους. Ως εκ τούτου, μπορεί να μην είναι ο Γιανναράς νεοναζί, τίμιο θα 'ταν ωστόσο και το ρώτημα μήπως, τελικά, συμπεριφέρεται εξίσου επικίνδυνα - ή, τέλος παντων, επικίνδυνα σε κάποιο βαθμό.

Ενός θανάτου, μέρος δεύτερον

Τώρα με το δάσκαλο Γιανναρά τα 'χω πάρει κάποιες φορές, μα περισσότερο για την αποπνικτική ξινίλα που αναδίδει, παρά για οτιδήποτε άλλο. Όντας θετικά προκατειλημμένος δεν μου 'ταν εύκολο ν' αντιληφθώ μονομιάς πως ο συντηρητισμός του δεν είναι τόσο ιδεολογικός, δεν είναι θέση και ρητορική, δεν είναι σύνεση και νηφαλιότητα, όσο μια μαλθακότης και μισή, στείρος συναισθηματισμός, ψυχολογική συνήθεια και ψυχιατρική έξη. Ειδάλλως δε θα μπορούσε τόσο εύκολα να μεταμορφώνεται από σεβάσμιος καθηγητής σε κοινή κατσαρίδα, σε ρινόκερο ή άλλο ζώο κάθε φορά που η πραγματικότητα δεν κάθεται καλά στις αύλακες του εγκεφάλου του. Ειδάλλως δε θα μπορούσε τόσο εύκολα να γίνεται κακότροπος και κακεντρεχής, μίζερος κι επιθετικός, όχι μόνον απέναντι στους αεί αυνανιζόμενους κρατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι αξίζουν κάθε μομφή και ψόγο, αλλ' ακόμη κι απέναντι σε ανθρώπους που δε γνωρίζει καθόλου, σε ανθρώπους που είναι εν δυνάμει σύμμαχοι και αδελφοί του, σε ανθρώπους που ακόμα και σφάλλοντες, ακόμα κι αμαρτήσαντες, αγωνίζονται τον ίδιο κοινόν αγώνα με δαύτον: να συνθέσουνε κοινότητα. Κοινότητα, βεβαίως, με τρόπο που την καταλαβαίνουνε οι ίδιοι, ωστόσο κοινότητα. Έτσι, μια μέρα τα πήρα στο κρανίο αβάσταχτα, με αφορμή το σιχαμερό ετούτο άρθρο.

Ο λειτουργικώς αναλφάβητος Γιανναράς

Με τα παρακάτω, λοιπόν, λόγια (πλην κάτι ψιλά) ξεκινάει ο δόλιος τη γραφή του :

«
Επίσημη «Ανεξάρτητη Αρχή» ανακοινώνει ότι «μεγάλη μερίδα» παιδιών (δεν λέει αριθμό ούτε ποσοστό) τελειώνουν το Δημοτικό Σχολείο και το Γυμνάσιο (εννέα χρόνια υποχρεωτικής εκπαίδευσης) χωρίς να έχουν μάθει ανάγνωση και γραφή – είναι παιδιά «λειτουργικώς αναλφάβητα». Εχουν προαχθεί από τάξη σε τάξη και από τη «στοιχειώδη» στη «μέση εκπαίδευση» χωρίς να μπορούν, τα δύστυχα, ούτε να διαβάζουν, ούτε να γράφουν. Η είδηση δημοσιεύεται πρωτοσέλιδη («Κ» 13.9.2019), αλλά αντίδραση καμιά – «δεν κουνιέται φύλλο».
»

Τι πιο φυσιολογικό τώρα για κάθε τίμιο αναγνώστη, απ' το ν' αναζητήσει, ευθύς αμέσως, το επίμαχο άρθρο της Καθημερινής, ώστε ν' αποκτήσει κοινό πεδίο αντίληψης και διαλόγου; Μα πως; τι συμβαίνει εδώ; Ως δια μαύρης μαγείας, το άρθρο φαίνεται να εκφράζει πράματα, τα οποία ποιοτικώς αποκλίνουν από 'κείνα που καταλαβαίνει ο Γιανναράς. Για παράδειγμα, όλα τούτα τα κωμικοτραγικά φαίνεται ν' απορρέουν αποκλειστικά και μόνον από το σχολικό βαθμό, το μέσον όρο, κι όχι από καμιά διερεύνηση της προκοπής, ας πούμε πολυεπίπεδη και πολυπαραγοντική, η οποία να περιλαμβάνει αντικειμενικά δομημένα διαγνωστικά τεστ, να συνυπολογίζει την αντικειμενική αδιαφορία μαθητών, εν γένει βαριεστημένων, ν' αποκριθούν σ' όσα εξίσου βαριεστημένοι ενήλικες τους καλούν ν' αποκριθούν, να διασταυρώνει τις επιδόσεις και τις αποδόσεις των μαθητών στο σύνολο της ζωής τους κι όχι εντός της σχολικής μούχλας και μόνον κ.ο.κ. Μπα! Τίποτα απ' όλα ετούτα. Η μοιρολατρική προφητεία φαίνεται πως βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο σχολικό βαθμό. Για το λόγο τούτο (κι ίσως και περισσότερους άλλους αφανείς) οι συντάκτες του άρθρου παρουσιάζονται περισσότερο μετρημένοι στους λόγους τους απ' ότι ο μίζερος καθηγητής, αναγνωρίζοντας πως «οι μαθητές αυτοί έχουν αυξημένη πιθανότητα να είναι λειτουργικά αναλφάβητοι» και όχι «αυξημένη βεβαιότητα». Ο Γιανναράς, ωστόσο, είναι απολύτως βέβαιος πως οι μαθητές είναι για κλάματα κι οι σάλτσες που βάζει διαστρεβλώνουν μ' επιτηδειότητα ακόμη περισσότερο μια, ούτως ή άλλως, όχι και τόσο ρόδινη πραγματικότητα. Το άρθρο δεν αναφέρει, τελικά, πως οι μαθητές δεν ξέρουν καθαυτό να διαβάζουν ή να γράφουν, αλλά μ' ετούτο το «λειτουργικά» υπονοεί μάλλον πως οι μαθητές πιθανότατα δεν ξέρουν ν' αντλούν το ακριβές νόημα ενός κειμένου (όχι όμως κι εντελώς) ή να διατυπώνουν με διαύγεια ένα νόημα (όχι όμως κι εντελώς), δεν ξέρουν τέλος πάντων να εφαρμόζουν στην πράξη δεξιότητες ουσίας, παρά μόνο στείρους μιμητισμούς οι οποίοι εξαχνώνονται στο άψε-σβήσε. Εμένα θα μ' ενδιέφερε να δω ποια είναι η απόδοση ενός ανθρώπου, όταν τον ενδιαφέρει εκείνο με το οποίο καταπιάνεται κι εργάζεται με ζήλο πάνω του κι όχι η απόδοση σε κάτι που επιβάλλεται. Η προσωπική διδακτική εμπειρία μού 'χει προσφέρει αναρίθμητες ενδείξεις (μα όχι αποδείξεις) πως οι άνθρωποι μεταμορφώνονται ποιοτικά μόνον όταν μεταμορφώνονται ποιοτικά τα εσωτερικά τους κίνητρα. Κι αν, παρόλα αυτά, τα πράγματα δεν ακτινοβολούν όλες τις ρόδινες μαρμαρυγές του παραδείσου δε σημαίνει πως είναι και μαύρα παντελώς. Τούτο διόλου δε φαίνεται απ' τις διατυπώσεις του κλαψομύξη καθηγητή, ο οποίος προτιμά να πιέζει με λύσσα το σωσίβιο πάνω στη μούρη του μισοπνιγμένου, παρά να δίνει φιλιά ζωής και αηδίες.

Έτσι τελικά, κι αυτός ο Γιανναράς ο ίδιος, ο αμείλικτος κι ακριβοδίκαιος κήνσωρ ανθρώπων και πραγμάτων, φανερώνεται ένας «μπούφος» και μισός, λειτουργικά αναλφάβητος εφόσον αδυνατεί - μ' όλη την καλλιέργεια και καλλιέπειά του - ν' αντλήσει ορθά συμπεράσματα από ένα κοινό άρθρο εφημερίδας και γράφει άλλα αντ' άλλων, καταλαβαίνοντας μονάχα εκείνα που επιθυμεί να καταλάβει, κωφεύοντας στις εναλλακτικές. Μάρτυς μου ο αποφθεγματικός χαρακτήρας των γιαννάρειων αποφάνσεων, παντελώς ξένος προς την τηλεοπτική μεσότητα και πραότητα του καθηγητού. Μ' αποδεικνύεται επιπλέον και κοινωνικά αναλφάβητος, εφόσον αδυνατεί να παρακολουθήσει τη μεταμόρφωση της κοινωνίας κι επιμένει ν' αποκωδικοποιεί το «σχολειό», το βαθμό, την «αριστεία» και ό,τι άλλο με όρους πάλαι ποτέ δεκαετιών, παντελώς σκράπας απέναντι σε απλές πιστοποιήσεις - όπως για παράδειγμα πως δε μπορεί το σχολείο να λειτουργεί με όρους ξέχωρους από τον κόσμο γύρω του κι έτσι τα σχολικά «δεινά» δε θα λύνονταν, ακόμα κι αν καταφέρναμε με κάποια μέθοδο (πειθαρχική) ν' ανέλθει το 80% των μαθητών πάνω απ' τη βάση.

Ο καλός χριστιανός Γιανναράς

Στη δεύτερη, ωστόσο, παράγραφο αρχίζει ν' αχνοφαίνεται, μισοκρυμμένος πίσω απ' τις λέξεις και τις αξιακές κωλοκαούρες, ο επικίνδυνος Γιαννάρας, ο Γιανναράς που ευχόμουν πως δε θα συναντήσω, μα κατά βάθος το φοβόμουν. Μ' άλλα λόγια, ο - αν όχι κακιασμένος - συναισθηματικά εκτροχιασμένος αστός, ο απωθημένος άρχων, ο οριακά φανατισμένος να επιβάλει ξανά την όποια καθαρότητά του : γλωσσική, πολιτισμική, θρησκευτική ή ό,τι άλλο. Βέβαια ο καθηγητής έχει κατ' επανάληψιν απεκδυθεί κάθε ιδεολογική ή αξιακή φαινάκη κι επιμένει στην αγνότητα της βιωματικής κοινότητας, παρά στην ιδεοληψία. Κι ωστόσο εδώ αντιφάσκει εαυτόν. Όχι μόνο γιατί (όπως θα δούμε παρακάτω) δεν αγωνίζεται στο παραμικρό να συνθέσει ζωντανή κοινότητα με τους συνανθρώπους του, μα γιατί συμπεριφέρεται ακριβώς ως υπερασπιστής αξιών, παρά ως αρωγός ανθρώπων. Απαυδησμένος κι αηδιασμένος, λοιπόν, απ' τη λεξιπενία και τον εκφραστικό πρωτογονισμό των μέσων ενημέρωσης (κάτι για το οποίο έχει κάθε «δικαίωμα»), επιτρέπει επιτέλους στον εαυτό του την πολυτέλεια του κτήνους. Φτάνει, δηλαδή, στο σημείο να προτείνει το εξής : «Δεν υπάρχει έλεγχος» λέει ο τρικυμισμένος «ούτε καν δειγματοληπτικός για εκφοβισμό»! Καταλαβαίνετε, δηλαδή, τι συμβαίνει εδώ; Καταλαβαίνετε το μεγαλείο του αστού που, μ' όλες τις σπουδές και τα πτυχία, ο νους του δε μπορεί να ξεκολλήσει από τη λογική του βούρδουλα; Ο καλός καγαθός χριστιανός Χρήστος Γιανναράς, προτείνει να εκφοβίζουμε (ευτυχώς δεν αναλύει και τους τρόπους, αν και θα 'μουν πολύ περίεργος να μάθω) όλους εκείνους που δε χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα! Οραματίζεται μια κοινωνία, όπου τα «από ανέκαθεν» θα επιφέρουν πρόστιμα και - ο μη γένοιτο! - τα «απαντάται σε» και τα «όλους όσους», σαν απαιτείται ονομαστική, μέχρι και ποινή φυλάκισης! Η μόνη οδός νουθεσίας, η μόνη διέξοδος προς μιαν άλλη διάσταση πολιτισμού, είναι - κατά Γιανναρά - ο εκφοβισμός, η επιβολή και κατ' επέκταση η βία - γιατί πώς άλλως επιβάλλει κανείς στο τέλος-τέλος τους απείθαρχους; Οι μικρές αυτές παραφωνίες καλλιεργημένων, κατά τ' άλλα, ανθρώπων αποκαλύπτουν δυσοίωνες ενδείξεις πως το κτήνος μπορεί ν' αναδύεται ακόμα και στις καλύτερες οικογένειες, όταν σ' ετούτες ατονεί η επαφή με τους ανθρώπους και πολλαπλασιάζεται το καρκίνωμα των ιδεολογημάτων. Γιατί όλα τούτα που ο εκτροχιασμένος καθηγητής θαυμάζει, τις εποχές που τα θαυμάζει μπορεί να μη συνιστούσαν ιδεολογήματα, μα ζωντανές κοινότητες. Στο βαθμό, ωστόσο, που σήμερα απουσιάζουν - όπως τουλάχιστον μας τρομοκρατεί ο προλαλήσας - η αναπόληση κι η ονείρωξη επαναφοράς τους συνιστούν ξεκάθαρο ιδεολόγημα, εφόσον αποτελεί προϊόν εγκεφαλικής γιαννάρειας μυθοπλασίας κι όχι αποτύπωση ζωντανής σχέσης. Ο δάσκαλος πέφτει, έτσι, μέσα στην τρούπα του απ' όπου θα μπορούσε εύκολα να βγει αν σταματούσε να γράφει περισσότερα άχρηστα βιβλία που αναμασούν τα ίδια και τα ίδια γιαννάρεια χιλιοειπωμένα και τα 'βαζε ένα πάνω στ' άλλο, να σκαρφαλώσει για να βγει λίγο στον κόσμο.

Κι όμως, το στοιχείο εκείνο το οποίο μέχρι τώρα δεν προκάλεσε παρά αύρα μονάχα ανησυχίας, στις επόμενες τέσσερις παραγράφους μαίνεται μ' εννιά μποφόρ, φανερώνοντας πως το ήθος του δασκάλου Γιανναρά μπορεί να είναι εξίσου αηδιαστικό, όσο είναι γοητευτικό. Το απόσπασμα αυτό του κειμένου (δεν το μεταφέρω εδώ, είναι μεγάλο) είναι η πλήρης απογοήτευση, για όποιον θαύμαζε την ευγένεια του ήθους στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου. Δυστυχώς τόσο για τον ίδιο, όσο και για την κοινωνία μας που χάνει έναν ακόμη «οδηγό», ο στοχαστικός και μετρημένος καθηγητής είναι χριστιανός της αγάπης περισσότερο στους λόγους και στα θεολογήματα, παρά στην καθημερινή περπατησιά του. Στην πράξη είναι ένας κοινός άνθρωπος της λάσπης, όπως όλοι μας, το ίδιο μικροπρεπής και στενόψυχος, το ίδιο συμπλεγματικός και πεπερασμένος. Οι πολλές του σπουδές και τα διαβάσματα δεν είχαν το παραμικρό ουσιαστικό αποτέλεσμα κι ως εκ τούτου εκφέρει μπουρδολογίες με την ίδια άνεση κι ευκολία, που εκφέρω κι εγώ, κι ο περιπτεράς, κι ο ταξιτζής.

Καταρχάς, σπέρνει τη σύγχυση, εμπλέκοντας νοηματικά τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, με τους κρατικούς σκυψαύχενες και σαλτιμπάγκους. Ξεκινά με την ευαίσθητη καρδιά του Έλληνα και καταλήγει στην εξευτελιστική χαμέρπεια του κράτους, δίχως να ξεχωρίζει τελικά πού σταματά το πρώτο και πού ξεκινά το τελευταίο. Έτσι δυσκολεύεται κι ο καλόπιστος αναγνώστης ν' αντιληφθεί κι ετούτο το απλό: με ποιους τελικά τα βάζει ο Γιανναράς; με την αγνή καρδιά ή την κυβερνητική καπηλεία; Του φταίει εξίσου εκείνος που οργανώνει κοινές κουζίνες, συλλογικότητες απ' το υστέρημά του (ψυχικό και υλικό), μ' εκείνον που χτίζει οικισμούς ολάκερους εν μία νυκτί, ροκανίζοντας προφανώς αδρά κοινοτικά κονδύλια; Του φταίει το ίδιο εκείνος που προσφέρει εαυτόν δίχως να προνοεί κόστος, μ' εκείνον που απομυζά τ' ανθρώπινο δράμα προσβλέποντας μόνο στο κέρδος;

Στη σημείο αυτό ο Γιανναράς γίνεται ένας κοινός κακοήθης, άνθρωπος προσβλητικός κι ανέξοδος. Ή θαρρεί πως κανείς δεν αντιλαμβάνεται την τόσο καλά μεταμφιεσμένη ειρωνία των λόγων του; Την ειρωνία που κρύβεται πίσω απ' τη υποκριτική κατανόηση του «Ευαίσθητος ο Ελληνας συγκινήθηκε με τους πρώτους πρόσφυγες ... κ.τ.λ», την οποία ουσιαστικά απαξιώνει λίγες γραμμές αργότερα παίρνοντας τον «ευαίσθητο Έλληνα» γι' απλοϊκό κι ευήθη; «Ωσάν να μη βλέπουμε πια οι Ελληνες, να μην αντιλαμβανόμαστε το παιχνίδι που παίζεται.» καταλήγει, διαιωνίζοντας ουσιαστικά την προαιώνια απαξίωση των καλοπροαίρετων: δεν πρόκειται γι' ανθρώπους που θυσιάζονται για κάποιο ήθος, παρά για κοινούς μαλάκες που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δηλαδή, άμα ανοίγεις διάπλατα το σπιτικό σου, δίχως face-control στην είσοδο, δε μπορεί να 'σαι γνωστικός και μάχιμος της αγάπης, παρά είσαι χάπατο και αφελής. Εδώ το χριστιανικό ήθος υποχωρεί κάτω απ' τα πόδια του Γιανναρά ή, ορθότερα, ο Γιανναράς υποχωρεί κάτω απ' το χριστιανικό το ήθος. Ξεχνά ποια τα του Καίσαρος και ποια του Θεού και, στην καλύτερη, εκείνο που παλεύει να εκφράσει ο δύσμοιρος - μα τον 'μποδάει η πολλή του καλλιέργεια - είναι πως το να 'σαι καλός χριστιανός δε σημαίνει πως πρέπει να 'σαι και μαλάκας. Μα ποιος είναι μαλάκας και ποιος όχι δεν μας το 'ξηγά ο καλός καθηγητής. Δε μας λέει ποια είναι η χρυσή τομή, το μαγικό ραβδί, η κβαντομηχανική εξίσωση εκείνη, η οποία μας βοηθάει μέσα στις ετερόκλητες προσφυγικές αφίξεις να καταλάβουμε τον έχοντα χρεία αληθινά, απ' τον κακόβουλο. Μια μάνα μ' ένα παιδί σε κάθε χέρι, ένας πατέρας που θρηνεί την οικογένειά του, είναι εύκολα σύμβολα και για τους πιο παχύδερμους. Πέραν αυτών, ωστόσο, πώς ξεχωρίζει ο Γιανναράς τον πραγματικά ασθενή απ' τον υποκριτή με το συνάχι, τον πολιτικά κατατρεγμένο από τον πονηρό, τον ψυχικά νοσούντα απ' τον φανατισμένο, τον απελπισμένο, τον ενδεή, τον τραυματισμένο, από το φονιά, τον πρόστυχο ή αυτόν που 'χει μεγάλη μύτη; Γιατί αν το μπορεί να μας δανείσει τη μεζούρα του να βγάλουμε κι εμείς μιαν άκρη. Είναι εύκολο να συντρέξεις ένα νήπιο, μια μάνα, μα δυστυχώς για την ηθική μας οκνηρία οι αναξιοπαθούντες δεν εξαντλούνται σε καλούπια.

Η κακοήθης πλευρά του Γιανναρά δεν είναι διατεθειμένη να μας λύσει το δίλημμα τούτο του χριστιανού (ή γενικά της αγνής καρδιάς), διαφορετικά είναι κίνδυνος να κονιορτοποιηθεί το εύθρυπτο αστικό του προσωπείο: πώς πράττει λοιπόν κανείς αν στους δέκα νοματαίους που καταφτάνουνε, κακήν κακώς, ένας βρίσκεται στη δεινότερη των καταστάσεων κι η μοίρα του επαφίεται μονάχα στην καλή μας θέληση, μ' αγνοούμε την ταυτότητά του παντελώς; πώς πράττει, λοιπόν, κανείς σε τούτη την ηθική περίπτωση; αποκηρύττει τ' ανθρώπινο σμάρι σύμπαν, από το φόβο του φονιά, ή το συνδράμει ανεξαίρετα με την ελπίδα του χρήζοντος; Η απάντηση δεν είναι απλή, όπως δεν είναι απλό και τίποτε σημαντικό, μ' από δαύτην καθορίζεται τελικά το ήθος μας. Οι αποφάσεις που είμαστε αναγκασμένοι να λαμβάνουμε, οι πιο σημαντικές δηλαδή, είναι βαπτισμένες μέσα στη σύγχυση και συχνότερα την αντιφατικότητα. Έτσι καλούμαστε να επιλέγουμε, όχι ως τυφλοί μα στα τυφλά. Έτσι καλούμαστε να κρίνουμε, βρωμισμένοι απ' την ευθύνη κι όχι σουλατσάροντας με μια σιδερωμένη λίστα, μπροστά σε προ-συγυρισμένα ράφια σουπερμάρκετ. Τα σμήνη των προσφύγων δεν έχουν την καταγωγική καθαρότητα που θα βόλευε το Γιανναρά και τους ατσαλάκωτους του είδους του. Δεν είναι δηλαδή πως μέχρι τις 31 του προηγούμενου μηνός κατέφθαναν απελπισμένοι με σφραγίδα ΒΟΚΤΑΣ, μ' από την πρώτη του καινούργιου πλάκωσαν τα σμήνη των ανεπρόκοπων και των τζιχαντιστών. Πού τα 'χει δει αυτά να γίνονται, ο τρικυμισμένος καθηγητής, μέσα στις ανακατωμένες μάζες των ανθρώπων, στα προσφυγικά συνονθυλεύματα ψυχών και σωμάτων; Που έχει δει στην ανθρωπότητα οργάνωση στις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών πέραν, δηλαδή, της αψεγάδιαστης ναζιστικής λογιστικής ή των αυτοκρατορικών βουλευμάτων άλλων εποχών;

Η καθαρή αγάπη - είτε αν θέλετε, η αγάπη που παλεύει να παραμείνει καθαρή από προσμίξεις - δε βγάνει το ζύγι να πει ποιος αξίζει τούτο το πιάτο το φαί, τούτο το ρούχο. Δε σε κρίνει σαν είσαι πεσμένος κάτω, μα σου απλώνει χέρι. Όχι γιατί είσαι καλός μα γιατί 'σαι πεσμένος. Γιατί στο πρόσωπο του άλλου αναγνωρίζει την ακατέργαστη χρεία, δίχως εκείνη την ώρα να ξεχωρίζει άλλες ποιότητες. Κι είναι, η ρημάδα τούτη χρεία, καθαρή και κρυστάλλινη σαν το βλέμμα του νηπίου - μόνο σκοτεινότερη. Δεν απαιτεί πτυχίο Σορμπόν-Παντεόν κι άλλες γραβάτες προκειμένου να την αναγνωρίσεις. Η πολιτική πρέπει ν' ακολουθεί τη στάση ετούτη της αγνής καρδιάς, όχι να την προλαμβάνει και να την καπελώνει. Γιατί εννοείται πως υπάρχει και πολιτική ευθύνη σ' όλα τούτα, τα συνταρακτικά - και δεν εννοώ φυσικά την ευθύνη των πολιτικών, την οποία ψάξε να τη βρεις. Εννοώ την ευθύνη όλων μας, στη μετοχή και διαχείρηση των ανυπολόγιστων προβλημάτων, τα οποία προκύπτουν από ετούτες τις πρωτόγνωρες καταστάσεις. Προβλήματα ανυπολόγιστα, μα όχι άλυτα, στο βαθμό που δέχεται κανείς να θυσιάσει κι έναν χιτώνα από τους πέντε ή ένα αποφάι του στα πέντε. Τον αγνό, τον καλοπροαίρετο δεν πρέπει να τον κόφτει η «δημογραφική αλλοίωση» κι άλλες τέτοιες γεωπολιτικές παπαριές, οι οποίες έχουν θέση μόνο στα χείλη εκείνων που βλέπουν τις κοινωνίες διαιρεμένες, αντίς για διαφοροποιημένες. Η δημογραφική αλλοίωση δεν είναι ισοδύναμη μόνο δεινών, μα μπορεί να προσφέρει αντιδιαμετρικά ένα σωρό οφέλη: εμπλουτισμό, ανανέωση, γονιμοποίηση. Εκείνο που, από τη μια, φοβάται ο Γιαννάρας να μη χαθεί δεν υπάρχει παρά μονάχα στο νου του, εκείνο που ελπίζουμε να κερδηθεί, απ' την άλλη, είναι ένα ανοιχτό στοίχημα. Ένα στοίχημα στο οποίο η τύχη δεν έχει καμία θέση ∙ μόνον η ευθύνη καθενός μας ξέχωρα και ολονών μαζί.

Ο ψυχολόγος Γιανναράς

Στις τελευταίες δύο παραγράφους ο καθηγητής Γιανναράς θυμάται ακριβώς αυτό: πως είναι καθηγητής. Θα μπορούσε βεβαίως να είναι δάσκαλος, μ' αρκείται στην έδρα τη στενότερη, καθόσον ο δάσκαλος πρέπει να δίνει παράδειγμα με την πράξη του και τη ζωή του, όταν ο Γιανναράς αρέσκεται απλά στο να γράφει και να μιλάει αδιαλείπτως - δηλαδή πράξη του είναι η φλυαρία. Η φλυαρία ωστόσο είναι ίδιον του καθηγητικού ήθους, όχι ενός δασκάλου. Ξοδεύει, ο καθηγητής λοιπόν, ένα σωρό αράδες να μας διδάξει τι θα πει αβελτηρία κι από πού προέρχεται, μόνο και μόνο για να κάνει την κλασική αντι-αριστερή του προπαγάνδα. Γι' αυτή την τελευταία, ακόμα κι αν είναι στα σημεία σωστός (ως κι οι αριστεροί έχουνε βαρεθεί εαυτούς), χάνει το δίκιο του παρόλα αυτά με τούτο τον ευτελισμό, στον οποίο εκτροχιάζεται, προσπαθώντας να συνδέσει την κατάντια με τη νεολαία, με μια νεολαία δηλαδή απ' την οποία δεν έχει ιδέα - ή έχει μικρή - μα στερείται συνάμα και της διάθεσης να μαθητεύσει και να τη γνωρίσει. Γιατί ο Γιανναράς αρέσκεται να συναναστρέφεται μονάχα τους ομοίους του - και ποιος άλλωστε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για τούτο. Πιάσε το διαδίκτυο και ψάξε το, όσο βαθιά γουστάρεις, κι άμα απαντήσεις ποτέ το Γιαννάρα με φόντο γαλάζιον ουρανό και ανοιχτούς ορίζοντες αντίς νεκρά ντουβάρια και βιβλία, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη. Άμα τον δεις ποτέ περιτριγυρισμένο από συρματοπλέγματα κι αντίσκηνα αντίς αυλαίες και καλώδια μικροφώνων, από ματιές ανθρώπων που 'χουν γνωρίσει ξευτελισμό και πόλεμο, αντίς για φρεσκο-χορτασμένες μπάκες, με σιδερωμένα πουκάμισα και καθαρά παπούτσια (ζωή να 'χουν), να έρθεις να με χέσεις πατόκορφα. Κανείς, φυσικά, δε μπορεί να κατηγορήσει τον άνθρωπο ότι ιδιωτεύει. Πρέπει να 'σαι αδικαιολόγητα κακόπιστος, ώστε να πεις ότι δε νοιάζεται, ότι δεν τρέχει, ότι δεν παλεύει, με όποιον τρόπο τέλος πάντων νομίζει αυτός καλύτερο. Μα το ζήτημα είναι πως τρέχει πίσω και γύρω από 'κείνους που βρωμούν τα ίδια χνώτα, πίσω απ' τους σβέρκους εκείνους που ταλαντεύονται με συγκατάβαση, πίσω απ' τις ίδιες γκριμάτσες και τους ίδιους μορφασμούς. Αλλά, κύριε καθηγητά, δεν είναι έτσι.

Έπιασε ο ανεκδιήγητος να στηλιτεύσει τα κορίτσια που αμαυρώσαν, δήθεν, την παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας. Προσέξτε τώρα τη ρητορική «μαεστρία» (ειρωνεύομαι γιατί αντικειμενικά και ρητορικά είναι πολύ φτηνή) με την οποία κατέρχεται από το γενικότερο στο ειδικό. «Κάποια νεολαία βαυκαλίζεται ότι έχει "πεποιθήσεις"» γράφει λίγο νωρίτερα και κανείς δε μπορεί να διαφωνήσει, καθόσον είναι λογικό κάποιο μέρος νεολαίας - μα κι οποιασδήποτε ανθρώπινης ομάδας, όπως δηλαδή και κάποιο μέρος καθηγητάδων τύπου Γιανναρά - να βαυκαλίζεται ή ν' αυνανίζεται με οτιδήποτε. Κι αφού θεμελιώσει το πλαίσιο της αμπελοφιλοσοφίας, αμέσως μετά, με την κομψότητα μιας μπαλαρίνας από λίπος, προσγειώνει το κύρος του στα κεφάλια όχι μιας γενικής και αφηρημένης ομάδας, αλλά μια πολύ συγκεκριμένης συνάθροισης ανθρώπων. Μάλιστα ανθρώπων, όχι από εκείνους τους άλλους, που χάνονταν μέσα στη μαζοποίηση του ειδωλοποιημένου βηματισμού, ο οποίος προκαλεί έπαρση στον αγαπητό καθηγητή ή τους ομοίους του, αλλά ανθρώπων με πρόσωπο, ανθρώπων με θάρρος να σταθούν και να εκτεθούν δημόσια, ανθρώπων που - ακόμη κι αν διαφωνεί κανείς μαζί τους - ξεχώρισαν ως πολιτικές οντότητες κι όχι απλά ως άτομα. Μπορεί να κάνουν λάθος, μπορεί τα επιχειρήματα εναντίον τους να είναι καταφανή κι αδήριτα, αλλά κανείς δε μπορεί να τους αρνηθεί το ελάχιστο τούτο, πως βρήκαν το θάρρος να κηρύξουν δημόσια τη θέση τους.

Απέναντι σ' αυτά τα κορίτσια, νέες, κοπέλες, γυναίκες - πείτε τις όπως θέτε - έπιασε ο Γιανναράς την πένα του να επιτεθεί. Το ότι πρόκειται για επίθεση δε χωρά αμφιβολία. Το ασύμμετρο ετούτο σχήμα είναι αφόρητα τετριμμένο: κάποιος επιτίθεται σ' ένα θεσμό που θεωρεί παράφωνο ή σάπιο, ένας άνθρωπος που 'χει ταυτίσει τον εαυτό του με το θεσμό αισθάνεται πως θίγεται ο ίδιος, ανταπαντώντας με τη σειρά του όχι - ισοδύναμα - απέναντι σ' έναν αντίπαλο θεσμό, μ' απέναντι στους ανθρώπους που θαρρεί πως τον εκπροσωπούν. Ο Γιανναράς φαίνεται να μη γνωρίζει τη διαφορά θεσμού κι ανθρώπου κι έτσι επιτίθεται αδιακρίτως σ' οτιδήποτε και δίχως μπούσουλα. Έτσι γαμούν οι χριστιανοί, θα 'λεγε κάποιος πιότερο αθυρόστομος, μα εγώ διστάζω. Δίχως να γνωρίζει στο παραμικρό τις κοπέλες αυτές, τις ταυτίζει άμεσα με τις ιδεοληψίες και τις προκαταλήψεις του, θεωρεί πως εκπροσωπούν εκείνο ακριβώς που ο ίδιος απεχθάνεται, είναι οι ενσάρκωση της αριστερής μαλάκυνσης κι όλων των δεινών που μαστίζουν τον έρημο τούτο τόπο. Μα ξεπεράσαμε πλέον την απλή γκρίνια. Ακριβώς τούτο: ο Χρήστος Γιαννάρας εμφανίζεται για μία ακόμη φορά κακοήθης, καθώς δε μιλά γενικά κι αφηρημένα, μα βάζει στο στόχαστρο συγκεκριμένα πρόσωπα, ως προς τα οποία έχει παντελή άγνοια, πέραν ενός ελάχιστου περιστατικού απ' τη ζωή τους. Οι κοπέλες ετούτες γίνονται «άδειες ψυχές» κι ένα σωρό άλλες ασυναρτησίες, οι οποίες προκειμένου να γίνουν συναρτήσεις θα έπρεπε κανείς να καθίσει και να κουβεντιάσει μαζί τους, μ' άλλα λόγια να γνωρίσει τον αληθινό άνθρωπο.

Αν ο καλός καθηγητής μάζευε λίγο τα λυσσακά του και στο βαθμό που το γεγονός τόσο τον κόφτει, θα μπορούσε κάλλιστα - για έναν άνθρωπο με το κύρος του θα 'ταν το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο - να έρθει σε επαφή με την ομάδα και ν' ανοίξει μαζί τους έναν ουσιαστικό και γόνιμο διάλογο, αν φυσικά δεν είχανε κι αυτές αντίρρηση. Και δε βλέπω γιατί θα είχαν, αν κρίνει κανείς από το μετρημένο ύφος της ανακοίνωσής τους, όπου αποφεύγουν άριστα να θίξουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από θεσμούς - ικανότητα ως προς την οποία ο καθηγητής μένει μετεξεταστέος. Αντί γι' αυτό ο μέγας διδάσκαλος του έθνους εκφέρει σα να τις γνώριζε από χθες, σα να μην αποτελούσαν συμπολίτες του και ζωντανά πρόσωπα, αλλά δομικές μονάδες πολιτικής παράταξης. Αυτός είναι ο Γιανναράς του «προσώπου» και του σεβασμού, ο ενάντιος στον ατομισμό και την αλλοτρίωση του δυτικού ήθους; Αυτός είναι ο Γιανναράς που μας καλεί σε κοινό βίωμα, όταν ο ίδιος δεν ξεκουνιέται απ' το θώκο του να βγεί έξω σε δρόμους και σε πλατείες να με το μόνο πράγμα που του 'χει απομείνει; Μάλλον δεν ξέρει πια μήτε ο ίδιος τι του 'χει απομείνει. Αν είναι δηλαδή το σταυρουδάκι του ήλιου ή μια πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα.

Να βγεις έξω σε δρόμους και σε πλατείες, ωστόσο, σημαίνει να γνωρίσεις τους νέους από κοντά, όλους κι όχι μονάχα τους χριστιανούς ορθόδοξους ή αυτούς που σε βολεύουν ή που σε κολακεύουν. Να βγεις έξω σε δρόμους και σε πλατείες σημαίνει να παρατήσεις την απολιθωμένη σαβούρα της Καθημερινής και την τεχνητή ευπρέπεια της τηλεόρασης. Να βγεις έξω σημαίνει να εκτεθείς στο «φόβο» της αναθεωρήσης, της μετάνοιας, της συγχώρεσης. Σημαίνει νίκη επί του εγωισμού, νίκη του ανθρώπου, της κοινότητος. Σημαίνει να κάνεις πράξη αυτό ακριβώς που διακηρύσσεις, να συνθέσεις ζωντανή κοινότητα κι όχι να γράφεις διατριβές γι' αυτήν. Κι ακόμη, να φτιάξεις ζωντανή κοινότητα δε σημαίνει να τη φτιάσεις με τους ομοίους σου, γιατί τούτο δεν έχει καμία ζωντάνια μ' αντίθετα ριζώνει στη θνησιγένεια και την παραίτηση. Ζωντανή κοινότητα δε συνθέτουν οι όμοιοι, αλλά οι ζωντανοί, δηλαδή εκείνοι που αναζητούν διαρκώς ένα κοινό παρονομαστή. Γιατί η ζωή έχει τούτο το χαρακτήρα να χτίζει και ν' αναζητά διαρκώς γιοφύρια. Τ' αντίθετο είναι μόνον επικράτηση θανάτου και τίποτα περισσότερο.

Το κέρδος θα 'ταν ασύλληπτο, λοιπόν! Μιλώ για το κέρδος άνθρωποι αυτού του επιπέδου καλλιέργειας (ναι, σαν το Γιανναρά εννοώ) ν' ανοίξουν τα στήθη τους και τα μυαλά τους στον κόσμο που είναι σήμερις, παρά σ' αυτόν που ήταν κάποτε. Φανταστείτε την ομορφιά μιας τέτοιας διαλεκτικής αντιπαράθεσης, ανάμεσα σ' έναν πράο Γιανναρά και τα κορίτσια της παρέλασης, ανάμεσα στο νηφάλιο κυρ-Χρήστο και μια παρέα μαχητικών αριστερών, ανάμεσα στη δομημένη σκέψη του καθηγητή και μια γεμάτη ζωτικό πάθος κατάληψη αναρχικών, ανάμεσα στο γερο-δάσκαλο κι ομάδες μαθητών - «απείθαρχων» ή άλλων -, ανάμεσα σε μια συντροφιά ταλαιπωρημένων προσφύγων και στο θεράποντα τούτο μιας αγαπητικής «θρησκείας». Βάλετε με το νου σας τι μπόλιασμα γονιμοποιό, τόσο για τη διψασμένη πιάτσα των ανθρώπων για νοήματα, όσο και για το Γιανναρά τον ίδιο. Φανταστείτε αυτή την παρακαταθήκη, αντί της διαδικτυακής αυτοκατανάλωσης όπου ο αρχικά ενδιαφέρων καθηγητής κατάντησε ν' αναμασάει εαυτόν σα μηρυκαστικός κανίβαλος. Φανταστείτε αυτόν τον άνθρωπο με την ανανέωση, με τη ζωογόνηση που 'φερε στην ορθόδοξη σκέψη απέναντι στ' άγονο κι άνυδρο κληρικαλιστικό καρκίνωμα, φανταστείτε αυτόν τον άνθρωπο ν' αφήσει την Καθημερινή και να πιάσει να θέτει ερωτήματα απ' την αρχή (αντί να ειρωνεύεται τις απαντήσεις των άλλων) στην Αγορά των ελεύθερων πολιτών κι όπου αλλού έχει ελεύθερους ανθρώπους, αντί για πλαστικούς!

Αλλά μην περιμένουμε τ' αδύνατα απ' τους άλλους, αν δεν τα ζητούμε πρώτα από εμάς τους ίδιους. Κάθε άνθρωπος είναι τα όριά του. Μόνο που κάποιοι ζούνε διαρκώς εντός τους, άλλοι βγάζουνε πού και που κάνα ποδάρι απέξω. Ο Γιανναράς πλέον εγέρασε, δεν την παλεύει άλλο. Εννοώ εγέρασε ψυχικά. Μέχρι εκείς έφτασε το μυαλό του. Δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα τετριμμένα σχήματα της αστικής νοοτροπίας, αυτά που τον γαλούχησαν. Κατάφερε μόνο να τα εξωραΐσει κάπως. Δεν ήθελε - κι ούτε το θέλει - ν' αφήσει τη συναισθηματική ασφάλεια των ιδεολογημάτων του (που δεν τα παραδέχεται ως τέτοια) και ν' αναγνωρίσει τουλάχιστον πως μια καινούργια κοινωνία γεννιέται ή πρόκειται να γεννηθεί ή χρειάζεται να γεννηθεί, την οποία του είναι αδύνατο να φανταστεί. Κι ούτε είχε, τελικά, την ικανότητα εκείνη, ξεχωρίζοντας το ουσιαστικό από την ελληνικότητα και την ορθοδοξία, να καταφέρει να το μεταπλάσει, να το μεταμορφώσει ώστε να χωρέσει στη γλώσσα τη σημερινή. Γιατί έμεινε στη γλώσσα τη δική του. Οι άνθρωποι, παρόλα αυτά, ακόμη παλεύουν να συνθέσουν κοινότητες, μόνο που - σα δε γίνεται για το κέρδος - γίνεται σε χώρους, από 'κείνους που ο Γιανναράς αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Παλεύουνε αριστερές ομάδες, παλεύουνε αναρχικές ομάδες και άλλες ετερόκλητες, παλεύουνε ομάδες δάσκαλων κι άλλες καθηγητών, παλεύουνε ομάδες γιατρών, ομάδες αγροτών κι ένα σωρό άλλες ομάδες ανθρώπων δίχως καμία περαιτέρω ιδιότητα από 'κείνη του πολίτη ή του ανθρώπου. Παλεύει ο κόσμος να συνθέσει μικρές οάσεις ζωής, κοινότητας, κατανόησης, αλήθειας. Ο Γιανναράς επέλεξε, ωστόσο, να βουλιάξει μέσα στον εαυτό του. Κρίμα, καθώς απ' τη γενιά του ήταν από τους λίγους εκείνους που 'χε τα φόντα να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο απ' την Καθημερινή του ασχολία. Κρίμα για το δάσκαλο, κρίμα και για το μαθητή! Κρίμα που με το σημερινό μου τούτο λίβελο πενθώ το δάσκαλο προτού το θάνατό του.

Φύλαξα για κατακλείδα κάτι στ' οποίο πιθανότατα σφάλλω, ένεκα βλέπετε το δεινό της ημιμάθειας, αλλά βλασφήμησα τοσάκις σήμερα, ώστε δεν έχω την παραμικρή ελπίδα άφεσης. Παρατηρείστε πώς ο καλός καθηγητής, επιλέγοντας για τίτλο του μια φράση από την «Πρέβεζα», ουσιαστικά μοιάζει να μη καταλαβαίνει καν το νόημα του ποίηματος, ακυρώνοντας εν τέλει εαυτόν. Ο Καρυωτάκης, ο άνθρωπος εκείνος που έβαλε τη μισή Αθήνα να τρέχει σε μια δίχως αντίκρυσμα αγγελία - με φάρσα αναδεικνύοντας τη φάρσα των ανθρώπων - , ο άνθρωπος εκείνος που χλεύαζε την κοινωνική υποκρισία, την τυπολατρική κενότητα, που απέτυχε να πνιγεί αληθινά μα πνιγόταν καθημερινά απ' τη χαιρεκακία, τη μικρότητα του καθωσπρέπει, η βασανισμένη τούτη ψυχή θα κέρδιζε μάλλον πολύτιμες στιγμές χαράς αντιμέτωπος με τα σοκαρισμένα πρόσωπα των χθεσινών «πατριωτών» της Νέας Φιλαδέλφειας, παρά θα στεκόταν στο πλευρό του Γιανναρά βγάζοντας το καπέλο κι άλλες θεατρικές ανοησίες. Αστοχώντας ως προς τους συμμάχους του, ο καλός καθηγητής δεν καταλαβαίνει πως η μόνη σχέση του με τον Καρυωτάκη είναι πως κατήντησε να μοιάζει περισσότερο στο «δάσκαλο με την εφημερίδα». Επιμένοντας ακριβώς να τελειώσει τη ζωή του στο ίδιο τούτο κακιασμένο και μίζερο μοτίβο που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, είναι μεγάλος φόβος να σβήσει κάποτε όχι σαν ένας από εκείνους τους ανθρώπους που φώτισαν λίγο το διάβα μας, κρατώντας «σκήπτρο και λύρα», μα πιθανότερα σαν «ένας» από εκείνους τους «τουλάχιστον».

Υστερόγραφο

Ένας δάσκαλος παλιός (που θα πει: με αμέριστη αγάπη προς τους μαθητές του) γνωρίζει πολύ καλά, σαν είναι χρεία, να κοιτάζει τον άλλονε στα μάτια και να ζητά θαρρετά συγγνώμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου