Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Ποιος είδε την καλοσύνη και δεν τη φοβήθηκε...

Επειδή πολύ τα 'χω βάλει με τους ομόφυλούς μου τελευταία, ώρα τώρα να πληρώσει και κανένας θηλυκός αντιπρόσωπος του είδους! Η Σώτη που θίξαμε δυο αναρτήσεις νωρίτερα, θίχτηκε μονάχα ξώφαλτσα, οπότε δε μετράει. Ας περιμένει στην ουρά. Είναι απόλαυση να σερφάρει κανείς στα κύματα της ελαφρολαϊκής φιλοσοφίας, όχι μόνο γιατί κάνει μια κάποια ζέστη κι η μαλακία είναι δροσερή, μα επιπλέον γιατ' είναι κι ανεξάντλητη. Βέβαια, να πούμε την αλήθεια, το κείμενο ετούτης της Λουκίας Μητσάκου δεν είναι και παντελώς μαλακία, όπως ας πούμε τα κείμενα του Ντομπέλλι. Σίγουρα φαίνεται πιο όμορφη απ' τον Ντομπέλι κι αν με πάρει ποτέ τηλέφωνο για να με βρίσει, θα επιχειρούσα να με βρίσει κάποτε κι από κοντά. Πάντως κι αυτά που γράφει η Μητσάκου δεν είναι τίποτα ψαγμένα. Αμπελοφιλοσοφίες του κιαρατά είναι, παρά το γεγονός πως βιάζεται να καταδικάσει την αμπελοφιλοσοφία, μήπως προλάβει και τη μολύνει. Αλλά τι να κάνουμε; ο αναμάρτητος ας λιθοβολήσω πρώτος. Στην τελική, πρέπει να παραδεχτούμε ότι σε βάζει και σε πέντε σκέψεις ή συγκρίσεις, καθόσον μιλάει στην απλή την καθημερινή τη γλώσσα του λαού και της καφετερίας, «να σου πω ένα μυστικό» και τέτοια. Όπως της βγαίνουν τα λόγια απ' την καρδιά, ασυνάρτητα και δίχως την παραμικρή δομή. Αυτό, τελικά, είναι προς όφελος του άρθρου, της Λουκίας, αλλά και του ίδιου του αναγνώστη. Να μην κάθομαι, τώρα, να σας κάνω περίληψη. Ζήτημα να 'ναι εκατό γραμμές, να κάτσετε να τις διαβάσετε. Ακολουθούν διάφορες ένστασεις.

Λέει, λοιπόν, ετούτη η Μητσάκου - μιλώντας πάντα για την πάρτη της - πως η ίδια με το κακό δεν έχει πάρε-δώσε. Διόλου, λέει, δεν ασχολείται με το κακό γιατί δεν είναι μέρος του χαρακτήρα της ή γιατί βαριέται ή γιατί δεν έχει κίνητρο. Σε ελεύθερη μετάφραση, δηλαδή, δεν κάνει το κακό γιατί... έτσι, βρε αδερφέ! Μιλάμε για ανάλυση σε βάθος κι όχι τίποτε πλατσουρίσματα στα λασπόνερα. Ήδη ο Καντ γρατζουνάει μες στον τάφο του κι ο Αριστοτέλης φέρνει σβούρες. Τέλος πάντων, εκεί τελειώνει και με το κακό η Μητσάκου, αποδεικνύοντας περίτρανα πως όντως δεν της καίγεται καρφάκι. Ωστόσο, δε μας διαφωτίζει στο παραμικρό αν (σύμφωνα με τη γνώμη της) πρέπει να κάνεις το κακό ή αν δεν πρέπει και σε κάθε περίπτωση γιατί. Αυτό που κάνει ουσιαστικά είναι όχι ν' αρνείται την υπολογιστική ικανότητα της δολιότητας, το τέχνασμα ή την πρόθεση, αλλά τους πολλούς μπελάδες στους οποίους αυτή σε βάζει. Η ίδια δε βλάπτει, όχι γιατί δε θα το 'θελε ή γι' αυτό και για τον άλλο λόγο, παρά γιατί δεν της βγαίνει. Ουσιαστικά, η καλή Λουκία χέστηκε για το κακό και, όπως μαρτυρά ξεκάθαρα κι ο ίδιος της ο τίτλος, στρογγυλοκάθισε να γράψει για την παραξηγημένη καλοσύνη και όχι για τ' αντίθετο.

Να δούμε τώρα αν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο για το καλό και την καλοσύνη, όταν το παίρνει επιτέλους απόφαση να μας μιλήσει. Τι μας λέει, λοιπόν; Μας λέει ότι το καλό ή το κάνεις κατόπιν οργανωμένου σχεδίου και με κομπιουτεράκι ή άσ' το καλύτερα. Πάει η παλιά εκείνη λαϊκή ευγένεια του «κάνε το καλό και ριξ' το στο γιαλό». Κάνε το καλό σου λέει, αλλά πριν πας στο γιαλό να 'χεις χωνέψει, να 'χεις πάρει αντηλιακό και να φοράς και τα μπρατσάκια σου. Κάνε το καλό, αλλά πρόσεχε να μη χτυπήσεις, οπότε μην το κάνεις και πολύ έντονα, αλλά με μέτρο. Κάνε, σου λέει, το καλό όχι γιατί έτσι σου βγαίνει, γιατί είναι στη φύση ή το ήθος σου, όπως ακριβώς εκείνη δεν κάνει το κακό γιατί δεν είναι (στη φύση ή το ήθος της), αλλά κάνε το καλό για τον τάδε λόγο ή για το δείνα λόγο ή μ' εκείνη ή την άλλη προϋπόθεση. Το καλό της δηλαδή δεν είναι αυθόρμητο μα υπολογιστικό, υποκείμενο σε μια στρατηγική διαδικασία και, γιατί όχι, μια υστεροβουλία. Δίνει μάλιστα κι οδηγίες προς ναυτιλομένους, τι να προσέχεις, πώς να ντύνεσαι, λες κι έχουν όλοι το ίδιο ανοσοποιητικό σύστημα. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε λέγοντας πως η καλή Λουκία δεν αρνείται το κακό, αλλά δεν της ταιριάζει ως ιδιοσυγκρασία, μα ούτε και χαρίζει το καλό, εκτός κι αν της αποφέρει κάποιο αντάλλαγμα ή έστω δεν της στερήσει ό,τι έχει. Λες κι η αληθινή καλοσύνη μπορεί ποτέ να αποβεί εις βάρος εκείνου που την ακτινοβολεί, λες κι η καλοσύνη είναι ικανή να σου στερεί. Μόνο αν δεν είναι αληθινή. Της αρέσει προφανώς ν' αυταπατάει εαυτόν θεωρώντας πως εκλογικεύοντας τις υστερόβουλες προθέσεις, εξευγενίζει τη δήθεν καλοσύνη σε ντόμπρα καλοσύνη. Η «καλοσύνη» της Λουκίας δεν παύει στιγμή να είναι εμπορικό αλισβερίσι, παρά καλοσύνη αληθινή. Μυρίζει περισσότερο τη σαρδέλα και το ζύγι του μπακάλη, παρά ευωδιάζει την άνοιξη μιας ανθισμένης καρδιάς.

Θα μου πεις τώρα «και τι 'ναι η αληθινή καλοσύνη, που μας τσαμπουνάς ρε μάστορα»; Να το συζητήσουμε, λοιπόν. Δεν είναι δα και τίποτε ακοτόρθωτο να φτιάξουμε, εδώ επί τόπου, έναν πρόχειρο ορισμό, έστω και κάπως άχαρο. Καλοσύνη, ας πούμε, δεν είναι η στάση εκείνη, που δεν επιθυμεί το κακό του άλλου. Τούτο είναι σκέτη αδιαφορία και κοιτάζω τη δουλειά μου. Η καλοσύνη δεν είναι απλά μια στάση ως προς τον άλλο, παρά είναι κίνηση προς τον άλλο. Μια κίνηση, η οποία αναγνωρίζει στο πρόσωπό του όχι μόνο την πραγματική του ανάγκη, μα επιπλέον και τη μέθοδο, τον τρόπο που της αρμόζει. Έτσι για παράδειγμα η απλή φιλανθρωπία, δίχως να είναι άκαρπη, δεν είναι και καμιά καλοσύνη της προκοπής, έτσι όπως εξαντλείται στην ικανοποίηση μιας άλφα ανάγκης, αλλά με τρόπο που εξακολουθεί να παρατά τον άλλο έρμαιο στη μοίρα του, αντί να του προσφέρει τη δυνατότητα ν' απελευθερωθεί κάποτε από δαύτην. Χρειάζεται δηλαδή ν' αμφισβητηθεί ετούτη η βεβαιότητα - σ' όσους την έχουν - πως οι καλές πράξεις συνιστούν απαραίτητα καλοσύνη ή καθιστούν αυτομάτως κάποιον καλόν άνθρωπο. Τι είναι βέβαια μια καλή πράξη, είναι και τούτο ένα θέμα, ας μην πλατειάσουμε ωστόσο περαιτέρω. Η φιλανθρωπία, όπως είπαμε, δεν είναι μια κακή πράξη, μα ούτε κι απαραίτητα μια αμιγώς καλή. Δε μπορούμε, ωστόσο, και ν' αρνηθούμε ότι προσφέρει ένα όφελος σε κάποιον. Η πολυσημία της φιλανθρωπίας αποκαλύπτεται ακόμη καθαρότερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε φιλανθρωπίες μπορούν κάλλιστα να προβούν ακόμα κι οι αρχιμαφιόζοι κι οι πρεζέμποροι. Κι όμως, παρότι μπορεί κανείς να ορίσει έστω και σε αδρές γραμμές την καλοσύνη, είναι αντιθέτως μεγάλη ιστορία να την ξεχωρίσεις - και αν - στην πράξη. Ενώ μπορούμε, δηλαδή, με μια σχετική ομοφωνία να ξεχωρίσουμε μια καλή πράξη από μια κακή, δεδομένων των αποτελεσμάτων τους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσουμε την πραγματική καλοσύνη από την υποκριτική, καθώς οι αληθινές προθέσεις των ανθρώπων (ενίοτε και του εαυτού μας) συνήθως θα μας διαφεύγουν.

Μα λέει κι άλλα, η αγαπητή Λουκία. Λέει, να πούμε, πως είν' άλλο πράγμα το να 'σαι καλός κι άλλο εντελώς το να 'σαι αφελής και δε θα μας βρει, εκ προοιμίου, αντίθετους. Της καρδιάς της χρειάζεται να κόβει κίνηση με σπιρτάδα κι όχι να 'ναι πτωχιά τω πνεύματι, που 'λεγε εκείνος ο κουρελής ο Ιησούς. Πρέπει να στροφάρει με χίλιες στροφές, σαν ηλεκτρική ξουριστική ή πολυμίξερ. Να ζυγίζει με κάθε ευκαιρία το ποιος την αξίζει και ποιος όχι. Ο άνθρωπος είναι περιορισμένος, λέει, και δε μπορεί να αναλώνεται σε μύρια όσα κομμάτια, αν τα κομμάτια ετούτα είναι ανάξια. Εν πρώτοις, δε φαίνεται να λέει κάτι παράλογο η γυναίκα, αλλά είναι η ίδια που σε διδάσκει να 'σαι καχύποπτος. Η καλοσύνη της Λουκίας δίνει περισσότερο την εντύπωση τελωνείου και σκάνερ υψηλής ανάλυσης, προκειμένου να κερδίσεις την πολυπόθητη βίζα στην καρδιά της, παρά καλοσυνάτης καλοσύνης. Και δε λέω πως δεν την καταλαβαίνω, ποιος πληγωμένος δεν τα σκέφτηκε όλα ετούτα, κάποτε στη ζωή του; Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν πέρασε ποτέ απ' το νου της να κάνει το καλό απλά και μόνο γιατί το 'χε ανάγκη ο άλλος, ασχέτως δηλαδή αν το άξιζε ή όχι. Αυτή η εμπλοκή με τις αξίες και τα κριτικά γνωρίσματα είναι καθόλα ύποπτη για μισανθρωπισμούς κι άλλα στενόκαρδα. Και στο κάτω-κάτω της γραφής ποια είσαι εσύ μωρή (λαϊκή έκφραση) που κρίνεις τον άλλον και με ποια κριτήρια; Να κρίνεις αν έχει κανείς ανάγκη, πάω πάσο! Αλλά να κρίνεις αν τ' αξίζει; Άσε που είναι ευκολότερο να κρίνεις την ανάγκη απ' την αξία. Άσε που στην τελική - να το πούμε κι έτσι - τ' αξίζει αφού το 'χει ανάγκη! Την ανάγκη δεν είναι δύσκολο να τη διαπιστώσεις, ακόμα κι αν δεν έχεις τ' ανάλογα βιώματα. Αρκεί μονάχα η καλή διάθεση. Άμα, βέβαια, διαβάσεις ολόκληρο το κείμενο, μπαλώνονται κάπως τα πράγματα. Να είσαι καλός μέχρι εκεί που αντέχεις και δε σ' εκμεταλλεύονται. Ελεύθερη μετάφραση, δική μου. Εδώ έχει δίκιο. Οι άνθρωποι είμαστε περιορισμένοι κι οφείλουμε να διαχειριζόμαστε τις δυνάμεις μας, ώστε να τις εκμεταλλευόμαστε στο ακέραιο. Ωστόσο, είναι διαφορετικό να δίνεις όσο αντέχεις και διαφορετικό να δίνεις σε όποιον τ' αξίζει. Και τούτο η Λουκία είτε δεν το καταλαβαίνει, είτε δεν το ξεκαθαρίζει. Είναι μάλιστα και λίγο αντιφατικά, ετούτα τα δύο. Τόσο αντιφατικά, όσο το να λες πως δεν υπάρχει αρκετό φαί, άρα θα ταΐσω μόνο τους πεινασμένους που τ' αξίζουν. Δε βγάζει νόημα! Μόνο η ιδιότητα του πεινασμένου είναι αρκετή προϋπόθεση. Άμα έχεις δίνεις, άμα δεν έχεις δε δίνεις. Απλά τα πράματα. Ένα πιάτο φαί θα το 'δινες ως και στο Χίτλερ. Δε θα το 'διναν βεβαίως όλοι, αλλά κουβέντα να γίνεται. Αυτό είναι καλοσύνη. Να μην του επιτρέψεις να συναναστραφεί ξανά ανθρώπους, αυτό είναι εξυπνάδα.

Να γίνω και λίγο σεξιστής; Αφού θα γίνω, τι ρωτάω; Εδώ, λοιπόν, μου βρωμάει περισσότερο αποπάτημα ερωτικής απογοήτευσης, παρά η μελαγχολική μούχλα μιας ευεγερσίας που δεν βρήκε αντίκρυσμα άλλο, απ' την αχαριστία. Η αγαπητή Λουκία αναρρώνει πιθανότατα από εκείνο τον υπέρτατο μαλάκα, ο οποίος διέρχεται κατά κανόνα απ' τη ζωή κάθε γυναίκας (μπορεί να 'ναι κι ο ίδιος ή ο γιος του) και τη σημαδεύει ανεξίτηλα. Εκείνον τον κουλτουριάρη, βρωμύλο και τρίχα, ο οποίος της φάνηκε γοητευτικός, αντί για κουλτουριάρης, βρωμύλος και τρίχας. Κι ο οποίος, αφού της απομύζησε όλη την ζωϊκή ενέργεια και το φενγκ-σούι, την πούλεψε για την πατρίδα του και την παράτησε δίχως πια δύναμη ή κουράγιο. Αφού κι εκείνο το λίγο κακό που ίσως γούσταρε να κάμει κάποτε η γυναίκα, ως κι εκείνο το βαριέται. Κάτω απ' αυτήν την οπτική, όλα τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν ξαφνικά στη θέση τους και το αρχικό χάος βγάζει άριστα πλέον νόημα : όλες οι ασυναρτησίες, τα φιλοσοφικά κρεσέντο και το ύφος μυξοκλάψας που διαποτίζει το άρθρο της, απ' άκρου εις άκρον, έχουν ως αφετηρία μια καρδιά ερωτικά στιγματισμένη, παρά μια καρδιά αγαπητικά υγιή. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης (άλλη μαλακία πάλι και τούτη) πιάνει η Λουκία να μιλήσει για την καλοσύνη, μα ο μπούσουλας της καρδιάς της σημαδεύει διαρκώς προς τη μεριά του έρωτα. Ετούτα τα γραφικά κλισέ με τις δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, πουθενά δεν ταιριάζουν περισσότερο παρά στην βαθιά πληγωμένη καρδια εκείνου ή εκείνης, που προδώθηκαν από το ίδιο τους το πάθος. Όμως στον έρωτα δεν υπάρχουν καλοσύνες, χριστιανικές αγάπες κι αηδίες. Ο έρως λειτουργεί με τους δικούς του ιδιαίτερους και μυστήριους κανόνες κι έτσι καλά παθαίνει όποιος εξακολουθεί να φέρεται ως κορόιδο - μ' εμένα πρώτο διδάξα ή πρώτο πατήσα. Ο έρωτας, δυστυχώς ή ευτυχώς, απαιτεί και χρειάζεται ανταλλάγματα, μ' ένα και βασικότερο τη συναναστροφή του ερώμενου. Ο ερωτευμένος οφείλει να ζητάει ανταλλάγματα, ώστε να 'ναι ψυχικά ισορροπημένος. Ο ερωτευμένος είναι μια συναισθηματική καταβόθρα των Δαναΐδων και μαύρη τρύπα π' ούτε το φως δε μπορεί να δραπετεύσει. Ο μόνος λόγος, που δεν το καταλαβαίνει αυτό κι ο ίδιος, είναι η μαλακία που τον / την δέρνει. Φυσικά και να το ξεκαθαρίσουμε, ο ερωτευμένος μπορεί να ζητάει ό,τι θέλει, ο άλλος ωστόσο δεν οφείλει να του προσφέρει το παραμικρό α δε γουστάρει - άσε που συνήθως δεν έχει και καμιά δουλειά με την όλη φάση. Ο ερωτευμένος σκάβει μόνος του το λάκκο του, μόνος του βουτάει μέσα και μόνος του σκεπάζεται. Δεν του φταίει κανείς. Έταξε στον εαυτό του τον Παράδεισο, όταν χρειάζονται τουλάχιστον δύο για τούτες τις δουλειές και καλά να πάθει. Η καλοσύνη, παρόλα αυτά, δεν έχει καμία σχέση με όσα περιγράψαμε περί έρωτος ή ό,τι άλλο. Όπως επίσης δεν έχει καμία σχέση με δεύτερες ευκαιρίες, προϋποθέσεις κι ανταλλάγματα. Εκτός κι αν θεωρήσουμε ως αντάλλαγμα την ευδοκίμηση, την πρόοδο δηλαδή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται (η καλοσύνη). Όμως ετούτο είναι ανταμοιβή παντελώς διαφορετικής κοψιάς και ποιότητας, ώστε και μόνο η λέξη «αντάλλαγμα» την αδικεί κατάφωρα.

Τι είναι καλοσύνη, να το πούμε έτσι που να το καταλάβει ακόμα κι ένα πιτσιρίκι, μας το διδάσκει πολύ σοφά η παρακάτω ελαφρολαϊκή ιστορία που διάβασα κάποτε, πρώτη φορά, στην εισαγωγή της Λιάνας Κανέλλη απ' το οδοιπορικό της στη Ρουάντα :

« Ήταν, λέει, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι σε μια παραλία όπου κάθε πρωί το κύμα ξέβραζε αστερίες ζωντανούς με την τεράστια δύναμή του. Το κορίτσι κατέβαινε κάθε πρωί στην αμμουδιά κι ώσπου να δύσει ο ήλιος ξανάριχνε τους αστερίες στη θάλασσα. Την έκτη μέρα το αγόρι της θύμωσε γιατί βαρέθηκε να την ακολουθεί στη μονότονη αυτή σισύφεια τελετουργία. "Τι νόημα έχει", ρώτησε, "να ρίχνουμε πίσω στο νερό τους αστερίες, αφού κάθε πρωί η θάλασσα τους ξαναξεβράζει;" Το κορίτσι γύρισε και τον κοίταξε με το βαθύ χαμόγελό της προσωποποιημένης ζωής και του απάντησε κρατώντας έναν αστερία: "Για σένα και για μένα μπορεί να μην έχει σημασία, έχει όμως γι' αυτόν εδώ τον αστερία ... " »

Η παραπάνω ιστορία είναι άριστα διατυπωμένη κι αποφεύγει, μ' απρόσμενη ισορροπία, να χρησιμοποιήσει ομόρριζα ή παράγωγα εννοιών όπως «καλό», «σωστό» και διάφορα σχετικά, τα οποία είναι ανθρώπινες αηδίες, φευγαλέες κι αμφισβητήσιμες. Μιλάει για «σημασίες» και «προσωποποιημένη ζωή» κι ετούτα κατεβαίνουν ίσαμε τον πυρήνα της καρδιάς κι αντηχούν πηγαία, βιωματικά, κι όχι μετά από τρία χέρια νοητικής επεξεργασίας, με τ' αστάρι έξτρα. Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ποια είναι η σημασία πράγματος τινός, ωστόσο βιωματικά γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνει να έχει κάτι σημασία. Αντιθέτως, ακόμα κι αν γνωρίζουμε κατά περίπτωση ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, τι 'ναι σωστό και τι 'ναι λάθος μπορεί να διαφεύγει επ' αόριστον. Το αγόρι γνωρίζει μόνον εκείνο που έχει σημασία για το ίδιο, μπορεί να κοιτά μόνο με τα δικά του μάτια. Κι ωστόσο δεν είναι το αγόρι σύμβολο του κακού ή το κορίτσι σύμβολο του καλού. Με γυμνή ευθύτητα, το κορίτσι είναι απλά η προσωποποίηση της ζωής. Μπροστά στην ακτινοβολία της εικόνας ετούτης, ο μανιχαϊσμός καλού-κακού καταρρέει δίχως κανένα νόημα και περιεχόμενο. Το κορίτσι ταυτίζεται με οτιδήποτε ζωντανό και γίνεται σύμβολό του. Μπορεί να κοιτά με τη ματιά του αγοριού, με τη ματιά του αστερία και τελικά με τη ματιά οποιουδήποτε παλεύει με τις ανάσες και το θάνατο. Να μπορείς να γίνεις η ματιά του άλλου, ίσως ετούτο να είναι τελικά κι ο καλύτερος ελεύθερος ορισμός της καλοσύνης.

«Η καλοσύνη δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη» μας γράφει κλείνοντας, η πονεμένη Λουκία. «Και τη δύναμη πρέπει να τη χρησιμοποιείς με σοφία» συμπληρώνει μεστά. Προστατεύοντας μάλιστα τα πνευματικά της δικαιώματα κι αποτρέποντας το απλό copy-paste απ' το ιστολόγιο - φοβούμενη τι; μήπως κλαπεί όλο αυτό το πολύτιμο καταστάλαγμα; - μας αναγκάζει ν' αντιγράψουμε τα λόγια της ένα προς ένα. Θα τελειώσουμε κι εμείς μαζί της και δίχως το παραμικρό ίχνος σαρκασμού μα, ίσα ίσα, συμφωνώντας : ναι Λουκία μας, καλοσύνη με σοφία. Μα όχι καλοσύνη με το ζύγι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου